13/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Οδός Πολυδούρη», Θέατρο «Βασιλάκου»

Μια ποιήτρια που έζησε, ζει και θέλει να ζει

Η Ρούλα Γεωργακοπούλου γράφει έναν μονόλογο της Μαρίας Πολυδούρη ενώ βρίσκεται στο σανατόριο, λίγο πριν τον θάνατό της. Κάνει την ασθένειά της και δική μας ασθένεια. Την αισιοδοξία, την ενέργεια και τον κυνισμό της και δική μας θεραπεία. Χωρίς, όμως, την Ιωάννα Παππά η παράσταση του Θοδωρή Γκόνη θα ήταν λόγια του αέρα. Με τη νίκη της έδειξε.
      Pin It

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Για τους περισσότερους ο μονόλογος της Ρούλας Γεωργακοπούλου ανήκει στο συχνό στο θέατρό μας είδος της «βιογραφίας σε πρώτο πρόσωπο», μιας κοινής συνάντησης με το «αληθινό πρόσωπο» ενός δημιουργού, φιλόσοφου, μαθηματικού, τραγουδιστή, ή πρόσφυγα, που αποκαλύπτει επί σκηνής τη βαθιά του σχέση με το πέρα από τον μύθο ίχνος του βίου του. Αν είναι έτσι, στην περίπτωση αυτή το ενδιαφέρον μας για την «Οδό Πολυδούρη» ξεκινά από την απλή, προσωπική περιέργεια: πώς να έμοιαζε από κοντά ένας από τους μύθους του γυναικείου κινήματος, της ελλοχεύουσας μελαγχολίας και της ρυθμικής διαταραχής του Μεσοπολέμου; Και πώς θα μας μιλούσε άραγε ένα πρόσωπο που κι αν το γνωρίζουμε, νιώθουμε πως ανήκει ακόμα στη σφαίρα του νοητού, μια αύρα μάλλον που χάθηκε στα στενά των ανδρικών λεωφόρων.

 

Μα δεν μιλάμε εδώ για «πάροδο». Μιλάμε για την «οδό της Πολυδούρη». Η πρώτη συγκίνηση έρχεται λοιπόν από την αίσθηση μιας γυναικείας ζωής που βρέθηκε –παρά την αξία και τη συμμετοχή της σε ό,τι κοινό– στη σκιά ανθρώπων που βρέθηκαν δίπλα της, δίπλα σε ονόματα μεγαλύτερα και πλατύτερα όχι για κάτι άλλο μα επειδή δόθηκε σε αυτά ο κανόνας και το μέτρο σύγκρισης με την αντρική, συμβατική υπόσταση. Ετσι, αυτή η «οδός» ενέχει πέρα από ό,τι άλλο και μία ανατροπή: Αυτός ο δρόμος τουλάχιστον ανήκει στην Πολυδούρη, και μόνο. Είναι αυτό το δικό της μονοπάτι.

 

Η συγκίνηση όμως αμέσως μετά απλώνει σε κάτι μεγαλύτερο. Σαν το κερί που δένει γύρω από το φιτίλι, η εύπλαστη ζωή της ποιήτριας απλώνει μαλακιά ακόμα και υγρή γύρω από το νήμα της ζωής και των γεγονότων, γύρω από «τεκμήρια» της εποχής, από κάποιο ένθετο στίχο ή ένα τραγούδι του Αττίκ, μια σύμπτωση ίσως, κάποιο κρυφό μήνυμα του καιρού. Θέλω να πω το εξής: όσες φορές βρέθηκα σε έργο της Γεωργακοπούλου, βρέθηκα σε μια περίεργη πλέξη από διάφορα νήματα, ένα θέατρο-ντοκουμέντο καταληπτό όχι τόσο από τη μεριά ενός ειδικού (σαν ένα είδος κουίζ σε ποιον ανήκει η φράση ή το σημείωμα), αλλά από τη μεριά του ποιητή. Οι στίχοι της Πολυδούρη μπαίνουν στο σώμα του κειμένου της Γεωργακοπούλου γιατί εκεί, στη σκηνή, αποκτούν τη ζωή και το νόημα που τους λείπει, εκεί λέγονται σαν μέρος όχι ενός ποιήματος αλλά του βίου που τα συνόδευσε. Με δυο λόγια, η Γεωργακοπούλου αναδεικνύει, αν δεν κάνω λάθος, μια εμπειρική ποίηση, μια ποιήτρια που έζησε, ζει και που θέλει να ζει, με τρόπο δραστικό, τρόπο καταφατικό, αγωνιστικό, ανατρεπτικό, απελευθερωτικό.

 

Γι’ αυτό δεν υπάρχει καλύτερο σκηνικό για μια τέτοια κατάφαση παρά ο θάλαμος του σανατόριου, και δεν είναι καλύτερος χρόνος παρά το απλόχερο «ναι» της ποιήτριας κοντά στο τελικό «όχι» της ασθένειάς της. Χωρίς αμφιβολία η Πολυδούρη της Γεωργακοπούλου είναι ένα δυνατό πλάσμα, φοβισμένο ασφαλώς αλλά γενναίο μπροστά στον δικό της φόβο, γενναιόδωρο μπροστά στους δικούς μας. Ο μεγάλος εχθρός της δεν είναι ο θάνατος. Είναι η μετάδοση της ασθένειάς του σε αυτή τη ζωή, η διάβρωση της σκέψης μας από την παρουσία του. Η Πολυδούρη της Γεωργακοπούλου έχει να αντιμετωπίσει πέρα από τις λέξεις, τη σιωπή, και πέρα από τον θάνατο τη ζωή που χάνεται.

 

Και είναι από αυτό το σημείο ακριβώς που μπαίνουμε στο πιο βαθύ χαντάκι του δρόμου. Γιατί από δω και στο εξής δεν έχουμε πια να κάνουμε με την Πολυδούρη της Γεωργακοπούλου, αλλά με τη Γεωργακοπούλου της Πολυδούρη.

 

Συμβαίνει κάποτε και αυτό. Με τους ποιητές συνήθως. Οχι μόνο συνοδεύουν τα βήματά μας, αλλά σαν «δρόμοι παλιοί» βρίσκονται μπροστά μας και προηγούνται. Κι εδώ συμβαίνει πάλι το ίδιο. Ο δρόμος της Πολυδούρη γίνεται έξοδος από το περιβάλλον μιας ασφυκτικής πραγματικότητας, έξοδος προς μια συνάντηση αγαπητή με πρόσωπο δικό μας, έξοδος από τη μελαγχολία στη νίκη μιας ζωής που επιμένει. Αν η αληθινή ασθένεια της Πολυδούρη είναι δική μας ασθένεια, η αισιοδοξία της, η ενέργεια, το χιούμορ και ο κυνισμός της είναι η θεραπεία.

 

Είναι αυτή η πιο βαθιά συγκίνηση που προσφέρει το κείμενο της Πολυδούρη. Και όχι το κείμενο μόνο. Αλλά και το θέατρο που το στηρίζει. Νομίζω λοιπόν ότι στην «Οδό Πολυδούρη» του Θοδωρή Γκόνη και του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας τα πράγματα βαδίζουν ανάποδα (και, με κάποιον τρόπο ακολουθούν επιτέλους τη φυσική τους πορεία). Εδώ είναι η ενσάρκωση, το θέατρο και η ερμηνεύτρια, είναι η Ιωάννα Παππά στον ρόλο και αντιρόλο της Πολυδούρη που προηγείται. Ο λόγος ανήκει σε αυτήν, και χωρίς αυτήν τα λόγια μας θα ήταν λόγια του αέρα. Με την Παππά έχουμε στη σκηνή ένα σώμα, ένα σώμα που πάσχει, αγωνιά, φθείρεται, κάμπτεται, ισιώνει και θριαμβεύει. Με τη νίκη της η Παππά δείχνει ότι ο ηθοποιός είναι ο τελικός συγγραφέας του κειμένου. Και πως ασφαλώς είναι ο πρώτος που διαβαίνει τον δρόμο.

 

Είναι φανερό ότι ο Θοδωρής Γκόνης αγάπησε πολύ το κείμενο της Γεωργακοπούλου. Και ανέβασε στη σκηνή την ίδια, την οδό και τη ποιήτριά της. Θα μπορούσε ίσως να ακολουθήσει ένα πιο λιτό ύφος διδασκαλίας, η έννοια του όμως ήταν μήπως το ομολογουμένως δύσβατο κείμενο αφήσει εκτός τους θεατές του. Ζήτησε έτσι να μεταφέρει τη διαρκή εσωτερική κίνησή του, το σπάσιμό του σε μικρές ενότητες-σκέψεις. Δίδαξε τη βαθιά αγωνία του, φώτισε την ελπίδα του.

 

Η παράσταση βγάζει τελικά ένα σκοτεινό φως και μια φωτεινή σκιά. Ο καθείς ας επιμείνει σε ό,τι από τα δύο περισσότερο πιστεύει. Η Πολυδούρη όμως αγωνίζεται να ζήσει με αυτά τα δύο ταυτόχρονα, να ζήσει για αυτήν και για λόγου μας. Την ακολουθούμε σαν οδό και οδοδείκτη.

INFO: Η παράσταση επαναλαμβάνεται από τις 15 Οκτωβρίου στο θέατρο «Βασιλάκου», Προφ. Δανιήλ 3 και Πλαταιών, τηλ. 210-3470707 και 210-3643700.

 

Scroll to top