ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ

17/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Να πεθάνει ο θατσερισμός

«Πόσο θα σου πάρει για ένα καλό κάδρο;» «Ισόβια χωρίς ελαφρυντικά», είπε Γέλασα. «Μα, δεν είναι και έγκλημα» «Ετσι νομίζω» «Μήπως είναι λίγο μακριά;» είπα «Τσςςςς…» είπε. «Οσο η πρόσβαση είναι καθαρή, η απόσταση είναι παιχνιδάκι.».
      Pin It

«Πόσο θα σου πάρει για ένα καλό κάδρο;»
«Ισόβια χωρίς ελαφρυντικά», είπε
Γέλασα. «Μα, δεν είναι και έγκλημα»
«Ετσι νομίζω»
«Μήπως είναι λίγο μακριά;» είπα
«Τσςςςς…» είπε. «Οσο η πρόσβαση είναι καθαρή, η απόσταση είναι παιχνιδάκι.»

 

Της Μικέλας Χαρτουλάρη

 

ΧΙΛΑΡΙ ΜΑΝΤΕΛΑυτή είναι η αρχή του διαλόγου που έστησε η εκλεκτή Χίλαρι Μαντέλ ανάμεσα σε μια Αγγλίδα μεσοαστή και σε έναν εξολοθρευτή άγγελο, σχετικά με τη Σιδηρά Κυρία της βρετανικής πολιτικής. Και οι δύο θέλουν να φύγει η Μάργκαρετ Θάτσερ απ’ τη μέση, για διαφορετικούς αρχικά λόγους που όμως τελικά συγκλίνουν στην απάνθρωπη και άσπλαχνη στάση αυτής της πολιτικού η οποία «τρέφεται με το αίμα των θυμάτων της». Εκείνος αρχίζει να συναρμολογεί το όπλο του για το χτύπημα, και εκείνη, όταν καταλαβαίνει πως δεν πρόκειται για σύνεργα φωτογράφου, του φτιάχνει τσάι και τελικά του δείχνει ένα κρυφό πέρασμα, που ίσως να τον γλιτώσει «μετά».

 

Η συνάντησή τους είναι τυχαία –το παράθυρό της είναι ιδανικά τοποθετημένο για τον στόχο– όμως στην πραγματικότητα είναι αναμενόμενη, αφού και οι δύο ανήκουν στην αθέατη δημοκρατική αντιπολίτευση που περιμένει μια αφορμή για να ξεθαρρέψει. Συναντιούνται λοιπόν στο καινούργιο βιβλίο της Μαντέλ, και ειδικά στη Δολοφονία της Μάργκαρετ Θάτσερ, τη νουβέλα του τίτλου, που το τελευταίο δεκαπενθήμερο ξεσήκωσε το συντηρητικό στρατόπεδο του Βρετανού πρωθυπουργού Ντέιβιντ Κάμερον, και μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά (εκδ. Πάπυρος, μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη). Είναι μια συλλογή με δέκα ιστορίες (γραμμένες, πλην μιας, μετά το 2000), για τους αφανείς ανθρώπους γύρω μας που μοιάζουν σιωπηλοί, άχρωμοι και αδιάφοροι, όμως αναπάντεχα αποφασίζουν να εκφραστούν και τότε φανερώνουν όχι τη δική τους ιδιαιτερότητα, ασυμβατότητα ή διαφορετικότητα, αλλά την κυρίαρχη παθογένεια, την κοινωνία που «δεν μπορεί να βρει τη στίξη».

 

Η εξαιρετική μαστοριά της Μαντέλ βρίσκεται στο ότι κτίζει τα διηγήματά της κεντώντας τη μυθοπλασία στην πραγματικότητα έτσι ώστε να διαβάζονται και κυριολεκτικά και μεταφορικά, και κοινωνικά και πολιτικά. Στην καρδιά της συλλογής, ξεχωρίζουν οι «Χειμερινές διακοπές» που διαδραματίζονται στην Ελλάδα και γράφηκαν το 2011. Μια ιστορία που θα κάνει έξαλλους τους σαμαρικούς προπαγανδιστές της τουριστικής ανάκαμψης και που ειρωνεύεται τους Ευρωπαίους εντολείς τους.

 

Η στίξη και η βία

 

Το βιβλίο ανοίγει με τον «Επισκέπτη», μια νουβέλα του 2009 σαν δίδυμη της «Δολοφονίας…», όπου πάλι μια μεσοαστή –αυτή τη φορά με βιογραφικά χαρακτηριστικά της Μαντέλ– ανοίγει την πόρτα της στον απειλητικό Αλλο και «συνεργάζεται» μαζί του. Ο τόπος είναι η Τζέντα στη Σαουδική Αραβία, όπου η συγγραφέας έζησε στα 30-34 της ακολουθώντας τον γεωλόγο σύζυγό της. Στο διήγημα, εκείνος είναι ένας Πακιστανός εμπορικός αντιπρόσωπος που εισβάλλει με κτητικές διαθέσεις στη μοναξιά μιας Αγγλίδας συζύγου στελέχους, ώσπου εκείνη συνειδητοποιεί ότι αντιμετώπισε με αλαζονική ελαφρότητα τους διαφορετικούς πολιτισμικούς κώδικες αυτής της χώρας και ότι τελικά παγιδεύτηκε στο παιχνίδι της με αυτόν τον ξένο. Εκείνη δεν βρήκε τη στίξη. Θα τον απορρίψει λοιπόν ντροπιασμένη, αντίθετα από ό,τι θα κάνει η πρωταγωνίστρια της «Δολοφονίας…», με την οποία κλείνει η συλλογή.

 

«Δεν πιστεύω ότι η βία είναι λύση. Δεν θα σε πρόδιδα όμως» παραδέχεται η γυναίκα που από όμηρος θα γίνει συνένοχος του επίδοξου εξολοθρευτή της πρωθυπουργού. Την περιμένουν να εμφανιστεί, και συζητούν. Βρισκόμαστε στον τέταρτο χρόνο της 11χρονης ηγεμονίας της (1983), και η Θάτσερ έχει προλάβει να προσφέρει στον βρετανικό λαό 10 μέλη του ΙΡΑ νεκρά από απεργία πείνας, έναν αιματηρό αποικιοκρατικό πόλεμο στα Φόκλαντς/Μαλβίνας, 3 εκατομμύρια άνεργους, την εξαχρείωση της εργατικής τάξης, την περιθωριοποίηση των μεσαίων στρωμάτων, μια συμπεριφορά φαρισαϊκή, ένα αγέλαστο πρόσωπο… Το να λέμε ότι η βία δεν είναι λύση «είναι το κήρυγμα που κάνει ο ισχυρός στον αδύναμο· αντίστροφα δεν το ακούς· οι ισχυροί δεν καταθέτουν τα όπλα», καταλήγει η πρωταγωνίστρια, και εγκαταλείπει το στρατόπεδο των απολιτικών.

 

Εδώ, η Χίλαρι Μαντέλ θα κάνει ένα αριστοτεχνικό γύρισμα στην αφήγησή της που θα δικαιώσει το εγχείρημά της. Η κρυφή διέξοδος είναι εντέλει η πίστη σε μια άλλη εκδοχή της Ιστορίας. Και το κρίσιμο θέμα που κάνει το διήγημα επίκαιρο δεν είναι η Θάτσερ αλλά ο θατσερισμός και οι αρνητικές συνέπειες της επιβίωσής του.

 

……………………………………………………..

 

Η αλληγορία του Ελληνα ταξιτζή

 

Μετά από μια εξαντλητική πτήση, ένα ζευγάρι Αγγλων φτάνει στην Αθήνα για διακοπές εκτός σεζόν με όλα τα κομφόρ προπληρωμένα. Ο άντρας, βολεμένος στις προκαταλήψεις του –μεταξύ άλλων για τα παιδιά που είναι μπελάς για μια οικογένεια– δεν περιμένει ότι μπορεί να βρέχει στη χώρα του ήλιου, αλλά και δεν είναι διατεθειμένος να χαλάσει τη διάθεσή του. Η γυναίκα έχει κουραστεί να διαφωνεί. Ο δασύτριχος ταξιτζής που τους περιμένει διεκπεραιώνει τον ρόλο του αμίλητος και τσατισμένος επειδή η διαδρομή είναι μεγάλη και η αμοιβή του, η ελάχιστη. Φουλάρει στον δρόμο παρότι πίσω από τις τυφλές στροφές πετάγονται κατσίκια. Ωσπου κάποια στιγμή, τραντάζονται από μια πρόσκρουση. Οι επιβάτες βλέπουν τον ταξιτζή να τραβά έναν μπόγο κάτω από τις ρόδες, να παίρνει μια πέτρα, να τον χτυπάει με δύναμη, ακούν παγωμένοι τους γδούπους, και τον παρακολουθούν να χώνει τον μπόγο σε έναν μουσαμά και στο πορτ-μπαγκάζ. Οταν θα φτάσουν στο ξενοδοχείο Royal Athena Sun με τους «εξόφθαλμης κακογουστιάς» διακοσμητικούς κίονες, θα εμποδίσουν τον πορτιέρη να βγάλει εκείνος τις βαλίτσες. «…Οχι ότι ο οδηγός έκανε κάτι κακό, βέβαια. Απλώς κάτι αποτελεσματικό». Θα ξέρουν κι αυτοί, διαισθητικά στην αρχή, ότι ο μουσαμάς κρύβει όχι ένα κατσίκι αλλά ένα παιδί. Ομως δεν θα πουν τίποτα.

 

Μέσα σε οκτώ σελίδες, με αφορμή και πάλι ένα συμβάν που δεν έγινε στ’ αλήθεια, η Μαντέλ έχει γράψει μια ιστορία-γροθιά («Χειμερινές διακοπές») η οποία διαβάζεται ως μεταφορά για την αθωότητα που χάνεται στον βωμό του τουρισμού, αλλά και ως αλληγορία της κρίσης. Οπου οι Ευρωπαίοι δανειστές κουκουλώνουν και βολεύονται με τις εγκληματικές βρομιές όχι της ελληνικής κοινωνίας αλλά της ελληνικής πιάτσας… Ιδιοφυές!

 

…………………………………………..

 

Μαντέλ και Ντεμουλέν

 

Ροβεσπιέρος

Ροβεσπιέρος

Τα διάφανα μάτια της Χίλαρι Μαντέλ δείχνουν απονήρευτα αλλά η ίδια είναι υποψιασμένη. Η ανατομία της εξουσίας, η διαμάχη των ισχυρών και των αδυνάτων, το δίλημμα της «άλλης πόρτας» την πονούν από την πιο τρυφερή ηλικία της, όταν ζούσε στην ίδια στέγη με τον πατέρα της και τον δεσποτικό εραστή της μάνας της. Η Θάτσερ της προκαλεί απέχθεια, είπε στους δημοσιογράφους. Νωρίτερα όμως, ανέδειξε τον Τόμας Κρόμγουελ, μεταρρυθμιστή με κοινωνικές ευαισθησίες τον οποίο διάβασε ως πρόδρομο των σύγχρονων ηγετών στα μυθιστορήματα που της χάρισαν τα απανωτά βραβεία Μπούκερ (Γουλφ Χωλ 2009, Γεράκια 2012, Πάπυρος μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη). Κι ακόμα πιο πριν (A place of greater safety, 1992) την είχαν ιντριγκάρει ο αδιάφθορος και πολιτικά οξυδερκής Ροβεσπιέρος, ο κυνικός πραγματιστής Δαντών και φυσικά ο συγγραφέας Καμίγ Ντεμουλέν, αμετανόητοι επαναστάτες.

 

[email protected]

 

Scroll to top