24/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΓΚΡΑΣ

Στην Αλάσκα, για το σινεμά και τον έρωτα

Το «Forget Me Not» είναι μια από τις δυο ελληνικές ταινίες που διάλεξε ο Δημήτρης Εϊπίδης για το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 55ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (ξεκινά στις 31 Οκτωβρίου). Ο σκηνοθέτης τού «Πες στη Μορφίνη Ακόμα την Ψάχνω» επιστρέφει έπειτα από δεκατρία χρόνια με ένα πολύ περιπετειώδες και φιλόδοξο πρότζεκτ.
      Pin It

Της Βένας Γεωργακοπούλου

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΦΑΓΚΡΑΣΤο έχουμε ξαναζήσει με πολλές ελληνικές ταινίες, να κρατάει η περιπέτειά τους χρόνια. Και δεν έχουν όλες χάπι-εντ. Τουλάχιστον το «Forget Me Not» του Γιάννη Φάγκρα, που ξεκίνησε ουσιαστικά το 2005, τότε που εγκρίθηκε το σενάριο από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, δεν ολοκληρώθηκε απλώς. Είναι μια από τις δυο ελληνικές ταινίες που διάλεξε ο Δημήτρης Εϊπίδης για το Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (31 Οκτωβρίου-9 Νοεμβρίου). Και είναι πολύ ωραίο που ο Γιάννης Φάγκρας ξαναγυρνάει έπειτα από δεκατρία ολόκληρα χρόνια στον τόπο όπου ξεκίνησε ορμητικά σαν σκηνοθέτης.

 

Μας πρωτοσυστήθηκε το 2001 με μια ασπρόμαυρη, εντελώς ανεξάρτητη, φτωχή ταινία, το «Πες στη Μορφίνη Ακόμα την Ψάχνω», που έγινε αμέσως talk of the town, βραβεύτηκε από την ΠΕΚΚ, ανέδειξε ένα μεγάλο ταλέντο, την νεαρή Εκάβη Ντούμα, αλλά κυρίως γύρω από αυτόν τον ίδιο δημιούργησε μεγάλες προσδοκίες.

 

Ο Γιάννης Φάγκρας αποδείχτηκε, όμως, πολύ ιδιαίτερη περίπτωση. Οχι μόνο δεν βιάστηκε να ξαναγυρίσει ταινία, ούτε καν το προφίλ της «Μορφίνης» δεν σεβάστηκε, σε μια χώρα που συνήθως η πρώτη ταινία υποψιάζει και για τη δεύτερη και για την τρίτη. Γιατί τι σχέση μπορεί να ’χει μια επαναστατημένη 20χρονη της Αθήνας, που ωριμάζει μέσα σε έναν κόσμο γεμάτο ναρκωτικά και κλεφτρόνια, με αυτό το μεγαλεπήβολο πρότζεκτ, που λέγεται «Forget Me Not»; Δεν θυμάμαι να έχω ξαναρωτήσει Ελληνα σκηνοθέτη: «θα δούμε στην ταινία σας και Εσκιμώους;».

 

Η ταινία γυρίστηκε στο μεγαλύτερο μέρος της στην Αλάσκα. Ενα γκουγκλάρισμα, μια ματιά σε κάνα χάρτη, θα βοηθήσει φαντάζομαι τον θεατή να τη γευτεί καλύτερα. Εκεί, στον Βερίγγειο πορθμό, ένας επαγγελματίας Ελληνας δύτης (ο Γιάννης Στάνκογλου) έχει φτάσει για να ανασύρει ένα βυθισμένο αεροπλάνο. Και έχει απομονωθεί. Πίσω στην Ελλάδα η αγαπημένη του (η Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν) έχει χάσει τα ίχνη του. Οταν της δώσει ένα σημείο ζωής, τον ακολουθεί. Toν αναζητά. Ενα road movie (αν στέκει ο όρος και στη θάλασσα) και μια ερωτική ιστορία μαζί.

 

• Τόση μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ταινία σας; Και δεν σας πτόησε καθόλου το κινηματογραφικό ταξίδι στην Αλάσκα;

 

«Κατ’ αρχήν, νομίζω ότι θα βρείτε πολλές ομοιότητες ανάμεσα στις δυο ταινίες. Και καθόλου δεν με τρόμαξε η Αλάσκα. Εχω ζήσει στην Αμερική, πήγα να σπουδάσω και τη γύρισα πολύ, νιώθω μια οικειότητα με τη χώρα. Κάποτε, μάλιστα, είχα σκεφτεί να πάω με φίλους στην Αλάσκα, που είναι πολιτεία των ΗΠΑ, να δουλέψω σαν ψαράς. Ηταν ένα από τα προγράμματα που έκανε το πανεπιστήμιό μου. Τελικά δεν πήγα. Εμαθα την Αλάσκα κάνοντας έρευνα για την ταινία και βρήκα τα πράγματα όπως ακριβώς τα είχα φανταστεί».

 

Ενα μέρος της ταινίας γυρίστηκε και στη Νέα Ορλεάνη. Τα περισσότερα, όμως, γυρίσματα έγιναν εν πλω. «Νοικιάσαμε ένα μικρό καράβι (πολλοί καπετάνιοι στην Αλάσκα τα νοικιάζουν), μπήκαμε μέσα συνεργείο, ηθοποιοί και πλήρωμα και πήγαμε ταξίδι ενός μήνα στον Βόρειο Ειρηνικό. Στη θάλασσα Μπέρινγκ, στο νότιο άκρο του Βερίγγειου πορθμού. Ηταν φθινόπωρο, δύσκολη από καιρό εποχές. Είχε τα πάντα, και χιόνια και πάγους, σε ένα τέτοιο ταξίδι συναντάς όλους τους καιρούς, η μια μέρα δεν είναι ίδια με την άλλη», διηγείται ο Γιάννης Φάγκρας. Δεν υποτιμά τις σκληρές συνθήκες δουλειάς. «Ολοι ζορίστηκαν. Και οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί. Περάσαμε δύσκολες στιγμές, ναυτίες και τέτοια. Και μην ξεχνάτε και την απομόνωση. Γιατί στα σημεία που πήγαμε δεν πάει κανείς εύκολα».

 

• Η διαδρομή σας ήταν στην τύχη ή έχει και «δραματουργικό» ρόλο στην ταινία;

 

«Καθόλου, ήταν απόλυτα προκαθορισμένη. Για μένα έχει μεγάλη σημασία η γεωγραφία της περιοχής. Ο θεατής, έστω και με λίγη προσπάθεια, ελπίζω να το συνειδητοποιήσει. Πρέπει να το ψάξει, βέβαια, μακάρι η ταινία να του δημιουργήσει την όρεξη να μάθει πράγματα για την Αλάσκα. Για παράδειγμα, φτάνουμε με το πλοίο στο σημείο που αλλάζει η μέρα. Είσαι στη Δευτέρα κι ένα μίλι πιο πέρα είναι Τρίτη».

 

• Τόσα χρόνια χωρίς ταινία, κυνηγώντας ένα όνειρο, δεν νιώσατε άσχημα έξω από το ελληνικό σινεμά; Και πώς τα καταφέρνει να μένει ζωντανή και απαραίτητη στον σκηνοθέτη μια ταινία, που ξεκινά το 2005 και ολοκληρώνεται το 2014;

 

«Για μένα όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρξε τίποτα σημαντικότερο από το “Forget Me Not”. Και, άλλωστε, πρέπει πρώτα να τελειώσω μια ταινία για να με απασχολήσει μια άλλη. Οσο για την απουσία μου από το σινεμά, πολλοί μου την επεσήμαιναν. Αλλά δεν έχω την αίσθηση ότι στο σινεμά κάνω κάποιου είδους καριέρα. Ούτε έχει σημασία για μένα πόσες ταινίες έχει κάνει κάποιος. Φτάνει να σημαίνουν κάτι γι’ αυτόν, ας είναι και μία μόνο ταινία. Αλλωστε είναι κι ένας τρόπος να διατηρείσαι πάντα…νέος (γελάει). Εγώ, ας πούμε εξακολουθώ να θεωρούμαι νέος σκηνοθέτης, αφού καταθέτω μόλις τη δεύτερη ταινία μου».

 

Και πώς αλλιώς, αφού η ταινία σκόνταψε σε πολλά εμπόδια. Ο Γιάννης Φάγκρας δεν κρύβει τη δυσαρέσκειά του «με τη γραφειοκρατία» του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, που είναι συμπαραγωγός του. «Αν αυτή η ταινία με έκανε καλύτερο σκηνοθέτη», λέει, «λιγότερο το οφείλω στο ίδιο το γύρισμα και περισσότερο στα υπόλοιπα, της παραγωγής, που τελικά αποδείχτηκαν πιο πολύπλοκα και από την ίδια την Αλάσκα. Δεν έγινα και ειδικός, αλλά νομίζω ότι το σύστημα χρηματοδότησης του ΕΚΚ πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων. Ισως το πρόβλημα ξεκινάει από το γεγονός ότι αγοράζει ένα κομμάτι από τις ταινίες μας, δεν τις επιδοτεί απλώς, όπως γίνεται στο θέατρο. Το κυριότερο, όμως, είναι ότι δεν υπήρχε η βούληση να ξεπεραστούν τα γραφειοκρατικά προβλήματα, που τόσο καθυστέρησαν την ταινία. Ευτυχώς, βοήθησε πολύ ο Τώνης Λυκουρέσης όταν διορίστηκε αντιπρόεδρος του Δ.Σ. Δεν ξέρω, πάντως, μετά από όλα αυτά αν θα ξαναπήγαινα σενάριο στο Κέντρο. Ή μόνος μου θα το γύριζα ή θα έβρισκα ιδιώτη παραγωγό».

 

Διάλεξε, πάντως, το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την πρεμιέρα της ταινίας του. «Ηταν, βέβαια, και το πρώτο μεγάλο φεστιβάλ που μπορούσα να πετύχω», λέει. «Θα μπορούσα, όμως, να περιμένω για κανένα άλλο, ξένο. Δεν το έκανα. Υπάρχει αυτή η μόδα να ξεκινάνε οι ταινίες μας από διοργάνωση που να τους δίνει κύρος. Δεν έχω τέτοια προβλήματα. Αντιθέτως, πιστεύω ότι το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μια χαρά κύρος μάς δίνει. Για μένα είναι το μεγαλύτερο και καλύτερο ελληνικό φεστιβάλ. Πέρα από το γεγονός ότι μου αρέσει πολύ η ιδέα να επιστρέψω στην πόλη και τη διοργάνωση από την οποία ξεκίνησα».

 

info: Το «Forget Me Not» προβάλλεται στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης την Πέμπτη 6/11, στις 6 μ.μ. στο «Ολύμπιον» και την Παρασκευή 7/11, στις 10 μ.μ. στην «Τώνια Μαρκετάκη»

 

[email protected]

 

Scroll to top