ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΙΩΝΗΣ

26/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ενας είναι ο εχτρός»…

Μια αντιφασιστική μαρτυρία του Βασίλη Ρώτα.
      Pin It

Μια αντιφασιστική μαρτυρία του Βασίλη Ρώτα

 

Του Δημήτρη Γκιώνη

 

Ο Βασίλης Ρώτας στα χρόνια της Αντίστασης (φωτογραφία Σπύρου Μελετζή)

Εθνική επέτειος και πάλι εν όψει – 74 χρόνια από τότε, με τον φασισμό που ρήμαξε το σύμπαν, να ξανασηκώνει κεφάλι. Πράγμα που σημαίνει ότι η φετινή επέτειος αποκτά ξεχωριστή σημασία.

 

Στην αναζήτηση για ένα κείμενο των ημερών, στάθηκα σε μια μαρτυρία του Βασίλη Ρώτα (1889-1977): «28 του Οχτώβρη», πρωτοδημοσιευμένη στις 26 Οκτωβρίου 1945 στο περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα», περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Ο αγώνας στα ελληνικά βουνά (Ο Β. Ρώτας στη δεκαετία 1940-1950)», Αθήνα 1982.

 

Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να την φιλοξενήσω στο σύνολό της – διατηρεί ωστόσο ακέραιη την ουσία και τη γλαφυρότητα της γραφής του ποιητή, θεατράνθρωπου, μεταφραστή και αγωνιστή Βασίλη Ρώτα (οι υπότιτλοι δικοί μου):

 

Η σειρήνα

 

«Κατά τη συνήθειά μου να σηκώνομαι νωρίς, είχα βγει χαράματα στην αβλή. Ηρεμα άνοιγα τα μάτια της η ημέρα και κανένα απαίσιο σημάδι δεν προμήναγε τη θύελλα που ερχότανε. Τα μάγουλα της αβγούλας ροδίνιζαν ανάμεσα στα σκορπισμένα σύννεφα που βόσκανε τον ουρανό. Τα κοκόρια λαλούσανε κλαγγόφωνα, το μούγκρισμα του πρώτου τραμ είχε δονήσει τον αέρα της γειτονιάς, κι’ η τονάτη παιδική φωνή πρόσφερε “ζεστά κουλούρια” στον έρημο δρόμο, όταν έξαφνα ένας ήχος, φοβερός και αναπάντεχος συντάραξε την ήρεμη ροή της ζωής. Ούρλιαξε η σειρήνα […]

 

Κλείσαμε πόρτες και παράθυρα να εμποδίσουμε έξω τη σατανική συναυλία που μας τριβέλιζε το μυαλό, κι’ ανοίξαμε το στόμα του διαλαλητή. Αυτό σφυρίζει κλέφτικα κι η εγγαστρίμυθη φωνή του λέει: “Προσοχή, προσοχή…” σύσταση ολότελα περιττή για εκείνη ίσα-ίσα τη στιγμή, που όλη μας η ύπαρξη είχε γίνει χίλια τεντωμένα αφτιά.

 

Ετσι ακούσαμε τη γνωστή μελοδραματική ιστορία για το μεγάλο “Οχι”, που αν και ήτανε τόσο μεγάλο, ωστόσο ξεστομίστηκε με ευκολία. Ετσι μάθαμε, κείνο που με φόβο και τρόμο περιμέναμε από καιρό, πως μπαίναμε κι’ εμείς η Ελλάδα στον πόλεμο […]

 

Τον ξέραμε τον πόλεμο. Οχι από τις εφημερίδες. Τον είχαμε γνωρίσει καλά ζώντας τον από το Δώδεκα και δώθε, όλα αυτά τα δίσεχτα χρόνια, όλους τους οργισμένους μήνες, σε Μακεδονικούς κάμπους και Ηπειρώτικα βουνά, σε Θρακιώτικα ακρογιάλια και σε μεγαλοπολιτείες της Ευρώπης, σε λαγκαδιές νεκροσπαρμένες, σε ποτάμια αιματοβαμμένα, σε χωριά να τα τρώνε οι πυρκαγιές, σε πολιτείες να τις χαλάνε οι μπόμπες, σε έφοδες με τη λόγχη, σε τράφους μάχης, σε κάστρα αντίστασης, σε στρατόπεδα αιχμαλωσίας, σε γιορτάδες νίκης […]

 

Ολα τα γνωρίζαμε κι’ απ΄όσα γνωρίζαμε η φαντασία μας έπλαθε τα όσα φοβερότερα έμελλε να γίνουν.

 

«Απάνω του!»

 

Κι’ όμως. Τη θανατίλα του Αρη του χαλαστή, την εσκέπασε η ζωηρή ελπίδα του αγώνα για λευτεριά. Το σύνθημα όλης της ζωής μας ήταν αισιόδοξο σάλπισμα: Απάνω του! Ενας είναι ο εχτρός. Απάνω του. Και πάλι και πάλι και πάντα: Απάνω του. Εμπρός στον αγώνα!

 

Με τον αγωνιστικό ρυθμό συνταιριασμένο το βήμα βγήκαμε στην πόλη. Ολη η Αθήνα έδειχνε συνεπαρμένη απ’ το ίδιο σύνθημα. Ο λαός δεν εδίστασε ούτε στιγμή να πάρει την απόφασή του και να φωνάξει παρών. Τα σπίτια σήκωσαν σημαίες. Οι κεντρικοί δρόμοι κι’ οι πλατείες πλημμύρισαν από κόσμο ζωηρόν, που τρέχανε, ο καθένας να παρουσιαστεί στη θέση του, και παρατώντας δουλειές και συνήθειες, φίλους και δικούς, ν’ αρματωθεί και να ξεκινήσει, έκαστος εφ’ ω ετάχθη.

 

Μην έχοντας, εγώ απόμαχος πια, θέση στις γραμμές των αρμάτων, αλλά και μη μπορώντας να μείνω έξω από τον αγώνα, αποφάσισα κι’ έβαλα μπρος να οργανώσω ένα από τα δυο: Είτε έναν θίασο για το μέτωπο, είτε μια εφημερίδα για τα μετόπισθεν. Εδωσα κιόλα πρόσκληση να παρουσιαστούνε, όσοι θεατρίνοι δεν είχανε στρατιωτικήν υποχρέωση, στο θέατρο Κυβέλης, να συγκροτήσουμε θίασο για τον πόλεμο […]

 

Το βράδυ αργά γυρίζοντας στο σπίτι μου συνάντησα έναν που κουβάλαγε ένα τσουβάλι καφέ στο σπίτι του. Ηταν ο πρώτος μαυραγορίτης. Δε με θυμάται πια. Είναι μέγας και πολύς. Πολλούς έκανε μεγάλους και τρανούς και τούτος ο πόλεμος. Κι’ ο φασισμός, φασισμός. Αλλά τι, εμείς ένα έχουμε σύνθημα: και τώρα όπως και τότε και πάντα: Απάνω του!»

 

………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

 

Στο πλαίσιο

 

Ετενές αφιέρωμα στον πρόωρα χαμένο συνθέτη Δημήτρη Λάγιο, στον νέο «Μετρονόμο» (τεύχος 53, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2014), το τριμηνιαίο ανθεκτικό ποιοτικό περιοδικό, που εκδίδει η «Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρεία Ελληνικής Μουσικής», όπως αυτοπροσδιορίζεται. Εκδότης – διευθυντής ο Θανάσης Συλιβός και συντάκτες, εκτιμώ, ανάλογες με τις ανάγκες του κάθε τεύχους.

 

«Ο Δημήτρης Λάγιος στα τριανταεννιά του χρόνια πρόλαβε να αφήσει το δικό του μουσικό αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι», διαβάζω στο editorial. «Μελετώντας την εργογραφία του δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις το γεγονός ότι στο διάστημα της σύντομης μουσικής του διαδρομής – μέσα σε μια δεκαετία – δημιούργησε ένα πλούσιο, σε μέγεθος και καλλιτεχνική αξία έργο (δισκογραφημένο και ανέκδοτο)».

 

Ο βίος και το έργο του Λάγιου διαγράφονται διεξοδικά (συνοδευόμενα από φωτογραφίες με την ωραία, την ευγενική μορφή του) από πολλές υπογραφές, συμπεριλαμβανομένων της συζύγου του Πέγκυς και της κόρης του Υακίνθης, που διακονεί τις μουσικές επιλογές του πατέρα της. Γράφει: «Ο Δημήτρης Λάγιος διάλεξε με τη μουσική του να τονίσει τον λόγο των ποιητών. Τον καθόριζε όμως η εσωστρέφεια, η μοναχικότητά του και μια επιθυμία που την ομολογούσε με τη φράση του Λόρδου Βύρωνα: “Θέλω να πολεμήσω, τουλάχιστον με λόγια, και αν ευτυχίσω και με έργα”».

 

Και κάτι καίριο από τον Σταύρο Γ. Καρτσωνάκη, ο οποίος αναφερόμενος στα ανέκδοτα έργα του Λάγιου, ειδικότερα σε ποίηση Ελύτη και Καρυωτάκη, καταλήγει: «Είναι αδιανόητο να κατακλυζόμαστε από ανούσια και περιττή μουσική και τέτοιοι θησαυροί να παραμένουν στο σκοτάδι». Αμποτε.

 

ΚΑΙ… «φάγανε» τον Βασίλη Χριστόπουλο, να «φάνε» και την Αννα Καφέτση.

 

[email protected]

 

 

 

 

Scroll to top