29/10/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Ετσι κάνουν όλες» στην Εθνική Λυρική Σκηνή

Ο Μότσαρτ θέλει κάτι το «παραπάνω»

Η σκηνοθεσία της Ροδούλας Γαϊτάνου ήταν ακονισμένα διανοητική και κινήθηκε αριστοτεχνικά μεταξύ φάρσας και ψυχολογίας. Η μουσική, όμως, διεύθυνση του Μίλτου Λογιάδη δεν είχε την ελαφράδα, την κομψότητα και την αιχμηρότητα που περιμέναμε.
      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Ο Δημήτρης Κασιούμης (Ντον Αλφόνσο), Χάρης Αδριανός (Γκουλιέλμο), Άρτεμις Μπόγρη (Ντοραμπέλλα), Βασιλική Καράγιαννη (Ντεσπίνα/Νοτάριος), Μαρία Μητσοπούλου (Φιορντιλίτζι), Βασίλης Καβάγιας (Φερράντο) Photo: Βασίλης Μαρινάκης

Ο Δημήτρης Κασιούμης (Ντον Αλφόνσο), Χάρης Αδριανός (Γκουλιέλμο), Άρτεμις Μπόγρη (Ντοραμπέλλα), Βασιλική Καράγιαννη (Ντεσπίνα/Νοτάριος), Μαρία Μητσοπούλου (Φιορντιλίτζι), Βασίλης Καβάγιας (Φερράντο)
Photo: Βασίλης Μαρινάκης

Με μια ωραία, καλοκουρδισμένη παραγωγή της όπερας του Μότσαρτ «Ετσι κάνουν όλες» ξεκίνησε τη νέα της καλλιτεχνική περίοδο 2014/15 η Εθνική Λυρική Σκηνή. Η συγκεκριμένη όπερα είχε παρουσιαστεί για τελευταία φορά τον Μάιο του 1996 στο Θέατρο Ολύμπια. Η παραγωγή υλοποιήθηκε με τριπλή διανομή Ελλήνων μονωδών υπό τη διεύθυνση του αρχιμουσικού Μίλτου Λογιάδη. Παρακολουθήσαμε τη δεύτερη διανομή (25/10/2014) αποκομίζοντας καλές εντυπώσεις. Δύο ήσαν τα βασικά, θετικά χαρακτηριστικά της παράστασης: η σκηνοθεσία και το ποιοτικώς ομοιογενές μουσικό ακρόαμα.

 

Η σκηνοθέτρια Ροδούλα Γαϊτάνου μετέφερε τη δράση από το ιδεολογικά κομβικό τέλος του 18ου αιώνα, στα μέσα του 19ου, πλαισιώνοντας έτσι τη διδακτική παγίδευση των τεσσάρων νέων από τον Ντον Αλφόνσο με τελείως διαφορετικά συμφραζόμενα. Για να το πούμε διαφορετικά, μετακίνησε τη διαπραγμάτευση του θέματος από το ξεψύχισμα του μπαρόκ και την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, στα χρόνια της «Κυρίας με τις καμέλιες», της βερντιανής «Τραβιάτας» και των κοινωνικών επαναστάσεων. Τη μεταφορά οπτικοποίησαν δίχως περιθώρια αμφιβολίας τα ωραία κοστούμια εποχής -κυριολεκτικά σαν βγαλμένα από τον «Γατόπαρδο» του Βισκόντι- του Γιώργου Σουγλίδη. Το σκηνικό του ίδιου, ένας κλειστός εσωτερικός χώρος του 19ου αιώνα, περιβαλλόμενος από σκούρες, ξύλινες ραφιέρες στις οποίες εκθέτονταν αξιοπερίεργα αντικείμενα, συμβολοποίησε έξυπνα, αφαιρετικά και ευανάγνωστα τη δράση ως ενεργό πεδίο της επιστημονικά προσανατολισμένης νεωτερικότητας.

 

Η Γαϊτάνου έπλασε έξι χαρακτήρες με σαφείς ψυχολογίες και ταυτότητες. Καθοδήγησε λεπτομερώς τη σκηνική δράση, η οποία κινήθηκε αριστοτεχνικά μεταξύ φάρσας και ψυχολογίας σύμφωνα με το λιμπρέτο του Ντα Πόντε, αλλά και ανάμεσα στις κληρονομημένες θεατρικές συμβάσεις του (που, μοιραία, πρόβαλαν κάπως ξεκρέμαστες στα μέσα του 19ου αιώνα!). Την ακονισμένα διανοητική σκηνοθεσία της συμπλήρωσε η έξυπνα νοηματοδοτημένη κίνηση της χορωδίας και εμπλούτισε –ενίοτε μάλλον υπερβολικά– η εφευρημένη παρουσία του μπαλέτου σε ρόλο υπηρετικού προσωπικού.

 

Χωρίς μουσικά παραπατήματα, αλλά…

 

Σε μουσικό επίπεδο, δίχως τίποτε να ταυτίζεται με αυτό που σε άλλες δυτικές χώρες θα ήταν ένα δεδομένο μοτσάρτειο ακρόαμα, αυτό που ακούσαμε κύλησε γενικώς καλά, ισορροπημένα και, συνεπώς, απολαυστικά. Ωστόσο, καθώς τα χρόνια περνούν και το ελληνικό οπερόφιλο κοινό γνωρίζει περισσότερο τις ιστορικά ενημερωμένες ερμηνείες, καθίσταται όλο και εντονότερη η αίσθηση ότι οι ερμηνείες έργων του 18ου αιώνα παραμένουν ανυποψίαστες από την Ορχήστρα της ΕΛΣ και, πλην ελαχίστων, αυτονόητων εξαιρέσεων, από τους Ελληνες αρχιμουσικούς.

 

Ο Μίλτος Λογιάδης δούλεψε εντατικά και κατόρθωσε να αντλήσει από την Ορχήστρα της ΕΛΣ ένα πολύ καλό ακρόαμα βασικών ποιοτήτων, χαρακτηριζόμενο από εστιασμένο ήχο εγχόρδων, ανεξαιρέτως καλό παίξιμο από τα ξύλινα πνευστά, ωραίες μεταπτώσεις ταχυτήτων, προσεγμένη φραστική, ικανοποιητική παραγραφοποίηση της μουσικής, καλή υποστήριξη των μονωδών. Ταυτόχρονα, αυτή η δίχως παραπατήματα γενική ποιότητα, κατέστησε αισθητή την επιθυμία για το «παραπάνω», που θα ήταν η ελαφράδα του ήχου, η κομψότητα και η ζυγιασμένη αιχμηρότητα της φραστικής, ένας πιο ελαστικός ρυθμικός παλμός κ.λπ. Τελικά, ο Μότσαρτ του ήχησε τοπικά βαρύς και τραχύς, σαν Μπετόβεν, και άλλοτε υπερβολικά ρυθμικά τονισμένος, σαν Ροσίνι˙ όμως, στο πλαίσιο της ελληνικής πραγματικότητας, οφείλουμε κι αυτό να το αναγνωρίσουμε και να το πιστώσουμε ως πρόοδο!

 

Οι «ιδανικές» φωνές, η ζωντανή παράσταση

 

Κάθε μία από τις τρεις διανομές της παραγωγής διέθετε κάποιους ασυζητητί πολύ καλούς και ενδιαφέροντες μονωδούς, γυναίκες ή άνδρες, που είναι αυτονόητο ότι οι πιο «διαβασμένοι» από το οπερόφιλο κοινό της ΕΛΣ θα προτιμούσαν ασυζητητί να απολαύσουν μαζί και όχι ζευγαρωμένους διαφορετικά…

 

Στη δεύτερη διανομή, τα δύο ζευγάρια των νέων εραστών ενσάρκωσαν η Μαρία Μητσοπούλου (Φιορντιλίτζι), η Αρτεμις Μπόγρη (Ντοραμπέλα), ο Χάρης Αδριανός (Γκουλιέλμο) και ο Βασίλης Καβάγιας (Φεράντο). Δίχως η φωνή της να διαθέτει πλέον τη δροσιά και την αβίαστη σβελτάδα που είχαμε θαυμάσει προ δεκαετίας, όταν τραγούδησε τη Σαντρίνα στην «Ψευτοπεριβολάρισσα», η έμπειρη Μητσοπούλου απέδωσε τον δύσκολο ρόλο της με αφειδώλευτη αφιέρωση, προσήλωση και σκηνική ζωντάνια, προσφέροντας τελικά μια μουσικά αξιοπρεπή, σκηνικά πειστική Φιορντιλίτζι. Με σαφώς σκουρότερη, νεανική και φρέσκια φωνή, προσεκτικό τραγούδι και ομοίως θερμό σκηνικό ταμπεραμέντο, η υψίφωνος Αρτεμις Μπόγρη υπήρξε μια πολύ καλή Ντοραμπέλα.

 

Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η συμμετοχή του τενόρου Βασίλη Καβάγια στον ρόλο του Φεράντο. Ο ανερχόμενος Ελληνας τενόρος αξιοποίησε την υγιή, φωτεινή, εύηχη φωνή του σε φροντισμένο μοτσάρτειο τραγούδι, που χαρακτηρίστηκε από ορθοτονία, ωραίο πλάσιμο της φραστικής, ισορροπημένο συναίσθημα. Ο ακμαίος βαρύτονος Χάρης Αδριανός ενσάρκωσε έναν φωνητικά μεστό, καλοτραγουδισμένο Γκουλιέλμο˙ ωστόσο η υπερβολικά μπουφόνικη σκηνική ερμηνεία του μετατόπισε συνολικά τη συμμετοχή του στο πεδίο του κωμικού, διαταράσσοντας ισορροπίες… Τον ρόλο του κυνικού, ηλικιωμένου Ντον Αλφόνσο, τραγούδησε καλά αλλά κάπως άνευρα ο βαθύφωνος Δημήτρης Κασιούμης.

 

Τέλος, τον ρόλο της συνεργού του, ακόμη κυνικότερης και περπατημένης καμαριέρας Ντεσπίνα, ενσάρκωσε με ζυγιασμένα πικάντικο ταμπεραμέντο και λαμπερό τραγούδι η υψίφωνος Βασιλική Καραγιάννη. Συντονισμένα, με σφιχτό, καθαρό ήχο απέδωσε τα σύντομα, συμβατικά περάσματά της η Χορωδία της ΕΛΣ, προετοιμασμένη από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο.

 

Scroll to top