Pin It

Ο Μάνος Ελευθερίου γράφει για τον Μάρκο Βαμβακάρη

 

Στο βιβλίο του «Μαύρα μάτια: ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920», ο ποιητής, στιχουργός και συγγραφέας εστιάζει στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια του μεγάλου συνθέτη στη Σύρο. Φτώχεια, δουλειές σε άθλιες συνθήκες, λαθρεμπόριο και περιθώριο, φόβος για τον χωροφύλακα και θαυμασμός για τους κουτσαβάκηδες. Κι όμως, όπως λέει ο Μάνος Ελευθερίου, τίποτα από τα δραματικά περιστατικά της ζωής του δεν πέρασε στους στίχους του

 

Της Παρής Σπίνου

 

Ακόμη θυμάται ο Μάνος Ελευθερίου την αφισέτα στο πίσω μέρος του Πανεπιστημίου, τον Νοέμβριο του 1971, από τα τελευταία σήματα της επίγειας ζωής του Μάρκου Βαμβακάρη (1905-1972): «Πεδιά μου ελάτε να με ακούσετε στη Μαργό, σε παλεά μου και νέα τραγούδια. Μάρκος Βαμβακάρης».

 

Εξαίσιος ποιητής, στιχουργός, συγγραφέας, αλλά και ακούραστος ερευνητής της σύγχρονης ιστορίας της πατρίδας του, της Σύρου, ο Μάνος Ελευθερίου παραδίδει τώρα ένα οδοιπορικό στα πρώτα 15 χρόνια της ζωής του συμπατριώτη του Mάρκου Βαμβακάρη, φωτίζοντας ιδιαίτερα την περιρρέουσα ατμόσφαιρα στο νησί, στις αρχές του 20ού αιώνα.

 

Το βιβλίο του «Mαύρα μάτια: ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905-1920», που θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο στις 20 Μαρτίου, έχει αφετηρία τη σπαρακτική «Αυτοβιογραφία» του μεγάλου ρεμπέτη, όπως την κατέγραψαν οι Νέαρχος Γεωργιάδης, Αγγελική Καλαμαρά και Αγγελική Βέλλου-Κάιλ (η τελευταία υπογράφει το βιβλίο, εκδόσεις Παπαζήση). Ωστόσο, ο Ελευθερίου συνεχίζει την έρευνά του στις σελίδες των εφημερίδων, στις αστυνομικές διατάξεις, στα δικαστικά έγγραφα και σε άλλα αρχεία -μέχρι και τη ληξιαρχική πράξη γέννησης του Βαμβακάρη παρουσιάζει- θέλοντας να ρίξει φως στη συριανή κοινωνία και την καθημερινή ζωή εκείνου του καιρού.

 

Ετσι, αναδεικνύεται η Σύρος των αντιθέσεων -όχι μόνο ταξικών-, λαμπερή και σκοτεινή ταυτόχρονα, σε μια περίοδο που το κομβικό λιμάνι παρακμάζει, δίνοντας τη σκυτάλη στον Πειραιά. Εκεί άλλωστε θα πλεύσει και ο νεαρός Μάρκος αναζητώντας την τύχη του. Στην έκδοση, που περιλαμβάνει φωτογραφίες, έγγραφα και άλλα ντοκουμέντα, η πηγαία, δημοτική γλώσσα του αυθεντικού ρεμπέτη έρχεται σε αντίστιξη με την καθαρεύουσα των επίσημων κειμένων. Η Ανω Χώρα με τους καθολικούς Φράγκους συνυπάρχει με την Κάτω Χώρα των ορθοδόξων. Από τη μια η ευμάρεια των πλουσίων, από την άλλη οι τεκέδες, τα πορνεία και οι κουτσαβάκηδες. Τα εφοπλιστικά πλοία και οι καρβουνιάρηδες, τα εργοστάσια και η παιδική εργασία… Ολα αυτά που πότισαν την ψυχή του μικρού Μάρκου κι έγιναν μουσική, στίχος, τραγούδι.

 

Ακούσματα και θεάματα

 

«Εγεννήθηκα στη πρωτεύουσα των Κυκλάδων στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου, ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους…». Ετσι δίνει το πρώτο στίγμα του ο Βαμβακάρης στην «Αυτοβιογραφία» του, σε έναν τόπο με πέτρινα σπίτια, στενά δρομάκια και πεζούλες. «Ολη μου η οικογένεια είμαστε καθολικοί, Φραγκοσυριανοί όπως μας λένε. (..) Οι Συριανοί καθεαυτού είναι αυτοί οι Φράγκοι. Οταν ήμουν παιδί στη Σύρα οι ορθόδοξοι ζούσαν στην Κάτω Χώρα, στη θάλασσα κοντά, κι εμείς οι Φράγκοι στην Ανω Σύρα».

 

Οχι τυχαία ο Βαμβακάρης βάζει τα τοπωνύμια της γενέτειράς του στην πολυτραγουδισμένη «Φραγκοσυριανή», ενώ αφιερώνει το τραγούδι «Σαμπαστιά» στην ενορία του Σαν Σαμπαστιά (Αγιος Σεβαστιανός), όπου είχε και τα πρώτα του μουσικά ακούσματα:

 

«Και το «Πάτερ ημών» μισό το ξέρω, όπως και το «Πιστεύω» μισό το ξέρω, όπως και το «Πράξις συντριβής» που έχουμε εμείς οι καθολικοί. Και άλλα πολλά διάφορα. Μέχρι που είχα μάθει να ψέλνω. Δεν θυμάμαι τίποτες τώρα. Στις βραδινές εκκλησίες, στις κουμπιέτες, πηγαίναμε και ψέλναμε τα παιδαρέλια (…) Είχαμε ωραία τροπάρια, καθολικά δηλαδή, όμως δεν μπόρεσα να τα μάθω, δεν πρόκανα να τα μάθω. Εφυγα».

 

Ομως και η πανδαισία ήχων των πανηγυριών, των γάμων, της Αποκριάς, από τις πολυάριθμες μουσικές κομπανίες που ξενυχτούσαν στις λαϊκές γειτονιές, χάιδεψαν τα αυτιά του μικρού Μάρκου. Βέβαια, ο πατέρας του έπαιζε γκάιντα και μπουζούκι κάποιος μπάρμπας του.

 

Η μπάντα του δήμου ανελλιπώς εμφανίζεται κάθε Κυριακή στην κεντρική πλατεία της Ερμούπολης, ωστόσο ο Βαμβακάρης ποτέ δεν πάτησε το πόδι του μέσα στο επιβλητικό θέατρο «Απόλλων», επισημαίνει ο Μ. Ελευθερίου. Αλλωστε, τα «σοβαρά» θεάματα είναι απαγορευμένα για το υπηρετικό προσωπικό. Σπουδαίοι θίασοι περνούν στις αρχές του 20ού αιώνα από το σανίδι του, ιταλικοί με οπερέτες, ελληνικοί με πρόζα (ακόμα και του Δημητρίου Κοτοπούλη με την έφηβη κόρη του Μαρίκα), Γιαπωνέζοι ακροβάτες, Γαλλίδες αοιδοί. Στις λέσχες και στα πλούσια αρχοντικά οι χοροί τις Απόκριες δίνουν και παίρνουν. Οι καθωσπρέπει Συριανοί ντύνονται σαν ήρωες μελοδραμάτων, όπως της Καβαλερία του Μασκάνι, και διασκεδάζουν σε φωτεινές σάλες.

 

«Θέατρα υπήρχανε στη Σύρα αλλά εγώ δεν επήγαινα. Τα ακούγαμε, ερχόντουσαν από δω (την Αθήνα) τα τραγούδια και τα ακούγαμε», αναφέρει ο Βαμβακάρης, που θυμάται και τους δικούς του χορούς: «Τις Απόκριες στη Σύρα εγινόντουσαν τα ζεμπέκια. Μέχρι σαράντα νομάτοι. Διατηρούσαν χοροδιδασκαλείο. Μαθαίναν χασάπικο, σέρβικο, χασαποσέρβικο, ζεμπέκικο».

 

Το ψωμί ψωμάκι

 

Το 1909 πηγαίνει για πρώτη φορά σχολείο. Αγάπησε τα γράμματα, όμως σύντομα τα εγκαταλείπει, όταν το 2012 ο πατέρας του φεύγει για τον πόλεμο και η οικογένεια έρχεται αντιμέτωπη με μεγάλη φτώχεια. «Με παίρνει εμένα η μάνα και πάμε να πιάσουμε δουλειά σ' ένα κλωστήριο, του Δεληγιάννη. Αρχισε τη δουλειά στο βαφείο του κλωστηρίου κι εγώ έκανα πακέτα τα νήματα. Η μάνα μου έπαιρνε τρεισήμισι δραχμές την ημέρα κι εγώ τρεισήμισι δραχμές τη βδομάδα».

 

Στον πόλεμο είπανε το ψωμί ψωμάκι. «Εστω κι ένα δίφραγκο την εβδομάδα ήτανε μεγάλη δουλειά. Είχε το ψωμί τότες 35 λεπτά η οκά. Εδινες 65, 70 λεπτά κι έπαιρνες ένα διπλό ψωμί, διπλό δυο οκάδες. Ηταν φτηνά ψωμιά στρογγυλά, κουλούρες, φραντζόλες, άσπρο ψωμί χάσικο, φτηνό ψωμί, καλό ψωμί. Οταν αρχίνησε και γινότανε πιο ακριβή ζωή, τότες αρχίσανε και βγάλανε το μαύρο το ψωμί».

 

Την ίδια εποχή το εισιτήριο για το υπερώο του «Απόλλωνα», όπου σύχναζε η εργατική τάξη, κόστιζε μόνο 50 λεπτά. Αλλά με τέτοια αγωνία για τον επιούσιο, πώς να μη γράψει αργότερα ο Βαμβακάρης τους στίχους: «Είσαι αφράτη σα φραντζόλα/σαν το χάσικο ψωμί/κι όπως σε κοιτάζει εσένα/τόνε ζώνουν οι καημοί».

 

Με τη μαρτυρία του ο μεγάλος ρεμπέτης κάνει και μια κατάθεση για την παιδική εργασία στη Σύρο εκείνων των χρόνων στα εργοστάσια νηματοποιίας και υφαντουργίας. Ο Ελευθερίου παίρνει αφορμή για να παρουσιάσει μέσα από ντοκουμέντα τις προσπάθειες για την κατάργηση της εκμετάλλευσης των παιδιών, αλλά και την υποκρισία της κοινωνίας. Σύμφωνα με μαρτυρία μιας υπαλλήλου, όταν ο Βενιζέλος επισκέφτηκε ένα από αυτά τα εργοστάσια το 1912, έκρυψαν τις ανήλικες εργάτριες μέσα σε κιβώτια για να μην τις δει. Και οι εφημερίδες, ενώ στηλιτεύουν το φαινόμενο, προτείνουν αμφιλεγόμενα μέτρα, όπως να δημιουργηθεί πολιτοφυλακή που θα συνοδεύει τα ανήλικα κορίτσια μετά το τέλος της δουλειάς στα σπίτια τους.

 

Ο συγγραφέας στέκεται ακόμα στους αγώνες για την ίδρυση της Πανεργατικής Ενώσεως Σύρου και του «ταμιευτηρίου αλληλοβοηθείας και αλληλασφαλείας για τους εργάτες», περιγράφει τα συσσίτια για τους απόρους το 1911, την απεργία των βυρσοδεψών το 1913, που ζητούσαν μεταξύ άλλων να μην καταστρατηγούνται οι αργίες τις Κυριακής, οι νόμοι περί υγιεινής και πληρωμής των ημερομισθίων.

 

Εκείνη την εποχή απεργίες συγκλόνιζαν και τα κλωστοϋφαντουργεία, όπου η σκόνη από το βαμβάκι εισερχόταν στα πνευμόνια των νεαρών εργατών προκαλώντας «φθίση». Μάλιστα, όταν ένας ιδιοκτήτης αντιλήφθηκε ότι το γυναικείο προσωπικό του θα «τεθή με αποφασιστικότητα υπό την Κόκκινην Σημαίαν του Εργατικού Αγώνος», πρόσθεσε στο ημερομίσθιό τους μια πεντάρα «υπό τον όρον όπως μη καταρτίσουν Σωματείο».

 

Το μεγάλο σχολείο του δρόμου

 

Στα συριανά του χρόνια ο Βαμβακάρης πέρασε διά πυρός και σιδήρου. Κουβαλούσε ζαρζαβατικά με το γαϊδουράκι του θείου του τρώγοντας απερίγραπτο ξύλο, δούλεψε καρβουνιάρης κοντά στον πατέρα του «στις καρβουναποθήκες διαφόρων του Παληού, του Εμπειρίκου, αυτών που είχαν καράβια». Στον πόλεμο, το 1915, βοηθούσε τη μητέρα του στο λαθρεμπόριο, όχι όμως χωρίς αντίτιμο. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Εζωνότανε σαν μπλάστρι τη ζάχαρη και το τσιγαρόχαρτο και το κουβαλούσε στην αγορά, στον Πέτσα τον μπακάλη. Από τις πολλές φορές ένας υπενωματάρχης, ο Κιράνης, την έπιασε. Μας κουβαλήσανε τότες στο κρατητήριο… Δεχτήκαμε και πήγαμε και φυλακή κι εμείς τα μωρά μαζί με τη μάνα μας, δεκαπέντε μέρες».

 

Το μεγαλύτερο «σχολείο», όμως, για τον Βαμβακάρη ήταν η δουλειά του εφημεριδοπώλη. Καθώς γυρνούσε στους δρόμους, σε καφενεία, ταβέρνες, καταγώγια, άρχισε να συναναστρέφεται άτομα του περιθωρίου. «Αρχισα να γνωρίζω από κοντά τη ζωή του αλήτη, τον υπόκοσμο, την ατιμία, τη χαρτοπαιξία και όλα τα κακά της μοίρας. Γνώρισα από κοντά όλα τα παρακλάδια του υπόκοσμου, άρχισε να ποτίζει κι εμένα το μικρόβιο της αλήτικης ζωής», αναφέρει στην «Αυτοβιογραφία» του. Κι ας ηθικολογούν οι εφημερίδες που μοιράζει για τους «ανήλικους μόρτηδες» που ξενυχτούν, κλέβουν, επαιτούν και «μορφώνονται ως μέλλοντες λωποδύται».

 

«Ο,τι βρωμοδουλειά εγινότανε στη Σύρα, όλα τα 'βλεπα μπροστά μου, π.χ. κάτι μικροκλοπές, κάτι ζάρια, χαρτιά, κάτι κακόφημοι οίκοι. Εβλεπα τις ελεύθερες γυναίκες στα δημόσια (πορνεία). Μάλλον επέρναγα από κάτω και επειδή επούλαγα εφημερίδες και περιοδικά και με φωνάζαν οι γυναίκες: “έλα βρε απάνω”. Πήγαινα, μου δίναν λεφτά, με χαδέβανε, αλλά εγώ αγρόν ηγόραζα».

 

Πάντα με τον φόβο του χωροφύλακα και των αυστηρών ποινών, αλλά και με θαυμασμό για τους κουτσαβάκηδες: «Ή κουτσαβάκης ή μάγκας ή δερβίσης, όλα αυτά είναι ένα. Με τη διαφορά ότι ανώτερος απ’ όλους είναι ο δερβίσης. Πάντως και τον κουτσαβάκη ο κόσμος των θεωρεί κακό άνθρωπο… Δεν επείραζε κανένα αλλά (όταν τον πείραζες) θα σε χτύπαγε με μαχαίρι… Μαχαίρια κρατούσανε πάντα… Αγαπούσανε τη λαϊκή μουσική…». Κι αυτές οι εικόνες πέρασαν στο τραγούδι του Βαμβακάρη «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», ένα ακόμα ενθύμιο από τη Σύρο των παιδικών και εφηβικών χρόνων του, που αναπόφευκτα τον σημάδεψε και τον διαμόρφωσε.

 

Ο Μάνος για τον Μάρκο

 

«Και οι κουτσαβάκηδες και οι χασισοπότες και οι μόρτηδες και οι κοινές γυναίκες, και ιδίως η μουσική, είτε από το αρμόνιο της καθολικής εκκλησίας είτε από τις λατέρνες, που είχαν κατακλύσει τις συνοικίες της Ερμούπολης, είτε από την μπάντα του δήμου και τις περιφερόμενες μουσικές κομπανίες σε σπίτια και μαγαζιά με ξακουστούς μουσικούς, όλα αυτά προετοιμάζανε ήσυχα και τη μετέπειτα πορεία της ζωής του, και κυρίως ήταν η σπίθα για ν’ ανάψει κάποια στιγμή και να βγει στον αέρα η φωτιά της μουσικής ιδιοφυΐας του Βαμβακάρη.

 

Ως στιχουργός δεν τα κατάφερε τέλεια. Ωστόσο, ακούγοντας τα τραγούδια του, είναι τέτοια η δύναμη της μουσικής, που ξεχνάς τις αδυναμίες των στίχων του. Πράγμα περίεργο όμως, ενώ ιστορεί δραματικά περιστατικά της ζωής του και της ζωής των συγγενών του, εντούτοις τίποτα απ’ αυτά δεν πέρασε στους στίχους του. Το τραγούδι του, για παράδειγμα, για την Κλωστηρού, δεν έχει τίποτα από τις άθλιες συνθήκες όπου δούλευαν εκείνα τα χρόνια οι εργάτριες και από τη δωδεκάωρη ορθοστασία τους μπροστά στα μηχανήματα. Ηξερε και για τις συνθήκες εργασίας των ανθρακεργατών, όπως ο πατέρας του και ο ίδιος, κι όμως και αυτό το θέμα το προσπέρασε στιχουργικά. Ισως όλα αυτά να τα μετάγγισε μόνο στη μουσική του οσάκις γίνεται “λυπητερή”, και να μην είπε ποτέ σε κανέναν, γιατί απλούστατα ο ελληνικός πόνος δεν εξηγείται».

 

[email protected]

 

 

 

 

Scroll to top