16/03/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η ασθένεια… ως «κέρδος»!

      Pin It

Σταύρος Ζουμπουλάκης, «Η αδερφή μου», Εκδόσεις Πόλις, σ. 69

  

Του Αριστοτέλη Σαΐνη 

 

getFile (9)Ωριμο απαύγασμα μιας χρόνιας και οδυνηρής εσωτερικοποίησης είναι η «ιστορία» που διηγείται ο Σταύρος Ζουμπουλάκης στην «Αδερφή μου». Ενα «συγκλονιστικό», βαθιά «εξομολογητικό» και απόλυτα «ανθρώπινο» βιβλίο, που ξαναδίνει σε όλα τα παραπάνω κατηγορήματα τις χαμένες, στις μεταμοντέρνες ψηφιακές μέρες μας, σημασίες τους.

 

Στην αφετηρία, ο ανθρώπινος «πόνος», η μάχη της μονάκριβης αδελφής (Γιούλας Ζουμπουλάκη, 1952-2012), με μια βαριά ασθένεια από τα εφηβικά της χρόνια μέχρι τη στιγμή που, σκοροφαγωμένος αρχάγγελος στους διαδρόμους του Ευαγγελισμού, θα «πεθάνει» πια τον θάνατό της, τίμια και συνειδητά, με το χαμόγελο στα χείλη. Το κείμενο παρακολουθεί τη μετωπική σύγκρουση της ίδιας αλλά και του περιβάλλοντός της με την επιληψία αρχικά, με τον καρκίνο αργότερα, εστιάζοντας κυρίως σε στιγμές κρίσεις, μέχρι και τον θάνατο, που λειτουργεί «καθαρτικά», ως στιγμή ανάφλεξης της αφήγησης… Στην κατάληξη του «πονεμένου» κειμένου μια χαραμάδα ελπίδας, η «ασθένεια ως κέρδος», για να παραφράσω τον Anthony Bloom: «Η αρρώστια, η δική σου και των άλλων, σε οδηγεί να εκτιμάς την αξία των πιο κοινών και καθημερινών πραγμάτων της ζωής και ταυτόχρονα να σχετικοποιείς, χωρίς να μηδενίζεις, τη σημασία άλλων, που θεωρούνται σημαντικά» (σ. 59).

 

Εβδομήντα στοχαστικές σελίδες για τον πόνο και την ασθένεια ως το «κύριο φιλοσοφικό ερώτημα» που θέτει εξακολουθητικά το «ζήτημα του νοήματος της ζωής, του Θεού, της σχέσης με τους άλλους, της ευδαιμονίας, της χαράς» (σ. 59). Καμία μεταφυσική του πόνου, καμία θεολογία της ασθένειας, καμία φαινομενολογία της θνητής υπόστασης, φυσικά, δεν μπορεί να μας εξοικειώσει με την αρρώστια ή τη σκέψη ενός επικείμενου θανάτου. Τίποτε δεν μπορεί να λειτουργήσει εξαγνιστικά, τίποτε δεν συγκρίνεται με την πραγματική πραγματικότητα μιας ζωντανής, υγιούς παρουσίας. Μόνο όσοι «εκλεκτοί» έχουν γνωρίσει εκ των έσω και έχουν συγκρουστεί μετωπικά με την «αρρώστια» μπορεί να καταλάβουν. «Οποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας» (σ. 61), αντιτείνει ο Ζουμπουλάκης στους προύχοντες -εκ του ασφαλούς- μοραλιστές. Ο πόνος είναι αναπόσπαστο συστατικό της ζωής μας ή, μάλλον, η χαρά της ζωής και ο πόνος αξεχώριστα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συνθήκης.«Κάθε ξεχωριστή δυστυχία, όταν μας επισκέπτεται, δείχνει, χωρίς αμφιβολία, να είναι η εξαίρεση· αλλά, γενικά, η δυστυχία είναι ο κανόνας», σημειώνει ο Σοπενάουερ. Από κοντά και ο Σκιαθίτης: «Σαν να ’χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κ' οι καημοί του κόσμου». Πονάμε, άρα υπάρχουμε. Ενα βήμα μόνο μετά το «moribundus», το «προορισμένος να πεθάνει», νοηματοδοτεί οριστικά το «sum», το «είμαι». Το συμπέρασμα, γνωστό στη φιλοσοφική του διατύπωση, αλλά οι δολιχοδρομήσεις του αφηγητή σε φιλοσοφικά μονοπάτια (Καμί, Βέιλ, Λεβινάς) δεν έρχονται εδώ να «καπελώσουν» το κείμενο, αντίθετα μοιάζουν με το ώριμο εσωτερικοποιημένο συμπέρασμα που βγαίνει από το βίωμα: «Οταν, το 1978, θα έρθω σε πρώτη επαφή με το έργο του Λεβινάς, είμαι έτοιμος, με έχει ετοιμάσει η αδελφή μου, να το δεχτώ, να αποδεχτώ ότι δεν υπάρχει αμοιβαιότητα στην ηθική, ότι στην ηθική σχέση είμαι παντοτινά όμηρος του άλλου…» (σ. 62).

 

Στοχαστική νουβέλα ή εξομολογητικό δοκίμιο, ένα αναδρομικά καταγεγραμμένο αποσπασματικό «ημερολόγιο», αποτέλεσμα της διαλεκτικής εκείνης «διεργασίας πένθους» που περιγράφει ο Φρόιντ, ή μια ανάπτυξη της ερωταπόκρισης από το τρίτο βιβλίο της νιτσεϊκής «Χαρούμενης Επιστήμης»: «Τι λέει η συνείδησή σου; – Οφείλεις να γίνεις αυτός που είσαι», κατά το σκοτεινό πινδαρικό «γένοι’ οίος εσσί»; (σ. 29).

 

Με δεδομένη την απουσία ειδολογικού χαρακτηρισμού, αναρωτιέμαι, τι μας εμποδίζει να διαβάσουμε την «Αδελφή μου» ως ένα εξαιρετικά συμπυκνωμένο «Bildungsroman», συντονισμένο στον αυτοβιογραφικό τρόπο; Το κείμενο αποτελεί ένα «μικρό εργαστήρι διαμόρφωσης» του αφηγητή (σ. 29), μια συρραφή διαδοχικών στιγμών «επιφανείας» δομημένων γύρω από ένα μόνο γεγονός «που επηρεάζει, χρωματίζει και σφραγίζει μια ολόκληρη ζωή» (σ. 68): την καυτή παρουσία-απουσία της αδελφής και τη φοβερή ασθένεια που καιροφυλακτεί… Ενα «αυτο-μυθιστόρημα μαθητείας», λοιπόν, που απεικονίζει την «εξελικτική» πορεία ενός «ήρωα», μέσα από μια συγκρουσιακή σχέση, αντινομικού τύπου, με το οικογενειακό και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον. Ολες οι κρίσιμες εμπειρίες του ήρωα-αφηγητή -από τη γνωριμία με τη λογοτεχνία και τα πρώτα εφηβικά ερωτικά σκιρτήματα μέχρι αργότερα τη σχέση με την πολιτική και τη θρησκεία- φωτίζονται από την προσπάθειά του να ισορροπήσει πάνω από την άβυσσο των μεταφυσικών ερωτημάτων «με την ψυχή του, το μυαλό του, τα άντερά του διαρκώς βιδωμένα στον πόνο του» (σ. 26).

 

Ισως γιατί μόνον έτσι να σμιλεύεται αυτή η ανεξίθρησκη συνείδηση (του «αριστερού χριστιανού» κατά τον Σάββα Μιχαήλ) που πατάει στην παράδοση για να αγκαλιάσει κάθε νέα σκέψη, αυτή η πένα που ενδιαφέρεται κριτικά για τα πάντα γύρω της, αυτή, τέλος, η αξιοπρεπής προσωπικότητα του Σταύρου Ζουμπουλάκη, που μας κάνει τη χάρη να μοιράζεται μαζί μας τη «χαμέρπεια» του κόσμου στον οποίο ζούμε. Για πόσους άραγε «διανοούμενους» της σήμερον θα διακινδύνευε να γράψει κανείς την τελευταία φράση, χωρίς να φοβάται ότι γίνεται ύποπτα ή φορτικά μελοδραματικός; Σαν τον ιερομόναχο Διονύσιο που θέλησε να συγκρίνει τον «αριθμό των δικαίων όπου εγνώριζε» με τα πέντε δάχτυλα «στο χέρι το ζερβί», όποιος το τολμήσει, θα βρει γρήγορα ότι «ετούτα επερισσεύανε»…

 

Scroll to top