Η διαδικασία του διαγωνισμού έχει καθυστερήσει και πρέπει να ολοκληρωθεί έως τον Νοέμβριο, οπότε τελειώνουν οι τρίμηνες συμβάσεις απευθείας ανάθεσης, οι οποίες έχουν κριθεί παράνομες από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων
Του Κώστα Ζαφειρόπουλου
Με αργούς ρυθμούς προχωρά η διαδικασία του διαγωνισμού για τον μοριακό έλεγχο του αίματος, συνέπεια της καθυστερημένης προκήρυξής του από το υπουργείο Υγείας (21/06/2013), με αποτέλεσμα να χάνονται χρήματα και ο έλεγχος των δειγμάτων να έχει ανατεθεί έως τον Νοέμβριο στις δύο εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον χώρο, με τρίμηνες συμβάσεις απευθείας ανάθεσης, στοιχείο που έχει κριθεί παράνομο από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων.
Σύμφωνα με πληροφορίες της «Εφ.Συν.», την προηγούμενη Πέμπτη η Επιτροπή Αξιολόγησης εξέδωσε πόρισμα σύμφωνα με το οποίο και οι δύο εταιρείες, η SafebloodBioanalytica και η Roche Diagnostics, πληρούν τις τεχνικές προδιαγραφές συμμετοχής στον διαγωνισμό. Την τελική απόφαση έγκρισης θα δώσει η Επιτροπή Προμηθειών Υγείας ώστε να φτάσει ο διαγωνισμός στο τελικό στάδιο του ηλεκτρονικού πλειστηριασμού των προσφορών, ο οποίος αναμένεται να μειώσει το κόστος έως και 20%. Το υπουργείο τρέχει να προλάβει, μια και το ζητούμενο είναι να ολοκληρωθεί η διαδικασία έως τον Νοέμβριο, όταν λήγουν οι τρίμηνες συμβάσεις. Ενδεχόμενη ένσταση ενδέχεται να καθυστερήσει τη διαδικασία έως και 6 μήνες.
Στον προηγούμενο διαγωνισμό, που είχε διεξαχθεί το 2008 για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σύμφωνα με εμπλεκόμενους σε αυτόν, επετεύχθη μείωση περίπου κατά 30% του αρχικού τιμήματος. Λόγω ευαίσθητου αντικειμένου αλλά και μεγέθους δαπάνης, είχε αποφασιστεί η σύσταση Διακομματικής Επιτροπής της Βουλής για να διεξαγάγει τον διαγωνισμό, υποβοηθούμενη από Συμβουλευτική Επιτροπή Επιστημόνων, που αποτελούνταν από πανεπιστημιακούς αιματολόγους.
Δύο χρόνια διαδικασίας
Οι εργασίες της Διακομματικής Επιτροπής διήρκεσαν περίπου δύο χρόνια (τώρα είχαν μόνο 2 μήνες), η δε όλη διαδικασία ολοκληρώθηκε με τελική διαπραγμάτευση των μελών της Διακομματικής Επιτροπής και της Συμβουλευτικής Επιστημονικής Επιτροπής με τις υποψήφιες εταιρείες. Το τίμημα συμπεριελάμβανε τη μονήρη μοριακή εξέταση του αίματος κατά κεφαλήν (εξέταση κάθε δείγματος ξεχωριστά), την προετοιμασία και του συνοδού εξοπλισμού των Κέντρων Μοριακού Ελέγχου, την εκπαίδευση προσωπικού, τη στελέχωση, τη διακίνηση-μεταφορά του αίματος (η οποία μέχρι τότε πραγματοποιούνταν με ταχυδρομείο, αστικές συγκοινωνίες, λεωφορεία, ταξί!). Η επιτυχία εκείνου του διαγωνισμού, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, έγκειται στο γεγονός ότι συμμαζεύτηκε μια άναρχη κατάσταση (από κόστος 200 ευρώ ανά φιαλίδιο επιτεύχθηκε μια τιμή 40 ευρώ ανά φιαλίδιο) και δημιουργήθηκε αίσθημα ασφάλειας στον κόσμο. Δεν υπήρξε κανένα κρούσμα AIDS από μετάγγιση, ενώ συνολικά αποφεύχθηκε η μετάγγιση περίπου 700 προϊόντων αίματος (ερυθρά αιμοπετάλια, πλάσμα). Την ίδια περίοδο πάντως το κόστος του μοριακού ελέγχου σε άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, ήταν μόλις 9 ευρώ ανά φιάλη.
Ο έλεγχος των δειγμάτων αίματος μπορεί να γίνει είτε σε διαμόρφωση «μοναδιαίου δότη», δηλαδή έλεγχος του κάθε δείγματος χωριστά, είτε σε διαμόρφωση «δεξαμενής αιμοδοτών» (pooling), όπου κάθε δείγμα αίματος γίνεται μέρος ενός μείγματος αιμάτων. Ποιοτικά οι 2 μέθοδοι θεωρούνται ισοδύναμες – οικονομικά αυτή που εφαρμόζεται στην Ελλάδα (κάθε δείγμα ξεχωριστά) είναι ακριβότερη.
Μείωση του κόστους
Οι άνθρωποι της αγοράς σήμερα συμφωνούν πως οι τιμές και εκείνης της περιόδου ήταν υπερβολικές, καθώς κρίνεται υψηλή η καθορισμένη τιμή μεταφοράς ανά φιαλίδιο. Εξάλλου ένας από τους παράγοντες που μειώνουν το κόστος στον καινούργιο διαγωνισμό είναι ότι πλέον δεν απαιτείται κόστος εγκατάστασης εξοπλισμού αφού υπάρχουν τα μηχανήματα (είχαν πραγματοποιηθεί το 2008 σημαντικές εργασίες στο ΑΧΕΠΑ και στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ρίου).
Εκτιμάται, σήμερα, από τις υπηρεσίες ότι ο μοριακός έλεγχος του αίματος, λόγω της συγκεντροποίησης των κέντρων ελέγχου (από 9 θα διεξάγεται σε 4 κέντρα: Eθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας, Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ρίου, Πανεπιστημιακό Κρήτης), θα επιφέρει μείωση της συνολικής δαπάνης κατά 25%. Η καθυστέρηση κατά συνέπεια στον καινούργιο διαγωνισμό, εκτός από την ανασφάλεια που προκαλεί στους πολυμεταγγιζόμενους ασθενείς, συνεπάγεται και οικονομική αιμορραγία για τον κρατικό προϋπολογισμό.