ΧΙΛΗ Με το πραξικόπημα του Πινοτσέτ ξεκίνησε να υλοποιείται η ακραία συνταγή του Μίλτον Φρίντμαν που ακύρωσε τις κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποίησε τα πάντα και δημιούργησε μια κοινωνία τεράστιων ανισοτήτων
Της Κορίνας Βασιλοπούλου
«“Για εμάς ήταν μια επανάσταση” έχει δηλώσει ο Κριστιάν Λαρουλέτ, ένας από τους οικονομικούς συμβούλους του Πινοτσέτ. Πρόκειται για ένα δίκαιο χαρακτηρισμό. Η 11η Σεπτεμβρίου 1973 σηματοδότησε κάτι περισσότερο από το βίαιο τέλος της ειρηνικής σοσιαλιστικής επανάστασης του Αλιέντε: ήταν η αρχή αυτού που το περιοδικό The Economist θα χαρακτήριζε αργότερα “αντεπανάσταση”, η πρώτη συγκεκριμένη νίκη στην εκστρατεία που διεξήγαγε η Σχολή του Σικάγου για να ακυρωθούν οι κατακτήσεις που είχαν επιτευχθεί χάρη στην οικονομική της ανάπτυξης και στον κεϊνσιανισμό».
Το παραπάνω απόσπασμα από το «Δόγμα του Σοκ» της Ναόμι Κλάιν συνοψίζει εύγλωττα το διά ταύτα του πραξικοπήματος του Αουγούστο Πινοτσέτ. Πάνω στα πτώματα χιλιάδων νεκρών, φυλακισμένων και βασανισμένων, πραγματοποιήθηκε το πιο άγριο νεοφιλελεύθερο οικονομικό πείραμα. Την επόμενη κιόλας μέρα του πραξικοπήματος, ο Πινοτσέτ και όλο το επιτελείο του είχαν στα χέρια τους το «Τούβλο», ένα οικονομικό εγχειρίδιο που είχαν επεξεργαστεί αμερικανοσπουδαγμένοι οικονομολόγοι από τη Σχολή του Σικάγου και υποδείκνυε πώς έπρεπε να «αναγεννηθεί» η χώρα με βάση τις συνταγές του Μίλτον Φρίντμαν.
Πολλοί οι μιμητές
Σαράντα χρόνια μετά, μπορεί η δημοκρατία, αν και προβληματική, να έχει επιστρέψει στη Χιλή και ο δικτάτορας να είναι πια νεκρός, όμως η πολιτική του βρήκε θιασώτες σε πολλές άλλες χώρες: από τη Λατινική Αμερική του ’80 ώς τη Βρετανία της Θάτσερ και από τη μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη ώς τη Νότια Ευρώπη -και όχι μόνο- της μεγάλης οικονομικής κρίσης, όπου το «Τούβλο» έχει αντικατασταθεί από το Μνημόνιο.
Η χούντα του Πινοτσέτ χρησιμοποίησε το «Τούβλο» για να διαλύσει το κράτος και να πουλήσει τα πάντα σε ιδιώτες: τις κρατικές επιχειρήσεις, τις υπηρεσίες κοινής ωφελείας, την υγεία, την παιδεία, το συνταξιοδοτικό σύστημα… Οχι όμως και τα ορυχεία χαλκού, τη βασική πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας. Οπως δεν ιδιωτικοποίησε ούτε τους υδάτινους πόρους στο σύνολό τους. Αυτό το ολοκλήρωσαν οι επόμενες κεντροαριστερές κυβερνήσεις μεταξύ 1998 και 2005, οι οποίες δεν διανοήθηκαν να πειράξουν στη βάση του το οικονομικό μοντέλο της χούντας.
Το μοντέλο Φρίντμαν – Πινοτσέτ τα πρώτα χρόνια βούλιαξε τη Χιλή σε τρομακτική ύφεση και φτώχεια: το 1974 ο πληθωρισμός εκτοξεύθηκε 375%, διπλάσιος από την εποχή του Αλιέντε, το κόστος των βασικών αγαθών εκτινάχθηκε στα ύψη, η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 15% και η ανεργία έφτασε στο 20%. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια ώσπου οι πειραματισμοί των μαθητευόμενων μάγων να καταλήξουν σε μια πιο ισορροπημένη, αλλά εξαιρετικά άνιση κοινωνία. «Ο ρόλος του κράτους είναι επικουρικός», ορίζει το Σύνταγμα της χώρας, το οποίο ελάχιστες αλλαγές έχει υποστεί από την περίοδο της χούντας.
Αυτή την κοινωνία εκθείαζαν τη δεκαετία του ’90 -και εξακολουθούν να την εκθειάζουν– το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, τις συνταγές των οποίων ακολούθησε, και τα μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, με πρώτα τα αμερικανικά, ως υπόδειγμα πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας στη Λατινική Αμερική και παράδειγμα προς μίμηση. «Το θαύμα της Χιλής» το αποκαλούσαν. Οπως όμως συμβαίνει συχνά, αλλού το όνειρο κι αλλού το θαύμα, το οποίο αφορά μόνο ολίγους κι εκλεκτούς.
Το κατά κεφαλήν εισόδημά της είναι 12.280 δολάρια και μάλιστα πριν από τρία χρόνια έγινε δεκτή στον ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και την Ανάπτυξη), δείγμα, κατά πολλούς, της οικονομικής της ευρωστίας. Το ποσοστό των φτωχών μειώθηκε από 38,4% που ήταν μετά το τέλος της χούντας στο 14,4% το 2012. Παράλληλα όμως είναι και μία από τις χώρες με την πιο άνιση κατανομή εισοδήματος στον κόσμο και η πρώτη ανάμεσα στις 34 χώρες-μέλη του οργανισμού σε ό,τι αφορά αυτό το κομμάτι. Ο δείκτης Gini, που μετρά την ίση κατανομή εισοδήματος (από 0 για την απόλυτη ισότητα έως 1 για την απόλυτη ανισότητα), για τη Χιλή είναι 0,652, μεγαλύτερος απ’ ό,τι σε γειτονικές χώρες όπως η Αργεντινή (0,641) ή η Βραζιλία (0,519).
Το 76% των Χιλιανών ζουν με λιγότερα από 350 πέσος (περίπου 700 δολάρια τον μήνα), ενώ ο βασικός μισθός δεν ξεπερνά τα 210 πέσος (198 δολάρια). Με αυτά τα χρήματα πρέπει να χρηματοδοτήσουν τη διατροφή τους, την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη και τις σπουδές των παιδιών τους.
Το συνταξιοδοτικό σύστημα ιδιωτικοποιήθηκε το 1980 από τον τότε υπουργό Εργασίας Χοσέ Πινιέρα, ένα από τα παιδιά της Σχολής του Σικάγου. Ο εργαζόμενος είναι υποχρεωμένος να καταθέτει κάθε μήνα το 10% του εισοδήματός του σε ένα συνταξιοδοτικό κεφάλαιο, το οποίο δεν θα μπορεί να αγγίξει πριν από την ηλικία συνταξιοδότησής του, στα 65 για τον άντρα, στα 60 για τη γυναίκα. Η σύνταξη βγαίνει σε συνάρτηση με το εισόδημα. Με βάση όμως τους χαμηλούς μισθούς που παίρνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι, μια μέση σύνταξη υπολογίζεται γύρω στα 292 δολάρια. Πολλοί συνταξιούχοι αναγκάζονται να συνεχίσουν τη δουλειά προκειμένου να επιβιώσουν. Το 2008, επί προεδρίας Μισέλ Μπασελέ, θεσπίστηκε βασική σύνταξη αλληλεγγύης στα 160 δολάρια για όσους δεν μπόρεσαν να εργαστούν κανονικά. Οι μόνοι που εξαιρέθηκαν από το σύστημα της ιδιωτικής σύνταξης ήταν οι στρατιωτικοί. Ο Πινοτσέτ μπορεί να ήταν φασίστας και δολοφόνος, δεν ήταν όμως βλαξ…
Η χούντα δημιούργησε Υγεία δύο ταχυτήτων. Περιέκοψε τις δαπάνες για τη δημόσια υγεία (2% του ΑΕΠ το 1987, 3,5% σήμερα), αλλά δεν έφτασε στο σημείο να την καταργήσει. Δημιούργησε ένα παράλληλο ιδιωτικό ταμείο ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, το οποίο προσφέρει κάλυψη α λα καρτ. Οι εργαζόμενοι υποχρεούνται να καταβάλλουν το 7% του μισθού τους για την περίθαλψή τους, μπορούν ωστόσο να επιλέξουν ανάμεσα στο δημόσιο ή το ιδιωτικό ταμείο. Το 80% των Χιλιανών, πάντως, στρέφεται –αναγκαστικά– στη δημόσια υγεία.
Η παιδεία αποτελεί το μεγάλο αγκάθι στη σημερινή Χιλή. Είναι το πρόβλημα που έβγαλε στους δρόμους τη νεολαία, αρχικά το 2006 επί κυβέρνησης της σοσιαλίστριας Μισέλ Μπατσελέτ και τα δύο τελευταία χρόνια με την κυβέρνηση του δεξιού Σεμπαστιάν Πινιέρα. «Δωρεάν και ποιοτική παιδεία για όλους» διεκδικούν οι φοιτητές, οι οποίοι διαδήλωναν για πολλοστή φορά λίγες μέρες πριν από την επέτειο του πραξικοπήματος, απαιτώντας να γκρεμιστεί το εξάμβλωμα που έστησε ο Πινοτσέτ.
Ιδιώτες και στην Παιδεία
Ο δικτάτορας περιέκοψε δραστικά τις δαπάνες για τη δημόσια παιδεία. Αντ’ αυτού, προσέφερε κουπόνια για ιδιωτικά σχολεία, καθιέρωσε επιδοτούμενα ιδιωτικά και μετέφερε την αρμοδιότητα της χρηματοδότησης των δημόσιων σχολείων στους δήμους, με αποτέλεσμα τα περισσότερα να φυτοζωούν. Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οι γονείς αναγκάζονται να καλύψουν το 22% της χρηματοδότησης των σχολείων. Η δε τριτοβάθμια εκπαίδευση αποτελεί προνόμιο για λίγους, καθώς η φοίτηση δεν είναι δωρεάν ούτε στα δημόσια πανεπιστήμια. Οι φοιτητές από τα μεσαία και χαμηλά στρώματα αναγκάζονται να πάρουν φοιτητικά δάνεια με επιτόκιο 6% (πρόσφατα η κυβέρνηση Πινιέρα υποσχέθηκε να το ρίξει στο 2%), τα οποία θα ξεπληρώνουν μια ζωή αυτοί και οι οικογένειές τους.
«Basta ya!». Φτάνει πια, φωνάζουν σε έναν πρόεδρο που δηλώνει ότι η Παιδεία αποτελεί «καταναλωτικό αγαθό» οι μαθητές και οι φοιτητές της Χιλής, οι οποίοι δεν γνώρισαν τη χούντα. Δύο μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές, που ίσως ξαναφέρουν στην κυβέρνηση τη Μισέλ Μπασελέ, το κοινωνικό μέτωπο είναι σε αναβρασμό: φοιτητικές κινητοποιήσεις, διαδηλώσεις για την επανακρατικοποίηση του νερού, απεργίες των εργατών στα ορυχεία χαλκού… «Θα συνεχίσουμε τις κινητοποιήσεις γιατί αυτή η επέτειος των 40 χρόνων δεν θα είναι μόνο για συγχώρεση και συμφιλίωση, όπως το ήθελε η πολιτική τάξη», λέει η Ισαμπέλ Σαλγάδο, εκπρόσωπος της Συντονιστικής Συνέλευσης Μαθητών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ACES). «Αυτή η συγγνώμη δεν χρησιμεύει σε τίποτα όσο θα υπάρχει μια ιδιωτικοποιημένη Παιδεία». Η μακρινή Χιλή μάς δείχνει εικόνες από το δικό μας μέλλον. Ή μήπως παρόν;