Pin It

Του Γιώργου Σταματόπουλου

 

Στα χρόνια του Μνημονίου (τι έκφραση, αλήθεια) ο Σεπτέμβρης έχει χάσει κάθε τι το ζείδωρον που προσέφερε στους αλαφιασμένους καλοκαιρόπληκτους. Την περισυλλογή λ.χ., την προετοιμασία για τον χειμώνα, τον (ανα)στοχασμό, την εαυτοσκόπηση, τη γλυκιά μελαγχολία της εργασιακής καθημερινότητας.

 

Μας κλέψαν την ικανότητα να βρισκόμαστε εντός των εποχών, εντός του χρόνου και της αύρας τους. Αλλά στον ορεινό όγκο της χώρας «δεν μασάνε» κάτι τέτοια. Σκάει ο φλοιός στα καρύδια και τα αμύγδαλα όταν πρέπει να γίνει η συγκομιδή τους, τα σταφύλια ανεβάζουν τον γράδο στους κατάλληλους βαθμούς (εάν ο γράδος δείξει πάνω από 12 αρχίζει ο τρύγος και ας βρέξει· μια εβδομάδα την αντέχουν τα κλήματα και οι καρποί), τα μήλα ωριμάζουν, αλλά πρέπει να διαθέτει κανείς γερή οδοντοστοιχία για να τα απολαύσει· άλλως προτιμά τα αχλαδόμηλα. Στο πρωτοβρόχι σκάνε μύτη τα σαλιγκάρια, αλλά καταλήγουν να τσιτσιρίζουν μαζί με χόρτα και φρέσκια ντομάτα στις κατσαρόλες πολλών σπιτιών.

 

Σύκα υπάρχουν ακόμη, φυσικά και σκανδαλιάρικα, διαλαλούν τη γονιμότητα και τη γεύση βεβαίως. Η βροχή προετοιμάζει τη σπορά του Νοέμβρη, ερωτική κι αυτή στην επαφή της με το χώμα, όπως το ήθελε ο Ευριπίδης. Στα μεγάλα υψόμετρα ο Σεπτέμβρης παραμένει γήινος, ειλικρινής με το εσωτερικό του φορτίο, ειδικά μετά το σούρουπο όταν ενδύεται χρώματα υπέροχα, του κόκκινου αποχρώσεις, αλλά και με μπλε και κίτρινους ιριδισμούς. Αναστατώνει τα πλάσματα, άλογα και έλλογα, πετάει αδέσποτες σπίθες συγκίνησης και ευρωστίας· τα τελευταία πανηγύρια στέλνουν ήχους από βιολιά και κλαρίνα στην απλοσύνη των κάμπων, δοξάζουν την εγερσιακή παράδοση, τη μήτρα τού σήμερα, τη χαρά της μνήμης (το εγερσίθυμον άμα τε και εγερσίνοον πλαγκτόν της). Κάπως έτσι παρεισφρέει η μουσική στον λόγο, στην κίνηση, στο συναίσθημα.

 

Τον Σεπτέμβρη ξέρουν να τον απολαμβάνουν ελάχιστοι συνταξιούχοι. Μ' ένα μπαστουνάκι και πήραν μία περιπατούν ολόγυρα στα χωριά, βαθιά μέσα στους κάμπους΄ εισπνέουν λαίμαργα κι εκπνέουν βραδέως, αγναντεύοντας όχι το μνήμα, αλλά τη γλυκιά αίσθηση της ξεκούρασης, του χρόνου που τους απομένει. Διότι οι νέοι τώρα δουλεύουν σκληρά: στα σταφύλια και τις ντομάτες (τα περιβολικά). Βουίζει ο τόπος από τον θόρυβο των αλυσοπρίονων (πού να βρεθεί πλέον πετρέλαιο, για το καλοριφέρ καλέ!). Ιτιές υποκύπτουν στις όχθες των ποταμιών, μηλιές εκπεσμένες, αμυγδαλιές που κλαδεύονται, κάποια έλατα που αρρώστησαν, πεύκα, πουρνάρια.

 

Ο ερχομός του σκοταδιού δεν τα καλύπτει όλα, τουλάχιστον όχι πριν από μια γερή οινοποσία που μαλακώνει τους μυς και αναπαύει τη σκέψη. Χαμόγελα άφθονα, πικρά, ίσως, αλλά δεν πάνε στο διάολο μνημόνια και χρυσές αυγές… Δεν θα μας τρελάνουν (έλα, που τους έχουν, όμως, τρελάνει και όλους μας).

 

Ναι, αλλά όταν πιάνουν «εφτά αχρωμάτιστα», ξεσπούν σε άγρια χαρά· νιώθουν επικυρίαρχοι. (Τι σου είναι το χαρτοπαίγνιον, ειδικώς όταν δεν υπάρχουν άλλες διέξοδοι…).

 

Ο ορίζοντας μεγαλώνει· δεν χωρεί επ' αυτού συζήτηση. Ανοίγει, απλώνεται, υψούται εις ουρανούς, γίνεται το άπειρο, το χάος. Και να που, αργά, επηρεασμένοι από τη φλόγα του οίνου, αρχίζουμε να ψελλίζουμε και κάτι περίεργα φιλοσοφήματα, άλλος ειρωνευόμενος και γελώντας, άλλος ακούοντας με προσοχή και συνοφρυούμενος. Γεροί ξενύχτηδες, παρά τη σκληρή δουλειά που απαιτεί να βρίσκονται χαράματα στα κτήματα. Εκεί αυτοί. Ρουφάνε και την τελευταία ρανίδα συνύπαρξης και συμμετοχής στη χαρά αυτής της συνύπαρξης. Θα τα ξαναπούμε όταν αρχίζει να βράζει ο μούστος. Υπάρχει λίγο σώσμα ακόμη.

 

[email protected]

 

Scroll to top