Του Κωνσταντίνου Τσίμα
«Κινδυνεύει η Δημοκρατία!» κραυγάζουν από τη μια, «Μαχαιριά στην καρδιά της Δημοκρατίας!» θρηνούν από την άλλη. Κι οι ξένοι, ευκαιρίας δοθείσης, υπερθεματίζουν: «Η Δημοκρατία πέθανε στον τόπο που γεννήθηκε!»
Υπερβολές. Δεν αρκεί να έχουμε τη Δημοκρατία στην καρδιά μας, πρέπει εξίσου να την έχουμε και στο μυαλό μας. Προϋπόθεση, απαραίτητη, να είναι το μυαλό μας στη θέση του. Χωρίς θερμοκέφαλες αντιδράσεις. Αυτό που χρειάζεται είναι ψυχραιμία και αντίσταση στις άλογες κραυγές που απλά μας εξομοιώνουν με τους θύτες και το σκεπτικό τους, αυτό του αίματος. Είναι δύσκολο. Δύσκολο γιατί η καρδιά πονάει, αγανακτεί, βροντοκοπάει. Δύσκολο γιατί μας βομβαρδίζουν το μυαλό τρομολάγνοι, δήθεν ειδικοί αναλυτές, τηλεαστέρες-μούφες και ασυνείδητοι πολιτικοί φαφλατάδες. Παίζουν με τη φρίκη και τον πόνο του απλού πολίτη, ποντάρουν στον Φόβο, υποκινούν υστερίες. Από τη σύγχυση κερδισμένος σίγουρα δεν είναι ο απλός πολίτης.
Μα έχουμε την Ιστορία στο πλευρό μας. Κανένας άνθρωπος δεν γεννιέται ναζιστής. Αν καταλήγει να στηρίζει τέτοιες ιδεολογίες, ψάχνουμε στη στρεβλή εκπαίδευση, τον κοινωνικό περίγυρο, τις οικονομικές συνθήκες, τις σπασμένες αντιστάσεις. Κυρίως το τελευταίο, αφού τελικά υποτάσσεται στον Φόβο, σ’ έναν δακτυλοδεικτούμενο φόβο: του ξένου, του μετανάστη, του αντίπαλου, του εχθρού –που θα του πάρει τη δουλειά, το σπίτι, την πατρίδα, τα ιερά και όσια. Εχει ξανασυμβεί, έχει μελετηθεί, έχει εξηγηθεί. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία να μη γνωρίζουμε τι ακριβώς παίζεται και πώς αντιμετωπίζεται.
Η άνοδος των χιτλερικών στη Βαϊμάρη του Μεσοπολέμου κραυγάζει: η οικονομική εξαθλίωση, ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού παράγουν άτομα φοβισμένα, απελπισμένα, χωρίς στηρίγματα. Μέσα στην τρομακτικά ανασφαλή μοναξιά τους δελεάζονται από τη σκοτεινή λάμψη της μαζικής δύναμης του ολοκληρωτισμού. Το σύστημα που τους έχει στύψει και αποβάλει, τους κάνει δώρο, άβουλα και ανόητα πιόνια, στα δίχτυα των επιτήδειων με τα παχιά λόγια. Και, σαν νεοφώτιστοι, είναι συνήθως οι πιο φανατικοί, επικίνδυνα υποχείρια των αρχηγών με τις γραβάτες και τους μπράβους. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σαν κι εμάς, αδέλφια μας. Χρέος μας είναι να προλάβουμε να τους αγκαλιάσουμε προτού τους ρουφήξουν εντελώς τα ζόμπι του νεοναζισμού.