Της Αννας Δαμιανίδη
Κάθισα αναπαυτικά να δω μια ταινία απ' αυτές που ανέβασε η Φίνος Φιλμ στο youtube. Διάλεξα το «Μια τρελή, τρελή οικογένεια», δεν την είχα ξαναδεί. Είναι αυτή που η Μαίρη Αρώνη κάνει την «Πάστα Φλώρα» κι έχει διώξει τον άντρα της, αλλά δεν καταλαβαίνουμε γιατί. Είναι τρελή, είναι επιπόλαιη, είναι εγωίστρια, είναι κακομαθημένη και πλούσια. Τι της χρειάζεται για να στρώσει; Ενα χαστούκι.
Καταφτάνει λοιπόν ο Αλεξανδράκης ως γαμπρός και προσπαθεί να πείσει τον Παπαγιαννόπουλο ότι το γιατρικό που θα φέρει την ευτυχία είναι το χαστούκι στη σύζυγο. Ο ίδιος αναλαμβάνει να σωφρονίσει τη μικρή κόρη, που την κάνει η Κατερίνα Γώγου, τραβώντας της το αυτί άμα τη εμφανίσει, μόνο και μόνο επειδή χορεύει ακούγοντας μοντέρνα μουσική. Βάζει τις φωνές και στη γυναίκα του, απειλεί και την υπηρέτρια, κι όλα στο τέλος τακτοποιούνται διότι ο Παπαγιαννόπουλος, που κάνει τον σύζυγο, το δίνει το χαστούκι. Και μόλις το τρώει η Αρώνη, χαϊδεύει το μάγουλό της πανευτυχής. Ενα χαστούκι ήθελε η γυναίκα, κι αυτός ο τύπος τη βασάνισε είκοσι χρόνια για να της το δώσει!
Δεν μπόρεσα ούτε να χαμογελάσω μ' αυτή την ασυνάρτητη ταινία. Στο «Ξύλο βγήκε απ' τον Παράδεισο» τουλάχιστον χαμογελάς. Μα τόσο δημοφιλής ήταν η βία στην οικογένεια στη δεκαετία του ’60; Δεν είναι να απορείς με την εξέλιξη του σινεμά, που δρέπει τώρα δάφνες αποκαλύπτοντας βία στην οικογένεια με εντελώς διαφορετικό τρόπο, όπως στον «Κυνόδοντα» και στο «Miss Violence».
Υπάρχει μια ασάφεια ως προς τη στάση μας απέναντι στη βία, είτε στην οικογένεια, είτε στον δρόμο, είτε στην πολιτική. Σαν να μην έχουμε πειστεί απολύτως ότι είναι απαράδεκτη, διστάζουμε, φιλοσοφικά, να την καταδικάσουμε απολύτως, να φρίξουμε, να μη συζητήσουμε λέξη γύρω από την απαξία της.
Μήπως χρειάζεται καμιά φορά; Κάνα χαστούκι στο σπίτι, καμιά σφαλιάρα στο σχολείο, καμιά κρεμάλα στην πλατεία θα έκανε καλό, ακούς συχνά να λέγεται χωρίς δισταγμό από ανθρώπους που ίσως δεν πόνεσαν ποτέ, δεν φοβήθηκαν ποτέ, δεν έτρεξαν ποτέ μόνοι, ανυπεράσπιστοι, να ξεφύγουν από κάποια δυνατότερη απειλή. Ή το έχουν ξεχάσει. Ή το έχουν απωθήσει και το προβάλλουν ως απαραίτητο, θεσμικά μάλιστα, η πολιτεία να το κάνει, το κράτος, το υπάρχον ή το επαναστατικό, αυτό που θα εγκαθιδρύσουν οι ίδιοι, ξορκίζοντας την αδυναμία τους. Κι όπως δέχονταν οι γυναίκες της ταινίας εκείνης το ξύλο με ελαφρύ χαριτωμένο σούφρωμα, ή με αληθινή ανακούφιση, έτσι ανεχόμαστε την καθημερινότητα της επιβολής του ισχυροτέρου, σαν να μην έχουμε πόλη, να μην έχουμε νόμους, να μη δικαιούμαστε την παραμικρή πολιτική συνείδηση, τη στοιχειώδη φροντίδα στα κοινά μας αγαθά. Σαν να μην έχουμε καταλάβει εδώ ποτέ ότι οι άνθρωποι κάποια στιγμή άφησαν τα ρόπαλα κι αποφάσισαν να γεράσουν ήρεμα, συμφωνώντας σε βασικές υποχωρήσεις συμβίωσης. Σαν να μην μπορούμε να το δεχτούμε, επειδή συμβαίνει να είμαστε πάντα νέοι, πάντα ωραίοι και ρωμαλέοι και πάντα θέλουμε να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια. Ενώ συμβαίνει να θέλουμε να κρύψουμε το ανυπεράσπιστο φοβισμένο παιδί που έχει κυνηγηθεί και πονέσει.
Και δεν πρέπει να το κρύβουμε καθόλου. Αυτό το παιδί είναι το μέτρο του πολιτισμού μας, της προόδου και των αλλαγών. Εντός μας, κι εκτός μας, κι επί τα αυτά, για να το πούμε κι αρχαία.