Pin It

ΓΕΡΜΑΝΙΑ Τοπικές κάλπες-πρόκριμα για τις εθνικές στήνονται στις 20 Γενάρη, με τους Σοσιαλδημοκράτες να ψάχνουν το θαύμα ποντάροντας στην υποχώρηση των κυβερνητικών εταίρων της Μέρκελ

 

Της Ελλης Πάνου

 

Κανείς δεν αμφιβάλλει για τη σταθερή πρωτιά της και τη μεγάλη δημοφιλία της. Πρωτιά κατέχει και το κόμμα της στις δημοσκοπήσεις, αλλά μια χρονιά εκλογών, κρίσης κι εσωκομματικών έριδων, η Ανγκελα Μέρκελ μπορεί να δει το μερίδιό της στην εξουσία να ψαλιδίζεται.

 

Οι κάλπες στην Κάτω Σαξονία, στις 20 Ιανουαρίου, θα είναι ίσως η πρώτη ένδειξη. Πριν από 15 χρόνια, το 1998, σχολιάζει το Reuters, η σαφής νίκη του Σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ στο κρατίδιο αυτό έδωσε στο κόμμα του την ώθηση που χρειαζόταν για να κερδίσει στη συνέχεια και την καγκελαρία, εκτοπίζοντας, έπειτα από 16 χρόνια διακυβέρνησης, τον Χέλμουτ Κολ και τους Χριστιανοδημοκράτες (CDU). Οι Σοσιαλδημοκράτες ελπίζουν να επαναλάβουν αυτό το θαύμα τώρα στην Κάτω Σαξονία, οκτώ μήνες πριν από τις εθνικές εκλογές.

 

Εκεί που ποντάρουν μάλλον, δεν είναι τόσο στην αύξηση των δικών τους ποσοστών όσο στη μείωση της δύναμης των κυβερνητικών εταίρων της Μέρκελ, των Φιλελευθέρων (FDP), το οποίο, σπαρασσόμενο από έριδες, κάνει απέλπιδες προσπάθειες να δείξει ενωμένο.

 

Σχεδόν όλες οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δίνουν στο FDP κάτι λιγότερο από το 5% -που είναι το όριο εισόδου τους στη Βουλή- κινδυνεύοντας να μην έχουν ενεργό παρουσία στην πολιτική ζωή της χώρας για πρώτη φορά από την ίδρυσή τους, το 1948.

 

Ο ηγέτης του κόμματος, ο 39χρονος Φίλιπ Ρέσλερ, βλέπει τώρα την καρέκλα του να πριονίζεται, καθώς η πλειοψηφία των οπαδών των Φιλελευθέρων, σύμφωνα με μετρήσεις, του χρεώνει την «παρακμή» του κόμματος και βλέπει την ελπίδα για ανάκαμψη, στο πρόσωπο του 67χρονου πρώην υπουργού Οικονομίας, Ράινερ Μπρίντερλε.

 

Οσο όμως φλερτάρουν με την αποτυχία στις δημοσκοπήσεις οι Φιλελεύθεροι τόσο φλερτάρουν και οι Σοσιαλδημοκράτες. Η εκστρατεία τους ξεκίνησε άσχημα τον Οκτώβριο και από τότε ο υποψήφιός τους Πέερ Στάινμπρουκ πέφτει από γκάφα σε γκάφα. «Δοκιμάζει τα νεύρα του κόμματός του», έγραψε πρόσφατα γι' αυτόν το Der Spiegel, υποστηρίζοντας ότι η αριστερή πτέρυγα του κόμματος προσπαθεί όσο μπορεί να τον «περιορίσει», ευλεπιστώντας, εν τω μεταξύ, σε ένα καλό αποτέλεσμα στην Κάτω Σαξονία.

 

Οι Σοσιαλδημοκράτες πιστεύουν ότι μια νίκη εκεί, αφ' ενός θα κάνει τους Γερμανούς να αναρωτηθούν εάν πρέπει να πουν «ναι» τον Σεπτέμβριο σε μια τρίτη θητεία της Μέρκελ κι αφ' ετέρου μπορεί να δώσει στη συμμαχία τους με τους Πράσινους την πλειοψηφία στην Ανω Βουλή και επομένως τη δυνατότητα να δυσκολέψουν τη ζωή για την καγκελάριο, μπλοκάροντας τις νομοθετικές της πρωτοβουλίες.

 

Ακόμα κι έτσι όμως, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι δεν θα καταφέρουν να επαναλάβουν τον άθλο του Σρέντερ και να αποσπάσουν, με τους Πράσινους, πλειοψηφία τον Σεπτέμβριο, αφού όπως λέει ο Μάνφρεντ Γκέλνερ, επικεφαλής της εταιρείας μετρήσεων Forsa, «το 1998 ο κόσμος ήθελε αλλαγή, έχοντας κουραστεί ύστερα από 16 χρόνια διακυβέρνησης Κολ, θεωρώντας πλέον τους Χριστιανοδημοκράτες ανίκανους να συνεχίσουν».

 

Ετσι, απομένει το τελευταίο σενάριο του «μεγάλου συνασπισμού», να μοιραστούν δηλαδή την εξουσία με τη Μέρκελ, περιοριζόμενοι στον δεύτερο ρόλο.

 

Το μέλλον, σε κάθε περίπτωση, θα εξαρτηθεί από την οικονομία και από το πόσο γεμάτη ή άδεια είναι η τσέπη των ψηφοφόρων. Παρά την εξαγωγική δύναμη της Γερμανίας, η Bundesbank προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα είναι μόνο 0,4% φέτος, η αγορά εργασίας εκτιμάται ότι θα μείνει στάσιμη, ενώ όπως σημειώνει η Guardian, τα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι η χώρα σήμερα είναι φτωχότερη απ' ό,τι άλλα μέλη της Ε.Ε., το 1998.

 

Για τους περισσότερους Γερμανούς οι πραγματικοί μισθοί και οι συνθήκες διαβίωσης παραμένουν στάσιμες επί 20 χρόνια, ενώ το κάποτε αξιοζήλευτο κοινωνικό δίχτυ προστασίας και το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας έχουν αρχίσει και διαλύονται. Και τα ποσοστά της ανέχειας αυξάνονται.

 

Σε εθνικό επίπεδο, πάνω από το 15% των Γερμανών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και στις 15 μεγαλύτερες πόλεις – το ποσοστό αυτό έφτασε το 2011 το 19,6%. Αντίθετα, τα κέρδη των στελεχών στις μεγάλες επιχειρήσεις έχουν πολλαπλασιαστεί, με αποτέλεσμα- σημειώνει η Guardian- η Γερμανία από πολλές απόψεις να έχει εξελιχθεί σε μια χώρα χαμηλού εργατικού κόστους και μεγάλων ανισοτήτων.

 

 

 

 

Scroll to top