Η δημοσιολογούσα συγγραφέας που συμμετέχει και στη «διακήρυξη των 58» χρησιμοποιεί την τέχνη της πρόκλησης σε κάθε ευκαιρία, φτάνοντας να καταλογίσει στην «κακή Αριστερά» τα… δεινά που βιώνει ο τόπος μας μετά τη Μεταπολίτευση
→Στην περίπτωση της Σώτης Τριανταφύλλου η υπεροψία, η αλαζονεία και ο σνομπισμός ενώνονται με τον ναρκισσισμό ενός «κακού παιδιού» που επέστρεψε ως «άσωτος» στη θαλπωρή της αστικής συμβατικότητας
Του Τάσου Τσακίρογλου
Με «γαλλικά και πιάνο», αύρα κοσμοπολιτισμού, από αριστερή οικογένεια, πολυγραφότατη και wanna be «ροκ σταρ» της αντισυμβατικής δημοσιολογίας, η Σώτη Τριανταφύλλου περιλαμβάνεται στους «58» που υπέγραψαν το κείμενο για «Μια Δημοκρατική Προοδευτική Παράταξη». Δηλαδή ακόμη μία προσπάθεια να μετουσιωθεί η φιλοδοξία κάποιων προσώπων, πρώην σοσιαλδημοκρατών και νυν (νεο)φιλελεύθερων «μεταρρυθμιστών», σε υπαρκτή πολιτική δύναμη, η οποία θα πάρει τη χώρα από το χέρι και θα την οδηγήσει στις φωτεινές λεωφόρους του «εκσυγχρονισμού», βγάζοντάς την από την υπανάπτυξη και τη σημερινή παρακμή.
Η κυρία Τριανταφύλλου, η οποία κατά τεκμήριο κατέχει την «τέχνη της πρόκλησης» και κατανοεί τη σημασία τού να είναι κανείς… υπεύθυνος, φαίνεται να γνωρίζει καλά εκείνους που ευθύνονται για τη δραματική κατάσταση της ελληνικής κοινωνίας και δεν διστάζει να τους δείχνει δημοσίως με το δάχτυλο: είναι «ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που πρόσκεινται σ’ αυτά τα κόμματα, τα οποία πιστεύουν ότι “το χειρότερο είναι το καλύτερο”, εφόσον μέσω της κοινωνικής διάλυσης μπορούν να αναδειχθούν στην εξουσία».
Αντισυμβατικότητα
Σε μια χώρα όπου «ο καθείς είναι ό,τι δηλώσει», μια συνηθισμένη μανιέρα αποτελεί το να ενδύεται κάποιος την τήβεννο του «αντισυμβατικού», κάτι που του δίνει το προνόμιο να παρουσιάζει τα πλέον κοινά στερεότυπα, τις πλέον τετριμμένες πολιτικές ή κοινωνικές προκαταλήψεις, ακόμα και τους λεκτικούς τραμπουκισμούς (π.χ. Θ. Πάγκαλος) ως αντισυμβατική συμπεριφορά. Βέβαια, στην πραγματικότητα το μόνο που πιστώνεται σ’ αυτά τα πρόσωπα είναι το θάρρος να λένε φωναχτά όσα οι κυρίαρχοι συρμοί σκέψης και μόδας επιβάλλουν, αλλά απλώς εφαρμόζονται σιωπηρά στην καθημερινότητα. Εδώ φυσικά δεν έχουμε να κάνουμε με κανενός είδους αντισυμβατικότητα, αλλά για ένα φαινόμενο που θα το ονομάζαμε «κομφορμιστικό αντικομφορμισμό». Αντίφαση εν τοις όροις, θα έλεγαν οι φιλόσοφοι. Τι γίνεται, όμως, όταν οι δήθεν «σκληρές αλήθειες» που εκστομίζονται από τα πρόσωπα αυτά δεν είναι παρά οι κυρίαρχοι προπαγανδιστικοί μύθοι που εκφράζουν τις πιο βαθιές συστημικές ανάγκες;
Η Σώτη Τριανταφύλλου ανήκει ακριβώς σ’ αυτό το είδος. Για του λόγου το αληθές, ας ρίξουμε μια ματιά σε ορισμένες από τις «αλήθειες» της, οι οποίες έχουν τον χαρακτήρα εμμονής, αφού έρχονται και επανέρχονται στα γραπτά της (δεν καταπιάνομαι με το λογοτεχνικό της έργο) ξανά και ξανά.
Η καλή συγγραφέας ως βασικό ερμηνευτικό καμβά θεωρεί την κυριαρχία της Αριστεράς στη Μεταπολίτευση, η οποία είναι πηγή περίπου όλων των δεινών. «Τα κοινοβουλευτικά κόμματα, μετά το 1974 τουλάχιστον, δεν κατάφεραν να αντιτάξουν πολιτικό λόγο στην επέλαση της αριστερίστικης προπαγάνδας» γράφει, ενώ αλλού αναφέρει ότι «η περίοδος από το 1974 διέπεται από τον μιζεραμπιλιστικό λόγο της Αριστεράς, στον οποίο προστέθηκε ο μύθος περί αριστερής αυτοθυσίας που εμπλούτισε την αριστερή αγιογραφία». Ετσι, η κυρία Τριανταφύλλου προσχωρεί στη θεωρία των Βορίδη-Κρανιδιώτη-Σαμαρά και, τελικά, της Χρυσής Αυγής, ότι η Δεξιά πρέπει να πάρει την ιδεολογική (και όχι μόνο) ρεβάνς.
Στο πνεύμα της θεωρίας των «αριστερών μύθων», η δημοσιολογούσα συγγραφεύς ζητεί την κατάργηση του εορτασμού της επετείου του Πολυτεχνείου, για να πάψει «η τυραννική παρουσία της Αριστεράς που, μέσω των επετείων, υπενθυμίζει τον ηρωισμό και την πρωτοπορία της στους “αγώνες του λαού”», ενώ αναρωτιέται ποιο το νόημα να καταλήγει η πορεία στην αμερικανική πρεσβεία.
Παράλληλα, γίνεται πρέσβειρα της θεωρίας των δύο άκρων και με ένα «εμβριθές» άρθρο υπό τον τίτλο «Περί θεωρίας του πετάλου», κατηγορεί την Αριστερά για εξτρεμισμό και υποστηρίζει ότι «η άκρα αριστερά (κομμουνιστική και αναρχοειδής) ευθύνεται για την επανεμφάνιση της άκρας δεξιάς και των νεοναζιστικών ομάδων». Μια στο καρφί και μια στο πέταλο! Τι παραπάνω να πει ο Γ. Καρατζαφέρης, ο οποίος μιλά για «τάγματα εφόδου των Εξαρχείων από τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ»;
Ποιες άλλες «πρωτότυπες» ιδέες αναμασά η κυρία Τριανταφύλλου; Ας δούμε το σχόλιό της για την απεργία στην ΕΡΤ: «Η κήρυξη απεργίας είναι ένα αυτόματο αντανακλαστικό» που οφείλεται στο «στείρο πνεύμα του συνδικαλισμού» και «έχει νόημα μόνο στον ιδιωτικό τομέα, ενώ στερείται κάθε νοήματος όταν απευθύνεται στον κρατικό μηχανισμό».
Ρατσισμός από την ανάποδη
Οσο για τον ρατσισμό; Εν μέρει οφείλεται στην «ξενοφιλία», όπως λέει, της Αριστεράς, μέσω της οποίας εκφράζεται «πατερναλισμός και αίσθημα ανωτερότητας προς τις εξωτικές φυλές, τις οποίες στην πραγματικότητα [η Αριστερά] θεωρεί κατώτερες και ανίκανες να αναλάβουν την ευθύνη των πράξεών τους». Αρα, μιλάμε για ένα ρατσισμό από την ανάποδη. Παρόμοιο επιχείρημα χρησιμοποιεί η Χρυσή Αυγή, μιλώντας για ρατσισμό της Αριστεράς σε βάρος των Ελλήνων.
Και στο οικονομικό διά ταύτα; Μαλώνει την Αριστερά διότι δεν κατανοεί ότι «το χρέος της Ελλάδας πρέπει να εξοφληθεί και ότι δεν μπορεί κανείς να καθυβρίζει τους δανειστές του», αλλά και διότι «δεν αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων». Εδώ η κυρία Τριανταφύλλου συναντά τον πολιτικό ρεαλισμό του Αντώνη Σαμαρά και του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Τι άλλο καταλογίζει στους (αριστερούς) πολιτικούς της αντιπάλους; Καλεί τη ΔΗΜΑΡ «να μην απορροφηθεί από την ψυχοπαθή και άξεστη Αριστερά», η οποία χρησιμοποιεί «ορολογία ημιαναλφάβητου μούτσου» και επιδεικνύει «ένα είδος γλωσσικού φασισμού: υπερβολές, ύβρεις, πομπώδεις εκφράσεις, τουρκικές και μαλλιαρές λέξεις». Και, όπως λέει με φρίκη, «χρειάστηκε ν’ ανοίξω το λεξικό για δυο-τρεις απ’ αυτές». Εδώ, πλέον, η υπεροψία, η αλαζονεία και ο σνομπισμός ενώνονται στην απόλυτη χορογραφία με το ναρκισσισμό ενός «κακού παιδιού» που επέστρεψε ως «άσωτος» στη θαλπωρή της αστικής συμβατικότητας.