lissaridis0511

05/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Η Ελλάδα ήθελε να σώσει τις κυπριακές τράπεζες, αλλά την εμπόδισαν…»

Ο Βάσος Λυσσαρίδης, ο «μεγάλος αντιφατικός» της Κύπρου, μιλάει για το τέλος του χωρίς φόβο, αλλά προειδοποιεί: «Θα είμαι εδώ». Ακόμα σκορπά τις πολιτικές του σκέψεις με τον ίδιο στόμφο.
      Pin It

Bάσσος ΛυσαρίδηςΟ Βάσος Λυσσαρίδης, ο «μεγάλος αντιφατικός» της Κύπρου, μιλάει για το τέλος του χωρίς φόβο, αλλά προειδοποιεί: «Θα είμαι εδώ»

 

«Αν ήμουν εγώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας και έρχονταν σε μένα αυτά τα παιδαρέλια της τρόικας λέγοντάς μου τι να κάνω, θα τους απαντούσα δείχνοντάς τους το μεσαίο μου δάχτυλο!

 

«Δηλαδή, ένας άνθρωπος, η Κύπρος, πήγε αιμορραγώντας σε νοσοκομείο κι αυτοί, επειδή έχουν ανάγκη από αίμα για την τράπεζα αίματος, αντί να του το δώσουν για να επιζήσει, του πήραν από το δικό του ελάχιστο πια αίμα, για να πεθάνει!

 

Αποστολή στη Λευκωσία, Του Χρήστου Μιχαηλίδη

 

Το σπίτι του, κρατικό, σ’ ένα δρομάκι πίσω από το Προεδρικό της Λευκωσίας, πλάι σ’ ένα μικρό γιοφύρι, στον ποταμό Πεδιαίο, που τώρα είναι ξερός αλλά τον χειμώνα γίνεται χείμαρρος, «κι είναι φορές που ακούω το κελάρυσμά του και νομίζω πως είμαι σε πέλαγο».

 

Είναι η γνώριμη, μπάσα, άλλοτε δυναμική, άλλοτε ποιητική φωνή, με το χαρακτηριστικά στρογγυλεμένα «ρο», το τραβηγμένο «ωμέγα» και τα πλούσια «δύο σίγμα», που μόνο έτσι μπορεί να προφέρονται σωστά ο «έρωτας», ο «αγώνας» και η «θάλασσα».

 

Η φωνή του Βάσου Λυσσαρίδη. Του επίτιμου προέδρου της ΕΔΕΚ. Το προηγούμενο βράδυ, στο Προγραμματικό-Καταστατικό Συνέδριο του κόμματος στη Λευκωσία, καθήλωσε πάλι ακροατήριο εκατοντάδων «συναγωνιστών» και τους έφερε κόμπο στον λαιμό και δάκρυα στα μάτια, καταλήγοντας:

 

«Μικρός, μακρόν έζησα βίον. Γι’ αυτό και μακρηγόρησα. Θα τελευτήσω δηλώνοντας παρών, γιατί απουσίες από τον αγώνα δεν δικαιολογούνται. Θα ‘μαι μαζί σας και μετά το τέλος».

 

Είναι 93 ετών. Μόλις 1 χρόνο μικρότερος από τον μακροβιότερο σήμερα πολιτικό ηγέτη της Κύπρου, Γλαύκο Κληρίδη, ο οποίος δυστυχώς δεν εκφράζει πια δημοσίως τις σκέψεις του…

 

Ο Βάσος Λυσσαρίδης ακόμα σκορπά τις πολιτικές του σκέψεις με τον ίδιο στόμφο που μετά την τουρκική εισβολή φώναζε «κάθε σπίτι και εστία αντίστασης, κάθε πατριώτης και στρατιώτης».

 

Σήμερα έχει κι άλλον αντίπαλο. «Αν ήμουν εγώ Πρόεδρος της Δημοκρατίας και έρχονταν σε μένα αυτά τα παιδαρέλια της τρόικας λέγοντάς μου τι να κάνω, θα τους απαντούσα δείχνοντάς τους το μεσαίο μου δάχτυλο»!

 

Οπως και τότε, έτσι και τώρα, πολλοί τον αποκαλούν «επαναστάτη εξ αποστάσεως». Και θεωρούν ότι αυτή ακριβώς η φλογερή ρητορική του, τέχνη που κατείχε και χειριζόταν άριστα και ο ομογάλακτός του Ανδρέας Παπανδρέου, τρόμαζε ανέκαθεν τον συντηρητικό Κύπριο πολίτη και για τούτο το κόμμα του ποτέ δεν κέρδισε εκλογικά ποσοστά που να το βγάλουν από τη «μικρή κατηγορία».

 

Λέει πράγματα που «ακούγονται ωραία». Η γλώσσα του είναι εργαλείο μαγικό. Πότε πλάθει αγγέλους, πότε δαίμονες. Το πολιτικό του οπλοστάσιο ακόμα τροφοδοτείται από την ακαθόριστη και ασυνάρτητη ιδεοληψία που γέννησαν τα πάλαι ποτέ απελευθερωτικά κινήματα της Αφρικής και του αραβικού κόσμου.

 

Σήμερα, όμως, που οι εποχές είναι επίπεδες και ολωσδιόλου παραδομένες σε άλλου είδους εξουσίες, και μόνο που είναι ζωντανή και ακούγεται αυτή η φωνή είναι κέρδος απροσμέτρητο.

 

«Αυτήν τη στιγμή διανύουμε ένα αρνητικό βήμα της παγκόσμιας οικονομίας, τη χρηματοκρατία! Η οποία κάποτε, θυμηθείτε με, θα θίξει και τις μεγάλες χώρες. Και προβλέπω ότι θα υπάρξουν τότε εντονότερα φαινόμενα έκρηξης».

 

Αν το ’74 καλούσε τον κόσμο να κάνει τα σπίτια του μέτωπα αντίστασης κατά των Τούρκων εισβολέων, τι άραγε προτείνει σήμερα, ιδίως σε μια χώρα που οι πολίτες ούτε στους δρόμους βγαίνουν εύκολα, ούτε και από πνεύμα αγωνιστικό φαίνεται να διακατέχονται;

 

«Δεν ξέρω», λέει σιγανά. Τον πονά πολύ αυτό το σημείο. Πριν από μερικά χρόνια μου ‘λεγε πόσο τον ενοχλεί που οι φοιτητές στα πανεπιστήμια της Κύπρου δεν είχαν βγει ούτε μία φορά στους δρόμους «να διαμαρτυρηθούν για κάτι βρε αδερφέ».

 

Εγώ, προερχόμενος πάλι από χώρα όπου πολλές φορές συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή βγαίνουν στους δρόμους και χωρίς αιτία, γελούσα πικρά.

 

«Πιστεύω ότι η επίδραση του κόσμου επάνω στις αποφάσεις που λαμβάνονται για αυτόν πρέπει να είναι δυναμική και δραματική. Κι ένας πολιτικός, καλός ή κακός, δεν μπορεί να αγνοεί τη συνεχιζόμενη λαϊκή κατακραυγή».

 

Τον κοιτάζω. Τον παρατηρώ. Τα χρόνια του φαίνονται, αλλά τον γλυκαίνουν. Βυθισμένος σε μια παλιά μπερζέρα, κουστουμαρισμένος, σ’ ένα μικρό σαλονάκι που μοιάζει να δημιουργήθηκε γύρω απ’ αυτόν.

 

Η δημοτικότητά του είναι συζητήσιμη, αλλά πια δεν τον νοιάζει. Συμβιβασμένος πλέον με το αξίωμά του, αλλά και εκτεθειμένος από αυτό, ο Βάσος Λυσσαρίδης μοιάζει με υπέροχη μάζα αντιφάσεων. Παρών, και όμως αποστασιοποιημένος. Καλομαθημένος, και συνάμα στερημένος. Κάποτε ένας ριζοσπάστης πολιτικός στον κολοφώνα ενός αρτηριοσκληρωτικού πολιτικού κατεστημένου, περικυκλωμένος πάντοτε από πολλούς ανθρώπους, αλλά συχνά απελπιστικά μόνος.

 

Η κουβέντα μας για την οικονομική κρίση, για το πώς φτάσαμε ώς εδώ, «κι εσείς στην Ελλάδα κι εμείς στην Κύπρο», συνεχίζεται στο μεσημεριανό τραπέζι. Πιάτα από φίνα πορσελάνη. Τραπεζομάντιλο κεντημένο από γυναίκες της γενέτειράς του, τα Λεύκαρα, χωριό φημισμένο σ’ όλο τον κόσμο για αυτά τα μεταξωτά αριστουργήματα. Φαγητό, κουνέλι με πατάτες στον φούρνο, μακαρόνια με κρέας βραστό, φρέσκια, τρυφερή σαλάτα.

 

Μαζί μας, η Αμερικανίδα γυναίκα του Μπάρμπαρα, και ο γ.γ. της ΕΔΕΚ, Δημήτρης Παπαδάκης, το πνευματικό του παιδί. Η Βαρβάρα, όπως τη λέει ο ίδιος, του μιλάει αμερικάνικα. Εκείνος, κυπριακά. Και μόνο να τους ακούς, είναι απόλαυση. Ενας φίλος τους γκαρδιακός μού έλεγε κάποτε: «Επρεπε να τους δεις να χορεύουν κιόλας. Νόμιζες πως έκαναν έρωτα»!

 

Εκείνη συνεχίζει να μιλάει και να τον ρωτάει «τι να φορέσω απόψε;» που θα πήγαιναν σε εκδήλωση ενός σωματείου της ΕΔΕΚ, όπου θα τιμούσαν τον άνδρα της. «Σε καφενείο θα πάμε», της λέει εκείνος. «Να ντυθείς σαν πριγκίπισσα». Και αμέσως, σηκώνεται από την καρέκλα του, της σερβίρει φαγητό στο πιάτο και το βάζει μπροστά της λέγοντας «έλα, φάε τώρα καλή μου».

 

Μου είναι αδύνατον να απεγκλωβιστώ από αυτήν την εικόνα και τα λόγια, ακόμα κι αν ο «γιατρός» έχει επιστρέψει με αργά βήματα στη θέση του και έχει επαναφέρει τη συζήτηση στην αποκαρδιωτική κατάσταση που βιώνουν σήμερα οι Ελληνοκύπριοι.

 

Οι Ευρωπαίοι, λέει, ήξεραν ότι κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο σημαίνει συρρίκνωση ενός βασικού πυλώνα της οικονομίας. Κι όμως το έκαναν, διότι πίστευαν ότι μόνο αυτή ήταν η λύση.

 

«Πώς θα θεράπευες, όμως, κάτι που ήξερες ότι θα οδηγούσε την οικονομία σε χρεοκοπία, την αγορά σε νέκρωση, την κοινωνία σε απόγνωση;», εξανίσταται. «Δηλαδή, ένας άνθρωπος, η Κύπρος, πήγε αιμορραγώντας σε νοσοκομείο, και αυτοί, επειδή έχουν ανάγκη από αίμα για την τράπεζα αίματος, αντί να του το δώσουν για να επιζήσει, του πήραν από το δικό του ελάχιστο πια αίμα, για να πεθάνει!».

 

Πιστεύει πως αν εμείς επιμέναμε ότι «αυτό που ζητάτε, κύριοι, είναι παράλογο και παράνομο και συγκρούεται με το κοινοτικό δίκαιο», δεν θα τολμούσαν να προχωρήσουν σε τόσο σκληρά, τιμωρητικά μέτρα.

 

Παρατηρώ: «Μα και στο Κυπριακό φωνάζετε τόσα χρόνια τώρα ότι έχουμε να κάνουμε με μια κραυγαλέα παρανομία των Τούρκων, που εισέβαλαν στο νησί και ακόμα κατέχουν το μισό. Προφανώς, άλλη η δική σας αίσθηση της παρανομίας με εκείνην της διεθνούς κοινότητας…».

 

Σιωπά. Η πάγια θέση του είναι ότι ένας αληθινός επαναστάτης δεν πρέπει να σταματά ποτέ να υπενθυμίζει μια παρανομία. «Εγώ δεν θα κουραστώ ποτέ να γίνομαι κουραστικός», λέει.

 

Τις μέρες που η Κύπρος σύρθηκε απροετοίμαστη και πελαγωμένη στο Eurogroup του περασμένου Μαρτίου και ενέδωσε στο πρωτοφανές κούρεμα των καταθέσεων, ο Βάσος Λυσσαρίδης αποκαλύπτει στην «Εφημερίδα των Συντακτών» ότι επικοινώνησε ο ίδιος με 3 ανώτατους πολιτειακούς παράγοντες στην Ελλάδα (μας ανέφερε τα ονόματά τους αλλά παρακάλεσε να μη δημοσιευτούν, διότι δεν έχει την έγκρισή τους να το κάνει) προκειμένου η Κύπρος να αποκτήσει μιαν άμεση ρευστότητα και να μην γκρεμιστεί ολότελα το τραπεζικό της σύστημα.

 

Αναφέρεται στο αστείο, όπως λέει, τίμημα των «μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων» με τα οποία πουλήθηκαν τα παραρτήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα. Αυτό το θέμα είναι ακόμα πολύ ακανθώδες στην Κύπρο. Σχεδόν καθημερινά διαβάζεις στα ΜΜΕ σχόλια πολιτών που λένε «πάλι μας πούλησαν οι Καλαμαράδες», εννοώντας εμάς τους Ελληνες, και κυρίως ότι δεν υπερασπιστήκαμε την Κύπρο στο κρίσιμο Eurogroup του Μαρτίου, αλλά και ότι «φάγατε τα παραρτήματά μας τσάμπα».

 

«Ξαναλέω: Δεν θέλω να μιλήσω με ονόματα, θα το κάνω μόνο με την άδειά τους. Μου είπαν: Ναι, θα δώσουμε 3-4 δισ. Δεν είμαι σίγουρος ότι ισχύει αυτό που λένε στην Κύπρο ότι ο Σαμαράς κοίταξε μόνο το δικό του σπίτι και άδειασε την Κύπρο στο Eurogroup και στο θέμα της πώλησης των κυπριακών τραπεζών. Δεν έχω αυτήν την αίσθηση. Η δική μας κυβέρνηση, όμως, τι έκανε; Γιατί δεν διεκδίκησε; Η ποιος, εν πάση περιπτώσει, εμπόδισε να γίνει αυτή η συμφωνία;».

 

Μια απάντηση που κυκλοφορεί στα πολιτικά στέκια της Λευκωσίας, εννοείται off the record, είναι ότι «τους απαγόρευσαν οι άλλοι, από το Eurogroup, να δώσουν αυτά τα λεφτά για την αγορά των κυπριακών τραπεζών».

 

«Η Ελλάδα είχε μαξιλάρι να δώσει, αλλά οι Γερμανοί τούς είπαν καθίστε στ’ αυγά σας. Γιατί; Μα, για να επιβάλουν αυτά που ήθελαν. Κούρεμα. Να φύγουν οι Ρώσοι. Σκληρά μέτρα. Απόλυτο έλεγχο της οικονομίας και μέσω αυτής και των πολιτικών εξελίξεων».

 

Ο Βάσος Λυσσαρίδης ακούει, αλλά δεν σχολιάζει αυτό το σενάριο. Λέει μόνο τούτο:

 

«Η Ευρώπη της συνοχής έχει πια πεθάνει. Αν δεν στραφεί στην πραγματική αλληλεγγύη στον οικονομικά ασθενέστερο Νότο για να τον στηρίξει, αντί να εκμεταλλεύεται τις αδυναμίες του, δεν βλέπω να έχει μέλλον».

 

Μέσα σε όλα αυτά, διαφαίνεται ολοκάθαρα ότι η έξοδος της Κύπρου από την οικονομική κρίση θα περάσει οπωσδήποτε από ταυτόχρονη λύση του Κυπριακού, αλλά και συνεκμετάλλευση του υποθαλάσσιου φυσικού της πλούτου. Εμείς για όλα ζητάμε «να εφαρμοστεί το ευρωπαϊκό κεκτημένο».

 

Αναρωτιέμαι μεγαλόφωνα: «Ας υποθέσουμε ότι μας πουν “εντάξει”. Πώς θα τους εμπιστευτούμε όταν αυτό το κεκτημένο που έχουμε ως χώρα-μέλος της Ε.Ε. μας το κατάργησαν οι ίδιοι με το κούρεμα και το μπλοκάρισμα, μόνο για την Κύπρο, της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων;»

 

«Μα γι’ αυτό σας είπα στην αρχή ότι αυτό που έγινε με το κούρεμα δεν ήταν μόνο παράλογο, αλλά και παράνομο. Ομως, το κόλπο τους είναι ότι υποχρέωσαν την κυβέρνηση να πάρει τυπικά την απόφαση και στη συνέχεια μας είπαν και πώς να την εφαρμόσουμε!».

 

Πολλοί φοβούνται στην Κύπρο ότι κάπως έτσι θα «λύσουν» και το Κυπριακό…

 

Φοβούνται επίσης ότι «μια κουτσή Ελλάδα» δεν είναι πια γερό στήριγμα. Ο «γιατρός» απαντά πάλι ρητορικά:

 

«Ο ελληνικός λαός ήταν ανέκαθεν και είναι ακόμα παθιασμένος για την Κύπρο. Δεν μιλάω για ορισμένους νεοκύπριους εδώ, νεοέλληνες εκεί, που τα βλέπουν όλα μ’ άλλο φακό. Ας μη μας δίνουν όμως αυτοί μαθήματα διεθνισμού. Διότι εγώ λέω ότι ο διεθνισμός περνάει από τον πατριωτισμό. Αν δεν είσαι πατριώτης, δεν μπορείς να είσαι διεθνιστής. Αν δεν αγαπάς το σπίτι σου, δεν μπορείς να αγαπήσεις το σπίτι των άλλων». Ακούω ξανά τον παλιό Λυσσαρίδη. Τον φλογερό και παθιασμένο. Που προσφέρει χύμα τις ιδέες και αγωνίες του.

 

Το ίδιο απλόχερα μοιράζεται και τις πιο ενδόμυχες σκέψεις του. Τον ρωτώ για τον θάνατο και μου λέει «το ’χω τακτοποιήσει». Πώς;

 

«Σ’ ένα ποίημά μου λέω ότι η αιωνιότητα υπάρχει. Είμαστε αιώνιοι, ομαδικά. Πεθαίνουμε, γινόμαστε σκουλήκια, γινόμαστε χόρτα, δεν ξέρω τι άλλο γινόμαστε, αλλά δεν χάνουμε την ύλη μας. Αυτό που ήμασταν. Ξεφεύγουμε, όμως, και γινόμαστε κακοί όταν βλέπουμε τα πράγματα με τον ατομικό φακό. Με την ατομική μας ιδιότητα. Κι όταν δεν τη βρούμε, τότε θέλουμε παραδείσους, θέλουμε κολάσεις, οτιδήποτε για να βρούμε την ατομική, πλέον, επιβίωση υπό μορφή αιωνιότητας».

 

Χαιρετηθήκαμε με τα ίδια, όπως πάντα, λόγια: «Εις το επανιδείν».

 

Scroll to top