Shell, BP, Morgan Stanley και άλλοι κολοσσοί φέρονται ότι «έστηναν» τις τιμές προς ίδιον όφελος για περισσότερα από δέκα χρόνια
Του Μπάμπη Μιχάλη
Ομαδική μήνυση για χειραγώγηση της τιμής του πετρελαίου μπρεντ υπέβαλαν εναντίον κορυφαίων πετρελαϊκών εταιρειών του πλανήτη, εταιρειών εμπορίας ενέργειας και της Morgan Stanley, τέσσερις βετεράνοι traders στις ΗΠΑ.
Σύμφωνα με χθεσινό δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg, πετρελαϊκοί κολοσσοί όπως η BP, η Royal Dutch Shell και η κρατική νορβηγική Statoil κατηγορούνται ότι σε συνεργασία με τις εταιρείες εμπορίας ενέργειας Vitol Group, Trafigura Beheer, Phibro Trading και την αμερικανική τράπεζα Morgan Stanley χειραγωγούσαν για περισσότερο από μία δεκαετία την τιμή του μπρεντ, υποβάλλοντας εσφαλμένες πληροφορίες στην Platts, την εταιρεία που ανακοινώνει τις τιμές αναφοράς ή δείκτες για τη φυσική αγορά του μπρεντ. Το μπρεντ χρησιμοποιείται για την αποτίμηση των 2/3 περίπου της ποσότητας του αργού πετρελαίου που γίνεται καθημερινά αντικείμενο συναλλαγής στον πλανήτη.
Την αγωγή κατέθεσαν σε ομοσπονδιακό δικαστήριο των ΗΠΑ 4 από τους μεγαλύτερους και πιο έμπειρους traders των προθεσμιακών συμβολαίων μπρεντ της αμερικανικής αγοράς. Mεταξύ αυτών περιλαμβάνεται μάλιστα και ο πρώην διευθυντής του Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων της Νέας Υόρκης (Nymex).
Οι ενάγοντες τονίζουν ότι εξαιτίας της «μηχανής» που είχαν στήσει BP, Shell και «τ’ άλλα παιδιά» στην ιδιαίτερα αδιαφανή αγορά, υποχρεώθηκαν ουκ ολίγες φορές να καταβάλουν «τεχνητά διαμορφωμένες και μη ανταγωνιστικές τιμές» για τα προθεσμιακά συμβόλαια του μπρεντ.
Παραπλανητικές συναλλαγές
Υποστηρίζουν ότι οι εναγόμενοι επωφελήθηκαν από τη μεθοδολογία που ακολουθεί η Platts για τη διαμόρφωση των τιμών αναφοράς, που ήταν όπως λένε εύκολο να χειραγωγηθεί εύκολα από παίκτες της αγοράς οι οποίοι πραγματοποιούν σκόπιμα λανθασμένες, ανακριβείς ή παραπλανητικές συναλλαγές.
Σύμφωνα με τη μήνυση, τουλάχιστον από το 2002 η Shell και η ΒΡ είχαν από μόνες τους την απαραίτητη ισχύ για να χειραγωγήσουν τις τάσεις των τιμών στην αγορά. Η ισχύς αυτή μετασχηματίστηκε σε «αθέμιτη» όταν άρχισαν να δρουν μαζί με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. Μεταξύ άλλων οι εναγόμενοι καταγγέλλονται και για το πώς χειραγώγησαν τον Φεβρουάριο του 2011 τις συναλλαγές του Forties – ενός εκ των 4 τύπων αργού πετρελαίου που καθορίζουν την τιμή αναφοράς του Dated Brent, το οποίο αντιπροσωπεύει την τιμή των φυσικών φορτίων που προορίζονται για παράδοση στην αγορά spot. Την περίοδο εκείνη, η τιμή του μπρεντ κυμαινόταν περί τα 20 δολάρια ανά βαρέλι. Η Shell φέρεται να πούλησε φορτία αργού προκειμένου να διατηρηθεί η τιμή του Forties «τεχνητά χαμηλή». H Morgan Stanley ήταν ο μοναδικός αγοραστής ενός ή 4 τέτοιων φορτίων, συνολικού όγκου 2,4 εκατ. βαρελιών. Η μεταβίβαση αυτή έγινε στις 21 Φεβρουαρίου του 2011 και όπως υποστηρίζουν οι ενάγοντες ήταν προσυμφωνημένη προκειμένου να διαμορφώσει και την τιμή του Dated Brent χαμηλότερα. Στις 24 Φεβρουαρίου η Shell πούλησε δύο φορτία Forties ή περίπου 1,2 εκατ. βαρέλια αργού στη χαμηλότερη τιμή, η οποία ακολουθούσε τη διαδικασία αποτίμησης της Platts. Ηταν κατά περίπου ένα δολάριο το βαρέλι χαμηλότερη σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη συναλλαγή που βασιζόταν σε αποτίμηση εκτός συστήματος Platts. Η Shell όχι μόνο δεν έχασε από την πτώση της τιμής του Forties αλλά αντιθέτως έχοντας μεγάλες θέσεις short στις αγορές παραγωγών –ποντάροντας δηλαδή στην πτώση των τιμών τους– «κέρδισε τα μαλλιοκέφαλά της».
Οι κατηγορούμενοι φέρονται να χειραγώγησαν την αγορά και τον Σεπτέμβριο του 2012. Χρησιμοποιώντας μια σειρά από παραπλανητικές συναλλαγές επηρέασαν προς όφελός τους τη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών της Platts. Στις αρχές του μήνα, χρησιμοποιώντας παράνομες και «αντιοικονομικές» συναλλαγές, οδήγησαν την αγορά χαμηλότερα ενώ αργότερα την οδήγησαν ψηλότερα. Από την πλευρά της η Platts έδειξε απρόθυμη να εξαιρέσει τις παράνομες συναλλαγές από τη διαδικασία διαμόρφωσης των τιμών αναφοράς, αφού BP και Shell είναι σημαντικές πηγές εσόδων για την Platts.