Αργυρό Λιοντάρι σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας ο δημιουργός της. Βραβείο ανδρικής ερμηνείας ο πρωταγωνιστής της, ένας καλός θεατρικός ηθοποιός, με καριέρα 30 χρόνων στις αθηναϊκές σκηνές. Τώρα που η πολυσυζητημένη ταινία με το σκληρό θέμα βγήκε στις αίθουσες, θυμάται με ειλικρίνεια και χωρίς μεγάλα λόγια πώς έχτισε τον ρόλο που τον έκανε γνωστό και γοήτευσε τον Μπερτολούτσι, πρόεδρο της κριτικής επιτροπής στη Μόστρα
Της Βένας Γεωργακοπούλου
Κατ' αρχάς πηγαίνετε να δείτε τη «Miss Violence» του Αλέξανδρου Αβρανά. Οπωσδήποτε. Ακόμα κι αν σας γίνει το στομάχι κόμπος και βγείτε από την αίθουσα άρρωστοι, θα έχετε δει μια ταινία καταπληκτική. Σε όλα. Σκηνοθεσία, ερμηνείες. Και, ναι, είχε δίκιο ο νεαρός σκηνοθέτης, που έφυγε από το τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας με το Αργυρό Λιοντάρι για την καλύτερη σκηνοθεσία, όταν επέμενε ότι αυτός, που ήταν τόσο εικαστικός στην πρώτη του δουλειά, το «Without», εδώ ενδιαφέρθηκε αυστηρά και μόνο να αφηγηθεί μια ιστορία, να αιχμαλωτίσει το κοινό στο σασπένς της.
Σίγουρα, ύπουλα, υπαινικτικά, λιτά μάς μπάζει στον άρρωστο κόσμο μιας ελληνικής μικροαστικής οικογένειας, που πίσω από την καθωσπρέπει εικόνα της κρύβει μια άβυσσο αιμομιξίας. Κανονικά δεν θα 'πρεπε να ξέρουμε τίποτα για τη «Miss Violence» πριν τη δούμε. Δόξα τω θεώ, όμως, τα περισσότερα σεναριακά μυστικά της δεν έχουν αποκαλυφθεί. Υπάρχουν και χειρότερα…
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται, φυσικά, ο πατέρας. Αυτός ο τόσο δύσκολος ρόλος χάρισε στον Θέμη Πάνου στο Φεστιβάλ Βενετίας το σημαντικό βραβείο Coppa Volpi καλύτερης ανδρικής ερμηνείας. Και έγινε μέσα σε μια στιγμή διάσημος στην ίδια του τη χώρα αυτός ο καλός θεατρικός ηθοποιός, που ήταν γνωστός μόνο στους θεατρόφιλους, χωρίς τηλεόραση και με ελάχιστο σινεμά πίσω του.
Αυτήν την εποχή είναι στο Badminton, διπλή διανομή με τον Γρηγόρη Βαλτινό στο μουσικό θέαμα για τον Μίκη Θεοδωράκη. Σε δύο μήνες θα πρωταγωνιστεί ,στον ρόλο του ερωτευμένου αστυνόμου Μανιά, στην «Πρόβα Νυφικού», που θα ανεβεί στο Εθνικό Θέατρο από τον Βασίλη Βαφέα. Και περιμένει πώς και πώς να κυκλοφορήσει σε λίγο από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του «Vita brevis». Είναι τελικά ένας πολύ πλούσιος άνθρωπος.
• Οταν είδα την ταινία δεν μπορούσα να κοιμηθώ το βράδυ. Συνέχεια σκεφτόμουνα τον ήρωα που ερμηνεύετε. Εσείς πώς τα καταφέρατε και συνυπήρξατε μαζί του τόσο καιρό; Τον κουβαλάγατε συνέχεια μαζί σας, ακόμα και στο σπίτι σας, όπως λένε διάφοροι μεγάλοι ξένοι ηθοποιοί τού σινεμά;
«Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που λένε οι συνάδελφοί μου. Προφανώς κάτι κουβαλάς, αλλά δεν είναι σε πρώτο επίπεδο, είναι βαθιά μέσα σου. Αυτό που πιθανόν κουβαλούσα στη διάρκεια των γυρισμάτων και με απασχολούσε ήταν να κοιμηθώ καλά, να πάρω πρωινό, που ποτέ πριν δεν έπαιρνα, και να πάω με ενέργεια στην ώρα μου, 9 το πρωί. Να είναι το μυαλό μου καθαρό για να ακολουθώ τον ρυθμό του γυρίσματος με απόλυτη υπακοή. Ηταν ο μόνος τρόπος να αντέξω αυτό το τόσο δύσκολο πράγμα, που δεν είχα ξανακάνει στη ζωή μου. Γιατί σινεμά είχα ξανακάνει, αλλά όχι σε τόσο μεγάλη διάρκεια -δυο μήνες γυρίσματα- και όχι πρωταγωνιστικό ρόλο».
• Τόσο καλά τον ξέρατε πια τον ήρωα στα γυρίσματα;
«Η δουλειά με τον Αλέξανδρο πάνω στον ρόλο είχε γίνει πολύ πιο πριν. Στα γυρίσματα επικεντρωνόμουν απλώς στη σκηνή που θα κάναμε. Κάναμε πράξη αυτό που είχαμε ήδη συζητήσει και ξέραμε πολύ καλά τι θέλαμε να βγει. Δική μου έγνοια ήταν να ακολουθήσω τις οδηγίες του σκηνοθέτη σε σχέση μ' αυτό που είχαμε καθορίσει. Στην αρχή βέβαια όλο και προέκυπτε κάτι καινούργιο και το συζητούσαμε. Από κάποια στιγμή και πέρα όλα γίνονταν αυτόματα».
• Ποια ήταν η πρώτη σας αντίδραση στην πρόταση του Αβρανά;
«Οταν μου το πρωτοείπε, τον Μάιο του 2011, είπα τι είναι αυτό; Πολύ δύσκολο πράγμα, δεν μπορώ να το κάνω, αλλά με ενδιαφέρει πολύ».
• Τι ακριβώς σας τρόμαξε;
«Οτι ο ρόλος του αιμομίκτη θα με σταμπάρει. Γιατί εδώ δεν αντιμετωπιζόμαστε σαν… οι μεγάλοι ηθοποιοί που μπορούμε να παίξουμε τα πάντα. Εδώ η αγορά σού βάζει ταμπέλα. Λέει, α, έπαιξε αυτό, το ίδιο θα παίζει και τα επόμενα χρόνια. Οταν έπαιξα το “Shopping and Fucking” στο “Αμόρε” επί μια πενταετία μού πρότειναν τέτοιους ρόλους. Πολύ πιθανόν να πάθω και τώρα το ίδιο. Οκ, οπότε τέρμα η καριέρα στο σινεμά (γελάει)».
• Νιώσατε την ανάγκη να διαβάσετε, να δείτε, να σκύψετε πάνω σε ανάλογες φρικτές ιστορίες, που δυστυχώς συνέχεια σκάνε παντού στην Ευρώπη;
«Οχι, ούτε έψαξα ούτε σκάλισα εφημερίδες και βιβλία. Εντάξει, πάντα έριχνα καμιά ματιά σε ανάλογες ειδήσεις, όπως όλοι μας. Αλλά μεγαλώνοντας κατάλαβα ότι η υποκριτική είναι η τέχνη της ενδοσκόπησης. Είναι εν τω βάθει και όχι προς τα έξω. Νεότερος το έκανα. Ανεβάζαμε, για παράδειγμα, έναν Μπρεχτ ή έναν Σέξπιρ και κατέβαζα όλη τη βιβλιοθήκη. Οταν όμως έφτανα στην πρόβα καταλάβαινα ότι δεν βοήθαγε».
• Και πώς χτίσατε τον ρόλο σας; Που πατήσατε;
«Ο μόνος δρόμος, που αποφάσισα να ακολουθήσω, ήταν να βρω μέσα μου αυτά τα πιθανόν αληθινά στοιχεία που μπορεί να με συνέδεαν μαζί του. Οπότε από κει και μετά δεν είχα και πολλή δουλειά».
• Και τι κοινά στοιχεία βρήκατε με αυτόν τον πατέρα αφέντη;
«Για να δούμε, λοιπόν, τι είναι αυτός ο άνδρας… Είναι ένας άνθρωπος που ηδονίζεται από την άσκηση της εξουσίας. Η πράξη της αιμομιξίας είναι το επακόλουθο. Γι' αυτό πιστεύω ότι η σκηνή που κάνει έρωτα με την κόρη του δεν είναι μια πράξη βίας, ούτε καν μια σεξουαλική πράξη. Περισσότερο νιώθει θλίψη παρά ηδονή. Αυτό είναι το περίεργο. Σαν να αγκαλιάζει τον ίδιο του τον εαυτό. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα γι' αυτόν είναι ότι ίσως να έχει υποστεί στο παρελθόν κάποιου είδους κακοποίηση. Οχι τόσο ακραία, όπως για παράδειγμα να ήταν σε ορφανοτροφείο και να τον βίασε ο δάσκαλος, όχι. Αλλα μια κακοποίηση εξίσου τραυματική, από έναν πολύ αυστηρό, μπεργκμανικό πατέρα. Σκεφτόμουν ότι ο χαρακτήρας που παίζω είναι τραυματισμένος, άρα πρέπει να τον συμπονέσω κατά κάποιον τρόπο. Αλλιώς πώς θα τον έπαιζα;»
• Κάποιες σκηνές, δεν μπορεί, θα σας δυσκόλεψαν περισσότερο.
«Του καθαριστηρίου, βέβαια, εκεί που κάνει έρωτα με την κόρη του. Αλλά και η σκηνή της επίσκεψης των ανθρώπων της Πρόνοιας, που δεν πρέπει να προδοθεί. Και μερικές άλλες, που κόπηκαν στο μοντάζ».
• Αληθεύει ότι ένας γνωστός ηθοποιός αρνήθηκε να παίξει τον ρόλο επειδή έχει παιδί και συγκεκριμένα κορίτσι;
«Και εγώ αν είχα παιδιά δεν ξέρω αν θα το 'κανα. Αλλά δεν πήγα καθόλου στην παθολογία του ήρωα. Γιατί δεν παίζεται η παθολογία του. Τι να παίξεις; Τι να παραστήσεις; Ο αιμομίκτης δεν είναι ο… Λίνκολν για να τον μιμηθείς, να τον παρατηρήσεις. Αλλά αυτή η επιθυμία της αιμομιξίας είναι κοινή. Νιώθουμε πολύ καλύτερα με το οικείο μας απ' ό,τι με το διαφορετικό. Και πόσο συχνά δεν δημιουργούμε μια συμβίωση πολύ σφιχτή από την οποία δεν μπορούμε να ξεκολλήσουμε. Δηλαδή, η αιμομιξία δεν χρειάζεται να καταλήγει σε μια πραγματικά ειδεχθή πράξη, μπορεί να είναι και μια σχέση, που δεν αφήνει τον άλλο να απελευθερωθεί, μια σχέση εξάρτησης. Και κάθε εξάρτηση έχει παραπλάνηση, έχει αποπλάνηση, έχει βία, λεκτική και σωματική. Εχει και εξουσία και ηδονή από την επιβολή της εξουσίας. Αν δεν υπάρχουν όλα αυτά γύρω μας, δεν υπάρχει και ο ρόλος μου. Εγώ αυτά έπαιξα».
• Αυτά παίξατε, αλλά με το πρόσωπο του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, που φαίνεται νοικοκύρης, ευγενικός, συνεσταλμένος, καλός μπαμπάς. Τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν προδίδει το τέρας.
«Θα χρησιμοποιήσω μια λέξη που μου ήρθε εκ των υστέρων. Δουλέψαμε με τον Αλέξανδρο ιμπρεσιονιστικά, δηλαδή τίποτα το έντονο, το φωναχτό. Μόνο με την εντύπωση και όχι με την έκφραση. Με αυτή την έννοια, οποιοσδήποτε ηθοποιός ακολουθούσε αυτόν τον δρόμο, θα μπορούσε να παίξει εξίσου καλά τον ρόλο… Οσο για τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, που λέτε, ξεχνάτε την έκφραση “πέσαμε από τα σύννεφα”; Πόσες φορές την έχουμε ακούσει τα τελευταία δέκα χρόνια και με διαφορετικές αφορμές -από πολιτικά γεγονότα μέχρι την τρομοκρατία;».
• Αλήθεια, είχατε τόσο μεγάλα όνειρα όταν ξεκινούσατε ως ηθοποιός;
«Για το σινεμά, φυσικά και δεν είχα. Αλλά ούτε και για το θέατρο. Το θέατρο δεν έχει τόσο μεγάλα γεγονότα, άρα ούτε και βραβεία. Μπορεί και να μην τα έχει και ανάγκη. Ενώ το σινεμά ακουμπάει και σε μια παγκόσμια βιομηχανία, θέλει τέτοιους θεσμούς. Στο θέατρο τα βραβεία έρχονται κάθε σεζόν και είναι πιο απλά. Θα 'ρθει κόσμος ή δεν θα 'ρθει στην παράσταση; Θα μου δώσουν αυτό τον ρόλο ή όχι; Για μένα βραβείο ήταν όταν πήγα πρώτη φορά στην Επίδαυρο, το 1984, “Πέρσες” με Μινωτή κι εγώ να 'μαι στον Χορό. Το δεύτερο βραβείο μου ήταν όταν έπαιξα τον Αγγελιαφόρο στον “Οιδίποδα Τύραννο” του Βασίλη Παπαβασιλείου με Οιδίποδα τον Γρηγόρη Βαλτινό».
• Αφιερώσατε, άλλωστε, το βραβείο σας στους Ελληνες ηθοποιούς.
«Ναι, γιατί όσο μεγάλη χαρά και συγκίνηση να μου έδωσε το βραβείο στη Βενετία, έχω πάρει μεγάλες χαρές και στο θέατρο. Νιώθω πλούσιος, πολύ πλούσιος. Και, άλλωστε, το θεατρικό μου ένστικτο εμπιστεύτηκε και ο Αλέξανδρος. Μην ξεχνάτε και τη συγκλονιστική ερμηνεία της Ρέννης Πιτακή στην ταινία. Πρέπει να καταλάβουν στο σινεμά ότι υπάρχει ένας θησαυρός στο θέατρό μας. Γι' αυτό όταν με ρωτάνε “μα δεν είναι άδικο, τόσα χρόνια στο θέατρο και τώρα να γίνεστε τόσο γνωστός;”, τους λέω “είστε με τα καλά σας;”. Εγώ είμαι πολύ καλομαθημένος στο θέατρο 30 χρόνια τώρα. Με αγαπάνε οι συνάδελφοί μου, με θέλουν οι σκηνοθέτες, οι παραγωγοί. Ζω από τη δουλειά μου. Ξέρετε πόσο σημαντικό είναι αυτό, ειδικά σήμερα με την κρίση; Θα ήθελα πιθανόν να παίζω πάντα πρώτους ρόλους. Αλλά, ξέρετε, πιστεύω στην ιεραρχία. Οι ηθοποιοί μετά τα 40-45 , που λέει και ο Παπαβασιλείου, αρχίζουν και ζουν από τους τόκους τους.Το θέατρο είναι παράλληλο με τη ζωή. Ο ηθοποιός ενηλικιώνεται στο θέατρο όπως και στη ζωή».
• Δεν έχετε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση τώρα; Ενα τόσο σημαντικό βραβείο δεν είναι επιβεβαίωση ακόμα και για τον πια σίγουρο άνθρωπο; Είναι λογικό να έχετε και μεγαλύτερη ζήτηση.
«Για κάθε άνθρωπο ισχύει αυτό. Ο ηθοποιός είναι περίεργο πλάσμα. Ή έχει πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του ή καμιά… Εγώ είμαι κάπου στη μέση. Αλλά, να το παραδεχτώ, ο χώρος και η αγορά μετά το βραβείο με αντιμετωπίζουν λίγο διαφορετικά. Ακόμα και τη ζήλια την καταλαβαίνω, είναι φυσιολογική. Κι εγώ αν μάθαινα ότι ένας συνάδελφός μου κέρδιζε ένα σημαντικό βραβείο, θα έλεγα “γαμώτο, αυτός το κατάφερε”. Απλώς σκέφτομαι ότι τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά αν αυτό το βραβείο ερχόταν πριν 20 χρόνια, τότε ίσως επηρέαζε περισσότερο την πορεία μου. Τώρα ξέρω ότι όταν θα πάω αύριο να εργαστώ στο θέατρο, πάλι θα πρέπει να αποδείξω ότι είμαι καλός. Δεν με κάνει καλύτερο ηθοποιό το βραβείο. Μεγαλύτερη υποχρέωση μάλλον μού δημιουργεί, να αποδείξω ότι το άξιζα».
• Επιμένω , πάντως, ότι καμιά φορά το σινεμά βοηθάει και τις θεατρικές καριέρες. Δείτε τον Χρήστο Στέργιογλου, περιζήτητο σήμερα και τόσο αναγνωρισμένο. Εκτινάχτηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2000 χάρη σε δυο ταινίες, τη «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου και το «Θα το μετανιώσεις» της Κατερίνας Ευαγγελάκου.
«Ακριβώς, και τον Χρήστο μετά τα 40 του τον ανακάλυψαν με τέτοια πορεία πίσω του στο θέατρο. Και άρχισε να κάνει σινεμά, ακόμα και στο εξωτερικό, να ζει λίγο καλύτερα, να μπορεί να κάνει επιλογές…».