Η αφετηρία του δρόμου που οδηγεί στις Λαμπεντούζες βρίσκεται στο Αφρικανικό Κέρας, στις πάμφτωχες χώρες, οι οποίες το μόνο που μπορούν να προσφέρουν είναι πόνος και αίμα…
Του Δημήτρη Σ. Φαναριώτη
Τα χιλιάδες άψυχα κορμιά που έχει καταπιεί η Μεσόγειος είναι στην πλειονότητά τους όχι πρόσφυγες, αλλά δραπέτες, κυρίως νέοι που εγκαταλείπουν χώρες όπως η Ερυθραία, ρισκάροντας τη ζωή τους στην αναζήτηση μια άλλης τύχης, καλύτερης απ’ αυτήν που τους επιφυλάσσει η χώρα τους, που βρίσκεται στο Αφρικανικό Κέρας και συνορεύει με το Σουδάν, την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί, επίσης πάμφτωχες χώρες της Μαύρης Ηπείρου, οι οποίες το μόνο που μπορούν να προσφέρουν στη νεολαία τους είναι πόνος και αίμα… Η «απόδραση» από την Ερυθραία, όπου βασιλεύει μια από τις σκληρότερες δικτατορίες, είναι το όνειρο των νέων από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής τους, γράφει στη «Libération» ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Λεονάρ Βενσάν, που πέρασε αρκετές εβδομάδες εκεί.
Στα 17 τους χρόνια, εξηγεί ο Βενσάν, οι νέοι δεν έχουν άλλη εναλλακτική λύση επιβίωσης από το να καταταγούν στον στρατό και να περάσουν την εκπαίδευσή τους στο μεγάλο στρατόπεδο της Σάβα. Εκεί θα μετατραπούν σε υποχείρια των στρατηγών, οι οποίοι διαφεντεύουν τις έξι περιοχές της χώρας. Επειτα από 18 μήνες εκπαίδευσης θα σταλούν να υπηρετήσουν έως τα 50 τους χρόνια το «έθνος στα όπλα» του προέδρου Ισάιας Αφεβέρκι.
Στον στρατό, χρειάζονται άδειες για τα πάντα. Για να φύγουν από το στρατόπεδο, για να γυρίσουν, ακόμη και για να τηλεφωνήσουν. Με το πρώτο ατόπημα θα ξυλοκοπηθούν ανηλεώς, ενώ για κάτι σοβαρότερο θα καταλήξουν διά βίου στη φυλακή ή θα εκτελεσθούν με συνοπτικές διαδικασίες. Όπως μάλιστα γράφει ο Guardian την τελευταία δεκαετία τουλάχιστον 300.000 άνθρωποι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα.
Ο Γολγοθάς της «απόδρασης»
Ετσι, όταν πέφτει η νύχτα, χιλιάδες νέοι εγκαταλείπουν την κόλαση της Ερυθραίας προκειμένου να ακολουθήσουν το δρόμο της ελπίδας στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη έκθεση του ΟΗΕ, 1.000-3.000 πρόσφυγες κάθε μήνα εγκαταλείπουν τη χώρα. Φυσικά, πρώτα πρέπει να εξοικονομήσουν το ιλιγγιώδες, για τα οικονομικά δεδομένα της χώρας, ποσό των 3.000 δολαρίων. Στη συνέχεια πρέπει να εντοπίσουν τον δουλέμπορο στην Ασμάρα, την πρωτεύουσα της Ερυθραίας. Οι κίνδυνοι όμως δεν σταματούν ποτέ, καθώς, εάν πέσουν σε πληροφοριοδότη των αρχών θα συλληφθούν, θα καταδικαστούν και στην καλύτερη περίπτωση θα περάσουν μια δεκαετία σε καταναγκαστικά έργα ή στην χειρότερη, θα εκτελεστούν επί τόπου.
Οταν και εάν καταφέρουν να βρουν τον δουλέμπορο, πρέπει να ξεφύγουν από τους συνοροφύλακες, οι οποίοι ρίχνουν στο ψαχνό και να περπατήσουν δεκάδες χιλιόμετρα στην έρημο του Σουδάν, ή το παλιό πολεμικό μεθοριακό μέτωπο με την Αιθιοπία. Οσοι δεν τα καταφέρνουν αναζητούν άσυλο στα προσφυγικά στρατόπεδα της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Εκεί θα παραμείνουν ακόμη και χρόνια, τρώγοντας ρύζι για σκύλους, με την ελπίδα κάποτε να αποκτήσουν μια άδεια παραμονής στον σουηδικό Βορρά ή σε μια αμερικανική Πολιτεία.
Η ήδη τραγική κατάσταση, πάντως, έχει επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια καθώς, όπως επισημαίνει το BBC, οι νεαροί πρόσφυγες πέφτουν συχνότατα θύματα απαγωγής στρατιωτών της Αιθιοπίας και του Σουδάν οι οποίοι στη συνέχεια τους «πωλούν» στους βεδουίνους πολέμαρχους, που κάνουν λαθρεμπόριο ψυχών και αγαθών από το Κέρας της Μαύρης Ηπείρου μέχρι την Υεμένη. Τα συνήθη θύματα είναι οι γυναίκες και τα παιδιά, τα οποία είναι εύκολο να τρομοκρατηθούν και «πιάνουν» και υψηλότερη τιμή. Τα γυναικόπαιδα στη συνέχεια αλυσοδεμένα και ξυλοδαρμένα, θα στοιβαχτούν σαν ζώα στα καμιόνια, τα οποία θα τους μεταφέρουν στις χαμένες οάσεις της ερήμου του Σινά που χρησιμεύουν ως κέντρα βασανιστηρίων.
Παρά το ότι γνωρίζουν πως σε κάθε βήμα τους παραμονεύει ο θάνατος, οι νέοι της Ερυθραίας αναζητούν μια καλύτερη τύχη μακριά από την αφρικανική ήπειρο