12/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Συναυλία της Ορχήστρας του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης στο Μέγαρο

Μαρία Ζοάο Πίρες: όταν η ποιότητα ξεχωρίζει

      Pin It

Του Γιάννη Σβώλου

 

Αδιαμφισβήτητα στη χρυσή ωριμότητά της, η μικροσκοπική 69χρονη Πορτογαλίδα πιανίστρια πρόσφερε ένα εξαιρετικό «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4» του Μπετόβεν. Σε πλήρη διάσταση με τη λιτή αισθητική της οι αυτάρεσκοι μανιερισμοί του μαέστρου Ιβάν Φίσερ

 

Στον κύκλο «Μεγάλες ορχήστρες – Μεγάλοι μαέστροι» ενέταξε το Μέγαρο Μουσικής τη συναυλία που έδωσε η Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης υπό τον Ιβάν Φίσερ (31/10/2013). Η μεγάλη αίθουσα ήταν κατάμεστη από το χαρακτηριστικό κοινό του Μεγάρου, που έκανε αισθητή την παρουσία του με επανειλημμένα χτυπήματα κινητών τηλεφώνων στη διάρκεια της βραδιάς. Η συναυλία άφησε έντονα αντιθετικές εντυπώσεις.

 

Πρώτος δόθηκε ο «Θρήνος στη μνήμη του Μπέλα Μπάρτοκ» (1945) του Σάντορ Βέρες, συνθέτη/διδασκάλου με κομβική θέση στο πεδίο της ουγγρικής μουσικής και του μουσικού μοντερνισμού γενικότερα. Τονική, αναμενόμενα χρωματισμένη από μπαρτοκικές μνήμες και γεύσεις ανατολικοευρωπαϊκού παραδοσιακού ήχου –ο θρήνος του κλαρίνου ήταν μαγευτικός!–, η σύνθεση του Ουγγροελβετού δημιουργού δόθηκε με φροντίδα και συγκίνηση εμπλουτίζοντας ευπρόσδεκτα τα ζωντανά μας ακούσματα.

 

Ακολούθησε το «Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4» του Μπετόβεν με τη Μαρία Ζοάο Πίρες. Στην εκτέλεση κυριάρχησε η διάσταση ερμηνευτικής προσέγγισης μεταξύ αρχιμουσικού και σολίστ. Αδιαμφισβήτητα στη χρυσή ωριμότητά της, η μικροσκοπική 69χρονη Πορτογαλίδα πιανίστρια πρόσφερε έναν εξαιρετικό Μπετόβεν. Το εκφραστικά μεστό παίξιμό της υπήρξε ελεύθερο λαθών, διέθετε μεγάλο, ελεγχόμενης δυναμικής ήχο, πεντακάθαρο πλάσιμο της φραστικής, σαφή απόδοση του μουσικού συντακτικού και αβίαστη συνάφεια προς την ορχηστρική συνοδεία˙ ήταν επίσης φανερά ενήμερο των κατακτήσεων της ιστορικής ερμηνευτικής, τις οποίες «μετέφραζε» στο σύγχρονο πιάνο πειστικά και ισορροπημένα. Από μέρους του ο Φίσερ επέλεξε μια απερίφραστα ρομαντική προσέγγιση, επιμένοντας σε πληθώρα αυθαίρετων έως αυτάρεσκων μανιερισμών, που έφερναν την ορχηστρική συνοδεία σε διάσταση προς τη λιτή, κλασική αισθητική της πιανίστριας. Συνεχείς, αδικαιολόγητες αυξομειώσεις ταχυτήτων και εξάρσεις λεπτομερειών διατάρασσαν τη ροή της μουσικής, εκτρέποντας το ενδιαφέρον με εκτός θέματος ερεθίσματα, αποδυναμώνοντας αισθητά τον ωστικό ειρμό.

 

Το δεύτερο μισό της συναυλίας κάλυψε η μοναδικά μελωδική «Συμφωνία αρ. 8» του Ντβόρζακ. Εδώ, απαλλαγμένος από το… φρένο της παρουσίας ενός σολίστ με άποψη, ο Φίσερ επιδόθηκε ανενόχλητος στην επίδειξη μανιερισμών, αξιοποιώντας στο μέγιστο τον εκπληκτικής ποιότητας ήχο και την ετοιμότητα των Ούγγρων μουσικών. Ελλειψη συνολικής σύλληψης, παιχνίδια εντυπωσιασμού, ακραίες διαστολές χρόνων, αυθαίρετα εφέ και απουσία μουσικής δραματουργίας στοιχειοθέτησαν ένα αισθητά άνισο μουσικό αποτέλεσμα. Πιθανόν η ουγγρική ορχήστρα να είναι πραγματικά «μεγάλη» -κι αν είναι πράγματι, τότε τι είναι οι Φιλαρμονικές του Βερολίνου και της Βιέννης;-, ωστόσο τον ιδρυτή της δύσκολα θα αξιολογούσαμε ως τέτοιον.

 

«Το μέντιουμ» του Μενότι στο «Beton»

 

Επεκτείνοντας δυναμικά τις δράσεις του σε πείσμα των απρόσφορων περιστάσεων, ο μικρός πολιτιστικός χώρος «Beton» παρουσίασε «Το μέντιουμ» (1946) του Μενότι σε μακρά σειρά παραστάσεων. Η περίπου ωριαίας διάρκειας δίπρακτη όπερα, που είχε παρουσιαστεί παλαιότερα στην ΕΛΣ (2000, 2003), δόθηκε με πιάνο, σε μουσική διεύθυνση Ανδρέα Τσελίκα, αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις. Πριν από την έναρξη της παράστασης ο συνθέτης Μηνάς Αλεξιάδης και η Λένα Αργύρη μοιράστηκαν με το κοινό απόψεις και μνήμες για τον συνθέτη και το έργο του. Πραγματιστικά προσαρμοσμένη στον περιορισμένο χώρο, η σκηνοθέτρια Ράια Τσακηρίδη και ο σκηνογράφος Παύλος Θανόπουλος υπηρέτησαν έξυπνα την όπερα-ψυχολογικό θρίλερ του Ιταλομερικανού συνθέτη, καθοδηγώντας τους έξι σκηνικούς συντελεστές σε μια παράσταση εστιασμένη στα ουσιώδη, στημένη με αισθητική κινηματογραφικών πλάνων για να βλέπεται και από (πολύ) κοντά.

 

Επικεφαλής της ισορροπημένης διανομής η μεσόφωνος Μαργαρίτα Συγγενιώτου πρόσφερε μια μουσικά αψεγάδιαστη, θεατρικά δυνατή ερμηνεία, παρ’ ότι το μέγεθος της μεστής, θαυμαστά ορθοτονικής φωνής της θα απαιτούσε μεγαλύτερο χώρο. Η υψίφωνος Λητώ Μεσσήνη μάς χάρισε μια ταιριαστά νεανική, εύθραυστη Μόνικα, αξιοποιώντας στο μέγιστο το καλοεστιασμένο, μελωδικό τραγούδι της. Τους πελάτες της μαντάμ Φλόρας απέδωσαν στρωτά η Ειρήνη Φωτεινάκη (κ. Γκομπινό), ο Μιχάλης Ψύρρας (κ. Γκομπινό) και η Αντωνία Δεσπούλη (κ. Νόλαν), ενώ τον άχαρα παθητικό ρόλο του βωβού Τόμπι δικαίωσε ο ηθοποιός Αλέξιος Ζερβάνος.

 

Η πιανίστρια Μαρία Ζοάο Πίρες παίζει το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 4 του Μπετόβεν, συνοδευόμενη από την Ορχήστρα του Φεστιβάλ της Βουδαπέστης υπό τον Ιβάν Φίσερ

 

Η Μαργαρίτα Συγγενιώτου (Μαντάμ Φλόρα) και η Λητώ Μεσσήνη (Μόνικα) σε στιγμιότυπο από το «Μέντιουμ» του Μενότι, που ανέβηκε σε σκηνοθεσία Ράιας Τσακηρίδη στο «Beton»

 

Scroll to top