13/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Αλλη κυβέρνηση, ίδια γεύση

ΓΕΡΜΑΝΙΑ Κυβερνητικός αξιωματούχος ξεκαθάρισε σε ξένους ανταποκριτές ότι και με κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού η οικονομική πολιτική θα παραμείνει ως έχει, και πιθανότατα με τον Σόιμπλε επικεφαλής.
      Pin It

ΓΕΡΜΑΝΙΑ Κυβερνητικός αξιωματούχος ξεκαθάρισε σε ξένους ανταποκριτές ότι και με κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού η οικονομική πολιτική θα παραμείνει ως έχει, και πιθανότατα με τον Σόιμπλε επικεφαλής

 

ΒΕΡΟΛΙΝΟ Του Παντελή Βαλασόπουλου

 

Ούτε η επόμενη γερμανική κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει ουσιαστικές αλλαγές στην οικονομική της πολιτική, δήλωσε κυβερνητικός αξιωματούχος, σε συνομιλία που είχε με ξένους ανταποκριτές.

 

Συγκεκριμένα, στην ερώτηση για το αν θα υπάρξουν αλλαγές στην οικονομική πολιτική της χώρας σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, ο κυβερνητικός αξιωματούχος απάντησε ότι «δεν πρόκειται να γίνουν ουσιαστικές αλλαγές. Αλλωστε, ο κ. Στάινμπρουκ, ο οποίος ήταν υποψήφιος καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, δεν συμμετέχει στη διαμόρφωση του οικονομικού προγράμματος».

 

Ποια… λιτότητα;

 

Ο ίδιος αντέκρουσε τον χαρακτηρισμό «πολιτικές λιτότητας της Γερμανίας», λέγοντας πως «δεν υπάρχει πολιτική λιτότητας. Υπάρχει πολιτική αύξησης της ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης, μέσω μεταρρυθμίσεων και μείωσης των δημοσίων ελλειμμάτων. Μόνον έτσι θα αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των αγορών».

 

Αφησε ανοιχτό δε το ενδεχόμενο να είναι ο κ. Σόιμπλε ο νέος υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, λέγοντας ότι «όλα είναι σε διαπραγμάτευση τη στιγμή αυτή» και πρόσθεσε πως εάν ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε είναι και πάλι υπουργός Οικονομικών, «θα εκτελέσει ένα πρόγραμμα που δεν θα είναι και πολύ διαφορετικό από αυτό που βρίσκεται σήμερα σε εφαρμογή».

 

Σε ερώτηση για το πλεόνασμα των γερμανικών εξαγωγών, για το οποίο το Βερολίνο κατηγορείται ότι δημιουργεί μεγάλες ανισότητες στην Ευρώπη, ο ίδιος αξιωματούχος σημείωσε ότι «δεν είναι κάτι που το επιδιώκουμε, προκύπτει από μόνο του. Η υπεροχή οφείλεται στη μεγάλη ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας, τις άριστες υποδομές, το κτηματολόγιο, την αστυνομία, τη δικαιοσύνη, που όλα λειτουργούν πολύ καλά».

 

Πάντως, σύμφωνα με δημοσιεύματα γερμανικών εφημερίδων, οι Σοσιαλδημοκράτες στην πορεία των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβέρνησης, φαίνονται να εγκαταλείπουν την ιδέα να είναι από την παράταξή τους ο υπουργός Οικονομικών της χώρας.

 

Αντίθετα, τα ίδια δημοσιεύματα θέλουν τον πρόεδρο των Σοσιαλδημοκρατών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, να γίνεται ένας νέος υπερυπουργός, αποκτώντας το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομίας, μαζί με αυτό του Εργασίας.

 

Ετσι, οι Σοσιαλδημοκράτες θα έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόσουν στο εσωτερικό της Γερμανίας μεταρρυθμίσεις στον τομέα της απασχόλησης, των μισθών και συντάξεων, αλλά και να έχουν τον πρώτο λόγο σε θέματα μεταρρυθμίσεων στον τομέα της ενέργειας.

 

Από την άλλη, εδώ και καιρό αξιωματούχοι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος θεωρούν ότι θα αποδειχθεί παγίδα γι’ αυτούς το υπουργείο Οικονομικών, καθώς οποιεσδήποτε παρεκκλίσεις από την πολιτική Μέρκελ-Σόιμπλε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν θα είναι δημοφιλής στη γερμανική κοινή γνώμη, στην οποία θα εμφανίζονται ως αυτοί που μοιράζουν τα χρήματα των Γερμανών φορολογούμενων στις χώρες του νότου.

 

Κάτι τέτοιο, ίσως, να είχε καταστροφικά γι’ αυτούς αποτελέσματα, σε επίπεδο δημοσκοπήσεων, αλλά και με την προοπτική των ευρωεκλογών, μια και υπάρχει ο φόβος οι ίδιοι να καταποντιστούν και την ίδια στιγμή να ενισχυθούν ευρωσκεπτικιστικά κόμματα, όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία.

 

Γενική, πάντως, είναι η εντύπωση πως τίποτε δεν έχει κριθεί στο επίπεδο της ευρωπαϊκής πολιτικής και αυτό αποδείχθηκε και χθες.

 

Στις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας, παρουσίασαν κοινό έγγραφο στο οποίο προτείνουν οι σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την Ε.Ε. –όπως η μεταβίβαση εξουσιών στις Βρυξέλλες, ή η παροχή χρημάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο– να γίνονται μετά τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων στις χώρες-μέλη.

 

Η πρόταση αυτή απορρίφθηκε αμέσως κατηγορηματικά από τους Χριστιανοδημοκράτες της Ανγκελα Μέρκελ, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι αυτό θα υπονόμευε την κοινοβουλευτική δημοκρατία.

 

Scroll to top