18/11/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Αλεπούδες», θέατρο «Επί Κολωνώ»

Οταν το κυνήγι του «άλλου» γίνεται το «όπιο» του λαού

Η πολιτική παραβολή της Βρετανίδας Ντον Κινγκ είναι απλοϊκή και παραβιάζει ανοιχτές πόρτες. Ο ρεαλισμός, όμως, της σκηνοθεσίας της Ελένης Σκότη και των ερμηνειών κάνει το θαύμα του. Σε τραβάει στη χοάνη του. Σε κάνει να χάνεις τον χρόνο, να βυθίζεσαι στην παράσταση .
      Pin It

Η πολιτική παραβολή της Βρετανίδας Ντον Κινγκ είναι απλοϊκή και παραβιάζει ανοιχτές πόρτες. Ο ρεαλισμός, όμως, της σκηνοθεσίας της Ελένης Σκότη και των ερμηνειών κάνει το θαύμα του. Σε τραβάει στη χοάνη του. Σε κάνει να χάνεις τον χρόνο, να βυθίζεσαι στην παράσταση. Είναι, όμως, μια επικίνδυνη σαγήνη, γιατί διαλύει την κρίση σου

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

Θυμάμαι πριν από κάμποσα χρόνια όταν το «Επί Κολωνώ» είχε ανοίξει τις πόρτες του σε μια απόκεντρη πιάτσα της Αθήνας –πιο απόκεντρη απ’ ό,τι φαντάζει σήμερα- με μια σημαντική φιλοδοξία: να ανανεώσει το τοπίο του ρεαλισμού στο θέατρό μας, που έμοιαζε τότε να έχει βαλτώσει στα παλιά διδάγματα του νατουραλισμού και του ποιητικού ρεαλισμού. Σαν κάθε μάλιστα ρεαλιστική προσπάθεια που σέβεται τον εαυτό της, συνόδευσε εξ αρχής την απόπειρα με μια σχολή, όπου νέοι θα διδάσκονταν τον τρόπο σύνταξης και μετάδοσης της σκηνικής πραγματικότητας – ως γνωστόν, ο ρεαλισμός πέρα από αισθητική, είναι ακόμη εργαστήριο του πραγματικού.

 

Εχουν περάσει πια αρκετά χρόνια από τότε, και δεν το κρύβω πως μια αίσθηση χαλάρωσης με καταλαμβάνει κάθε φορά που διαβαίνω την πόρτα του θεάτρου. Οταν κλείσουν τα φώτα, βυθίζομαι στην καρέκλα για να αφεθώ: όσο πειστικότερη η πραγματικότητα μπροστά μου, όσο πιο επεξεργασμένη η παρουσίασή της, τόσο μεγαλύτερη η ψευδαίσθηση. Και τόσο πιο επικίνδυνα σαγηνευτική, εννοείται. Το πρόβλημα με το «Επί Κολωνώ» και την ομάδα «Νάμα» είναι να μην ξεχαστείς, να συγκρατήσεις τον εαυτό σου και την κρίση σου από το να διαλυθούν στη χοάνη του ρεαλισμού.

 

Οπως και φέτος, πάλι. Το θέατρο ξεκίνησε τη σεζόν του με τη σκηνοθεσία της Ελένης Σκότη στο βραβευμένο έργο της Βρετανίδας συγγραφέως Ντον Κινγκ, «Αλεπούδες». Πρόκειται για καθαρή παραβολή. Σε κάποιον μακρινό τόπο –που μυρίζει Βρετανία- ένα αυταρχικό καθεστώς έχει στηρίξει την επιβολή του στην παρουσία των… αλεπούδων. Οι δύσμοιρες αυτές έχουν αποκτήσει μέσω της κρατικής προπαγάνδας τη μορφή του σατανά. Ειδικά εκπαιδευμένοι «ανιχνευτές» -στα καθ’ ημάς, ένα είδος γενίτσαρων- σαρώνουν την επικράτεια για να ελέγξουν τους αφελείς αγρότες και να τους τρομοκρατήσουν, με αφορμή μια πιθανή εμφάνιση κάποιας αλεπούς. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον παραλόγου, η εμφάνιση ενός ανιχνευτή στη φάρμα δύο άκληρων γεωργών θα γίνει –σύμφωνα με την αλάθητη συνταγή του ρεαλισμού- ο καταλύτης για την αποκάλυψη των μυστικών που δένουν το ζευγάρι αλλά και του τρόπου καταπίεσης του καθεστώτος.

 

Το έργο κυλά πραγματικά πάνω σε ράγες. Τέσσερα πρόσωπα όλα κι όλα σε κάθε συνδυασμό που γεννά σασπένς και ανατριχίλες. Μια θαυμάσια τεχνική στην πληροφόρηση του θεατή και στη βαθμιαία υποβολή του. Και βέβαια, η εμφάνιση στο τέλος της ανατροπής, ώστε ο θεατής να μείνει με ανοιχτό το στόμα για όσα γεννούν η δραματική οικονομία και η αδήριτη ανάγκη της αληθοφάνειας.

 

Μέχρι εκεί είναι απολύτως κατανοητά η επιλογή του έργου και το ανέβασμά του στο «Επί Κολωνώ». Στον ρεαλισμό το θέατρο της Σκότη είναι –είπαμε- ασυναγώνιστο. Και με την ωραία μετάφραση του Γιώργου Χατζηνικολάου (ο ίδιος ως συνήθως έχει σχεδιάσει και τον σκηνικό διάκοσμο της παράστασης) προδιαγράφεται μια νέα μάζωξη στην πλατεία του. Εκείνο που με προβληματίζει είναι ο μάλλον απλοϊκός πολιτικός ορίζοντας της Κινγκ. Για να πούμε την αλήθεια, σαν παραβολή οι «Αλεπούδες» δεν παραβιάζουν παρά ανοιχτές πόρτες. Ή, καλύτερα, πόρτες ήδη ανοιγμένες διάπλατα από τους προηγούμενους. Είναι γνωστός ο τρόπος με τον οποίο ένα καθεστώς ανακηρύσσει κάτι (εν πολλοίς αόρατο και τεχνητό) σε μισητό, αντίθετο πόλο, ώστε γύρω από αυτό να συγκεντρώνει την προπαγάνδα και την καταστολή του. Από τον Μπρεχτ μέχρι τις καλύτερες στιγμές του πολωνικού παραλόγου, αλλά και του ελληνικού του αντίστοιχου, οι συγγραφείς μέσα στις παραβολές κι αλληγορίες τους κάτι τέτοιο λένε. Μόνο που σε άλλες καταστάσεις οι συνθήκες δικαιολογούσαν το υπονοούμενο και τον συμβολισμό. Τώρα, όχι. Είναι και κάπως αστείο: Εχουμε όλοι καταλάβει από την αρχή κιόλας το νόημα του πράγματος. Και εν τούτοις το έργο επιμένει να μας κλείνει συνωμοτικά το μάτι.

 

Οπως είναι φανερό, το έργο της Κινγκ δεν έχει τίποτα το συναρπαστικό να δείξει μέχρι εκεί. Γίνεται πολύ πιο ενδιαφέρον όταν στρέφεται και περιγράφει, με λεπτότητα, όχι τον τρόπο με τον οποίο το καθεστώς χρησιμοποιεί τους ανθρώπους, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το καθεστώς για να καλύψουν τις πληγές τους. Τον τρόπο με το οποίο ο φασισμός και το κυνήγι του απίθανου και αόρατου άλλου –στην πραγματικότητα η εφεύρεσή του- γίνονται το όπιο του ατόμου στην πάλη με τον εαυτό του. Αυτή η σπουδή είναι μια αληθινή υπαρξιακή μελέτη της βίας, κάτι αληθινά σπουδαίο για να σκεφτεί κανείς και να προβληματιστεί μετά την παράσταση.

 

Και είναι αυτό το αποτέλεσμα στο οποίο καταλήγει η διδασκαλία της Σκότη, ακόμη μια κατάκτηση του ρεαλισμού της. Και δίνει βέβαια άπλετο χώρο για τις ερμηνείες των ηθοποιών. Δείτε τους στην αρχή της παράστασης: Στο ταμπλό βιβάν με τους δυο αγρότες, Δημήτρη Λάλο και Ιωάννα Παππά, αρκεί το ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα του πρώτου, το επίμονο σμίξιμο των φρυδιών της δεύτερης και το θαύμα του ρεαλισμού είναι κιόλας παρόν. Καταφέρνουν να κρύψουν εκεί, στην τσέπη του ρόλου τους, όλα τα μυστικά. Ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτα που να μην το γνωρίζουμε εξ αρχής – μένει μόνο να περιμένουμε να το εκστομίσουν. Από κοντά οι νεότεροι Χάρης Χιώτης και Ιωάννα Κολιοπούλου. Τον πρώτο ίσως να τον ήθελα ακόμα πιο αλλοπαρμένο στη προσκόλλησή του σε μια ιδέα εξουσίας. Ωστόσο η παρουσία του είναι κι έτσι ικανοποιητική. Η Κολιοπούλου έχει γνησιότητα και κύρος, γεμίζει τον ρόλο της από άκρη σε άκρη, χωρίς το παραμικρό κενό.

 

Δεν θα το κρύψω, πάλι ξεχάστηκα. Αισθάνθηκα τον γύρω μου χρόνο μια φορά στην αρχή, κι ύστερα ξανά στο τέλος της παράστασης. Οι «Αλεπούδες» κατάφεραν να με βυθίσουν στην άλλη πραγματικότητα, από οράματα κι οπτασίες του λόγου. Δηλώνω ακόμα γοητευμένος.

 

Scroll to top