Εκτός από αναμενόμενη συνέπεια της κρίσης, η μειωμένη προσέλευση ακροατών συνιστά σαφές μήνυμα ότι υπάρχει όριο στο μέχρι πού είναι διατεθειμένοι οι Αθηναίοι φιλόμουσοι να ακολουθήσουν τον Βασίλη Χριστόπουλο στις «διδακτικές» εξερευνήσεις ρεπερτορίου
Του Γιάννη Σβώλου
Τελευταία παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής τη 2η, την 3η και την 4η συναυλία του κύκλου «Μουσικές του Νέου Κόσμου» της ΚΟΑ. Αποκομίσαμε από άριστες έως μετριότατες εντυπώσεις, άλλοτε λόγω προβληματικών ισορροπιών στη σύνθεση των προγραμμάτων και άλλοτε λόγω προβληματικών ερμηνειών. Επίσης, εκτός από αναμενόμενη συνέπεια της οικονομικής κρίσης, η γενικά μειωμένη προσέλευση ακροατών, οποιοσδήποτε κι αν διηύθυνε ή έπαιζε ως σολίστας, συνιστά σαφές μήνυμα ότι υπάρχει όριο στο μέχρι πού είναι διατεθειμένοι οι Αθηναίοι φιλόμουσοι να ακολουθήσουν τον Βασίλη Χριστόπουλο στις «διδακτικές» εξερευνήσεις ρεπερτορίου.
Στις 8/11/2013, ο Μίλτος Λογιάδης διηύθυνε έργα Αμερικανών δημιουργών: «Το αναπάντητο ερώτημα» του Αϊβς, το «Κοντσέρτο για βιολί αρ.2» του Γιώργου Τσοντάκη, την «Ανοιξη στα Απαλάχια» και το «Ροντέο» του Κόπλαντ. Το πρώτο δόθηκε σε μια ταιριαστά κατανυκτική ανάγνωση. Το βραβευμένο κοντσέρτο του Ελληνοαμερικανού συνθέτη υπηρετήθηκε ιδανικά από την αριστουργηματική ερμηνεία του Αντώνη Σουσάμογλου: αψεγάδιαστη ορθοτονία, αιθέριες διαβαθμίσεις δυναμικής, υδραργυρικής ρευστότητας φραστική, υπέροχης ελαφράδας συνομιλία με την ορχήστρα! Η ίδια ερμηνεία ανέδειξε πλήρως και τις προβληματικά έκδηλες επιδράσεις από τα βιολιστικά κοντσέρτα του Πολωνού Κάρολ Σιμανόφσκι (αρμονίες, αισθησιακά φορτισμένη, ρευστή φραστική, εκστατικές, εμπρεσιονιστικές ατμόσφαιρες) αλλά και του Αμερικανού Τζον Ανταμς (επίμονο, επιτηδευμένα «απορρυθμισμένο», μινιμαλιστικό ρυθμικό στοιχείο). Εχοντας ακούσει τόσο ωραία παιγμένο το φτιαγμένο από δάνεια κοντσέρτο του Τσοντάκη αναρωτηθήκαμε για πολλοστή φορά αν κάποτε θα ακούσουμε τον εξαίρετο Θεσσαλονικιό βιολιστή και στα… πρωτότυπα. Οι πεμπτουσιακά αμερικανικές μουσικές για μπαλέτο του Κόπλαντ δόθηκαν άνετα, στρωτά, με ρυθμικό σφρίγος.
Στις 15/11/2013, ο Βλαδίμηρος Συμεωνίδης διηύθυνε έργα Ευρωπαίων γραμμένα επί αμερικανικού εδάφους. Η ιδέα ήταν ενδιαφέρουσα όμως, μοιραία, οδήγησε σε πέντε συνθέσεις του 20ού αιώνα απαγορευτικά απαιτητικές για την ΚΟΑ, της οποίας τις ικανότητες ξεπερνούσε φανερά, τουλάχιστον με τον δεδομένο αριθμό δοκιμών, αλλά και για το αθηναϊκό ακροατήριο, που δύσκολα χωνεύει ό,τι ξεπερνά την… κόκκινη γραμμή του βασικού ρεπερτορίου. Υπήρξε, λοιπόν, πολλαπλά άδικο, τόσο για την ίδια την ορχήστρα, που σε κάθε περίπτωση έχει σημειώσει ασύλληπτη πρόοδο υπό τον Χριστόπουλο, όσο και για τον ικανότατο Βορειοελλαδίτη αρχιμουσικό, που πάσχισε άδικα να μετατρέψει σε μουσική πέντε δύστροπες παρτιτούρες απανωτά.
Από τη συναυλία αυτή κρατάμε την αθλητική, ευφυή ερμηνεία του Κωνσταντίνου Βαλιανάτου στο μεταθανάτιο «Κοντσέρτο για πιάνο αρ.3» του Μπάρτοκ. Η σπάνια ικανότητά του να αποκωδικοποιεί τη στρυφνή αρμονική γλώσσα, τη γωνιώδη φραστική και τους πολύπλοκους ρυθμούς του Ούγγρου συνθέτη δίχως ίχνος προσπάθειας, προσφέροντας ένα αβίαστο –σχεδόν α λα Μπραμς!- αποτέλεσμα, έφερε το στίγμα ενός ερμηνευτή με μεγάλες προοπτικές. Τα υπόλοιπα έργα της βραδιάς, δηλαδή το «Κοντσέρτο Ντάμπαρτον Οουκς» και η «Πόλκα του τσίρκου» του Στραβίνσκι, το «Θέμα και παραλλαγές» του Σένμπεργκ και η «Σουίτα από την όπερα “Αγάπη για τα τρία πορτοκάλια”» του Προκόφιεφ, δόθηκαν σε εκτελέσεις ποιοτικά αντιστρόφως ανάλογες του βαθμού δυσκολίας του καθενός. Το εξεζητημένο κοντσέρτο του Στραβίνσκι ακούστηκε απλώς νευρικά και αγχωμένα αντί σβέλτα και ανάλαφρα, το έργο του Σένμπεργκ ήχησε απλώς συλλαβιστά και άχαρα. Μόνον στη ρυθμικά άμεση, απερίφραστα εξωστρεφή σουίτα του 30χρονου Προκόφιεφ, οι μουσικοί αισθάνθηκαν στα νερά τους και το παίξιμό τους «λύθηκε», αποδίδοντας μια ωραία, αβίαστη, δυναμική ανάγνωση.
Αμερικανικός ήχος imported from Europe!
Στις 22/11/2013, ο ίδιος ο Βασίλης Χριστόπουλος συνδύασε τη δημοφιλέστατη «Συμφωνία αρ.9, του Νέου Κόσμου» του Αντονίν Ντβόρζακ, πρόταση-πρότυπο του Τσέχου δημιουργού για δημιουργία μιας αμερικανικής εθνικής μουσικής, με δημοφιλή έργα από τις ΗΠΑ. Διόλου τυχαία, η παρουσία του έγινε άμεσα αισθητή στην ανώτερη ποιότητα ήχου και στο τεταμένο, γεμάτο εγρήγορση παίξιμο των μουσικών. Ωστόσο, στην εκτέλεση της εισαγωγής στην όπερα «Candide» του Μπέρνσταϊν, ο αρχιμουσικός υπερεκτίμησε τη δυνατότητά τους να ακολουθήσουν τις ξέφρενα υψηλές ταχύτητες –δίχως αυτές η ξεσαλωματική, α λα Μπρόντγουεϊ ελαφρότητα του κομματιού χάνει κάθε νόημα- με αποτέλεσμα αισθητά αγχωμένη, μέτρια εστιασμένη φραστική στα έγχορδα.
Εξαιρετική από κάθε άποψη ήταν η ερμηνεία του «Κοντσέρτου για βιολί» του Μπάρμπερ από τη Γιαπωνέζα βιολίστρια Κιότο Τανίνο. Αισθητά επηρεασμένος από τη βαρύνουσα παρουσία του Εριχ Κόρνγκολντ στο κινηματογραφικό Χόλιγουντ (1934-46), ο ήχος του Μπάρμπερ μεταγράφει εδώ επί αμερικανικού εδάφους την αισθησιακή ορχηστρική παλέτα και τον μελωμένο συναισθηματισμό του αυστρογερμανικού Μεσοπολέμου. Αναμενόμενα υψηλές είναι, συνεπώς, οι απαιτήσεις απόδοσής του ώστε να μην καταλήξει ανυπόφορα γλυκερός. ΚΟΑ, Χριστόπουλος εξασφάλισαν μια πολυτελή ορχηστρική συνοδεία με μεταξένιο ήχο εγχόρδων και πεντακάθαρα στρωματωμένη, ηδονικά εύπλαστη φραστική. Στο αργό μέρος απολαύσαμε τα θεία σόλι του ομποΐστα Γιάννη Οικονόμου και του κλαρινετίστα Σπύρου Μουρίκη. Η Τανίνο συνεισέφερε παίξιμο υψηλής μουσικότητας, ακριβές, πλασμένο με θαυμαστού σφρίγους, μακρά μελωδικά τόξα, συναισθηματικά συγκρατημένο ώστε να μην εκτραπεί σε «μελό». Επιπλέον, ανταποκρίθηκε με αθλητική σβελτάδα στην ξέφρενη, σπινθηροβόλο ταραντέλα του σύντομου φινάλε. Η βραδιά ολοκληρώθηκε λαμπερά με τη «Συμφωνία του Νέου Κόσμου» σε μια θυελλώδους δυναμισμού εκτέλεση, έντονα χρωματισμένη από ριψοκίνδυνους εκφραστικούς μανιερισμούς: βίαιες επιταχύνσεις και ακραίες επιβραδύνσεις, στρατιωτικά τονισμένο ρυθμικό στοιχείο, ανάδειξη/απομόνωση λεπτομερειών με ακραίες μεταπτώσεις ταχυτήτων, επιτηδευμένη προβολή της τραχύτητας των χάλκινων πνευστών. Στο κατανυκτικό Largo απολαύσαμε για πολλοστή φορά το υπέροχο σόλο της Χριστίνας Παντελίδου στο αγγλικό κόρνο.