Ν. ΑΦΡΙΚΗ Εφυγε από τη ζωή ο Νέλσον Μαντέλα, ο αγωνιστής που νίκησε το ρατσιστικό απαρτχάιντ
Του Δημήτρη Σ. Φαναριώτη
Ο Νέλσον Μαντέλα, ο «πατέρας της δημοκρατίας» της Νότιας Αφρικής, ήρωας του αγώνα εναντίον του απαρτχάιντ και πρώτος μαύρος πρόεδρος της χώρας, άφησε τα μεσάνυχτα την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 95 ετών.
Ο «Μαντίμπα» πέθανε γαλήνια στο σπίτι του στο Γιοχάνεσμπουργκ, περιστοιχισμένος από τα μέλη της οικογένειάς του. «Το έθνος έχασε το σημαντικότερο τέκνο του, ο λαός έχασε τον πατέρα του», τόνισε φανερά συγκινημένος ο Νοτιοαφρικανός πρόεδρος, Τζέικομπ Ζούμα. «Με τον άοκνο αγώνα του για ελευθερία κέρδισε τον σεβασμό του κόσμου. Με την ταπεινότητα, τη συμπόνια και την ανθρωπιά του κέρδισε την αγάπη». Οι σημαίες στη χώρα θα κυματίζουν μεσίστιες μέχρι την κηδεία του, που θα γίνει δημοσία δαπάνη.
Σπάνια ένας άνθρωπος αποκτά στη ζωή του ένα τόσο υψηλό παγκόσμιο πεδίο αποδοχής ακόμη και από τους εχθρούς του, και σίγουρα ο Νέλσον Μαντέλα, ο «αιώνιος αντάρτης» ο οποίος πέτυχε το φαινομενικά ακατόρθωτο, να «γκρεμίσει» δηλαδή το απαρτχάιντ, θα μείνει για πάντα στο πάνθεον των προσωπικοτήτων που με το κουράγιο, την αποφασιστικότητά τους και τους αγώνες τους άλλαξαν τον ρου της Ιστορίας.
Κι αυτό επειδή ύστερα από σχεδόν τρεις δεκαετίες φυλάκισης όχι μόνο θα γίνει ο πρώτος μαύρος πρόεδρος της Νότιας Αφρικής, αλλά θα διαδραματίσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάρρευση του απαρτχάιντ και την αντικατάστασή του με μια πολυφυλετική δημοκρατία. Μεταξύ των μοναδικών χαρισμάτων του ο αυτοσαρκασμός και η έλλειψη εμπάθειας, μίσους και εκδικητικότητας απέναντι στους διώκτες του.
Ο «Ρολιλάλα», όνομα το οποίο στην τοπική διάλεκτο της επαρχίας Τρανσκάι σημαίνει «ταραχοποιός», γεννήθηκε στις 18 Ιουλίου 1918 στο Μβέζο, ένα μικρό χωριό της Νότιας Αφρικής στην επαρχία Τρανσκάι, και ο πατέρας του, Γκάντλα Μπακανιάσουα, ήταν αρχηγός του χωριού. Το όνομα «Νέλσον» τού δόθηκε στο σχολείο από έναν δάσκαλο, ενώ σπούδασε στο πανεπιστημιακό κολέγιο Φορτ Χέαρ στην πόλη Αλις και στο Πανεπιστήμιο του Βιτβάτερσραντ. Πήρε πτυχίο νομικού στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Αφρικής για να ακολουθήσει το επάγγελμα του δικηγόρου.
Το 1943 ο «Μαντίμπα» (το όνομα της φυλής του), όπως τον αποκαλούν οι Νοτιοαφρικανοί, εμφανίζεται για πρώτη φορά στις συνελεύσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συνοικισμού αλλά και του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, ενώ έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει σε πανεπιστημιακές διαδηλώσεις με αποτέλεσμα να διωχθεί από το εκπαιδευτικό ίδρυμα.
Το 1944 ιδρύει μια ριζοσπαστική νεολαία. Την ίδια χρονιά παντρεύεται την πρώτη σύζυγό του Εβελίν Μασε με την οποία θα χωρίσει το 1958, αφού αποκτήσουν τέσσερα παιδιά. Το 1947 εκλέγεται στην Εκτελεστική Επιτροπή του Εθνικού Αφρικανικού Κογκρέσου και το 1956 τού αποδίδονται κατηγορίες προδοσίας οι οποίες ωστόσο καταρρέουν. Το 1958 θα παντρευτεί τη Γουίνι Μαντικιτζέλα, η οποία θα παίξει ενεργότατο ρόλο στη διεθνή καμπάνια για την απελευθέρωσή του. Το 1962 καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση και δύο χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι του 1964, σε ισόβια φυλάκιση. Θα παραμείνει φυλακισμένος για περισσότερο από ένα τέταρτο του αιώνα (27 χρόνια), για 18 χρόνια στο νησί Ρομπέν και το 1982 θα μεταφερθεί στις φυλακές Πούλσμορ, αφού θα αρνηθεί προτάσεις για υπό όρους απελευθέρωσή του.
Μεταξύ 1968 και 1969 πεθαίνει η μητέρα του και σκοτώνεται σε αυτοκινητικό δυστύχημα ο γιος του και οι αρχές δεν του επιτρέπουν να παραστεί στις κηδείες τους. Βασικά χαρακτηριστικά του, η ψυχραιμία και το χιούμορ με το οποίο αντιμετώπισε τον εγκλεισμό του. Τον Φεβρουάριο του 1990 αποφυλακίζεται από το σωφρονιστικό ίδρυμα Βίκτορ Βέρστερ στο οποίο έχει μεταφερθεί.
Ηδη απο τη δεκαετία του ’80 έχει ξεκινήσει διεθνής καμπάνια για την απελευθέρωσή του, η οποία θα κορυφωθεί το 1988 με συναυλία στο Γουέμπλεϊ, η οποία μεταδίδεται από τα μεγαλύτερα διεθνή δίκτυα, όπου 72.000 άνθρωποι τραγουδούν «Απελευθερώστε τον Νέλσον Μαντέλα». Η διεθνής κατακραυγή εναντίον του απαρτχάιντ αναγκάζει την παγκόσμια κοινότητα να πολλαπλασιάσει τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν για πρώτη φορά στο νοτιοαφρικανικό καθεστώς το 1967. Η διαρκώς αυξανόμενη πίεση έχει αποτέλεσμα να προχωρήσει ο Νοτιοαφρικανός πρόεδρος Φρεντερίκ Βίλι ντε Κλερκ στη νομιμοποίηση του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου, την απελευθέρωση του Μαντέλα και την έναρξη συνομιλιών με στόχο τον σχηματισμό της πρώτης πολυφυλετικής δημοκρατίας στη Νότια Αφρική.
Ετσι το 1993 μοιράζεται το Βραβείο Νόμπελ για την ειρήνη με τον Ντε Κλερκ για τον αγώνα του ενάντια στο απαρτχάιντ. Εναν χρόνο αργότερα, το 1994, αφού ολοκληρώνει τις συνομιλίες με την ηγεσία του απαρτχάιντ, προκηρύσσονται οι πρώτες δημοκρατικές εκλογές τις οποίες κερδίζει και γίνεται πρόεδρος, αξίωμα στο οποίο θα παραμείνει ώς τον Ιούνιο του 1999, οπότε και θα αποχωρήσει για να αναλάβει ο Τάμπο Μπέκι.
Την ίδια χρονιά, σε ηλικία 81 ετών ανακοινώνει δημοσίως: «Θα ήθελα να επιστρέψω στο χωριό μου και να μπορώ να περπατώ στα λιβάδια, στους λόφους και στα ποτάμια όπου μεγάλωσα. Μη με αναζητήσετε, θα το κάνω εγώ», προσθέτει σηματοδοτώντας την αποχώρησή του από τον δημόσιο βίο.
Παραμένει ωστόσο οραματιστής και στα 89 του χρόνια ιδρύει τους «Πρεσβύτερους», μια ομάδα ηγετικών μορφών της διεθνούς κοινότητας η οποία έχει στόχο να αντιμετωπίσει ορισμένα από τα μείζονα προβλήματα του πλανήτη.