ΤΑΪΛΑΝΔΗ Πίσω από την προσφυγή στις κάλπες, που ανακοίνωσε η πρωθυπουργός Σινουάτρα, κρύβεται ο πόλεμος του πανίσχυρου αδελφού της και της νέας ελίτ με την παλιά υπό τον βασιλιά Μπουμιμπόλ
Της Μαργαρίτας Βεργολιά
Λίγο αφότου οι βουλευτές του αντιπολιτευόμενου Δημοκρατικού Κόμματος (PSCR) υπέβαλαν μαζικά τις παραιτήσεις τους, προχθές, αποχωρώντας από τη Βουλή της Ταϊλάνδης, η πρωθυπουργός Γινγκλούκ Σιναουάτρα υποσχέθηκε τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, «ώστε να αποφασίσει ο λαός τι πρέπει να γίνει».
Ωστόσο, μόλις ένα 24ωρο μετά -κι ενώ περίπου 160.000 αντικυβερνητικοί διαδηλωτές κατέκλυσαν και πάλι τους δρόμους της Μπανγκόκ, ζητώντας εδώ και τώρα πολιτική αλλαγή στη χώρα- η 45χρονη Γινγκλούκ ανακοίνωσε με συνοπτικές διαδικασίες τη διάλυση της Βουλής και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες «για να αποφευχθεί η κλιμάκωση της βίας».
Πιθανότερη ημερομηνία εκλογών θεωρείται τώρα η 2α Φεβρουαρίου. Λίγοι αναλυτές, όμως, εκτιμούν ότι αυτή η εξέλιξη θα οδηγήσει σε αποκλιμάκωση της κρίσης, που σε λίγες ημέρες συμπληρώνει μήνα και ήδη «μετρά» 5 νεκρούς, κλονίζοντας τα θεμέλια της δεύτερης ισχυρότερης οικονομίας της νοτιοανατολικής Ασίας…
Φοιτητές και μεσαία τάξη
Από τα μέσα Νοεμβρίου, υποστηρικτές του PSCR και του μοναρχικού πολιτεύματος, μέλη της παλιάς οικονομικής ελίτ και της αστικής μεσαίας τάξης, καθώς και φοιτητές έχουν ξεσηκωθεί, ζητώντας την άμεση αντικατάσταση της κυβέρνησης από ένα «λαϊκό συμβούλιο» -όπως το ονομάζουν- που θα απαρτίζεται από «προσωπικότητες καλών προθέσεων», θα προωθήσει μεταρρυθμίσεις στη συνταγματική μοναρχία και θα κατευθύνει τη μετάβαση σε μια νέα πολιτική τάξη…
Εξ ου και η ηγεσία της αντιπολίτευσης διαμηνύει τώρα ότι η προκήρυξη εκλογών δεν την καλύπτει. «Ο λαός ξαναπήρε την εξουσία», διακήρυξε χθες ενώπιον των διαδηλωτών ο επικεφαλής τους, Σουθέπ Θαουγκσουμπάν, πρώην γ.γ. του PSCR και αντιπρόεδρος της προηγούμενης κυβέρνησης που είχε διορίσει ο στρατός (εναντίον του, σημειωτέον, εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης). Κι αφήνοντας να εννοηθεί ότι η αντιπολίτευση θα μποϊκοτάρει αυτή τη φορά την κάλπη, προανήγγειλε ότι «οι κινητοποιήσεις θα συνεχιστούν, μέχρι να ξεριζωθεί το καθεστώς Θακσίν».
Πρόκειται για το «κράτος εν κράτει» του δισεκατομμυριούχου πρώην πρωθυπουργού Θακσίν Σιναουάτρα, αδελφού της νυν πρωθυπουργού και εσαεί ισχυρού παράγοντα στην Ταϊλάνδη. Ακόμη και μετά την ανατροπή του από τον στρατό, το 2006, αλλά και τη μετέπειτα αυτοεξορία του στο Ντουμπάι -ένεκα ερήμην καταδίκης του για διαφθορά-, θεωρείται ότι κινεί παρασκηνιακά τα «νήματα» εξουσίας.
Υπό διάφορους κομματικούς «μανδύες», άλλωστε, ο Θακσίν κυριαρχεί άμεσα ή έμμεσα τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Για την ακρίβεια, το φιλομοναρχικό Δημοκρατικό Κόμμα έχει να «σταυρώσει» εκλογική νίκη από το 1992!
Η πρωτοκαθεδρία αυτή, καταγγέλλει η αντιπολίτευση, στήθηκε από τον Θακσίν πάνω σε έναν ολόκληρο μηχανισμό εξαγοράς ψήφων, μέσω από την οικονομική ενίσχυση του αγροτικού πληθυσμού των βόρειων και βορειοανατολικών επαρχιών (η Παγκόσμια Τράπεζα μιλά για 46% αύξηση του μέσου εισοδήματος σε αυτές τις περιοχές, επί των ημερών του).
Ανακάτεψε την τράπουλα
Κίνηση, με την οποία ανακάτεψε την κοινωνική «τράπουλα» της Ταϊλάνδης και ενίσχυσε σε τέτοιο βαθμό την πολιτική ισχύ και τον προσωπικό του πλούτο, ώστε να θεωρηθεί δυνητική απειλή στη θεσμική υπεροχή του 87χρονου βασιλιά Μπουμιμπόλ.
Η σημερινή κρίση, λοιπόν, δεν είναι παρά η συνέχεια μιας μακράς διαμάχης μεταξύ της παλιάς και της νέας ελίτ στην Ταϊλάνδη, με «έπαθλο» τον έλεγχο της μετά Μπουμιμπόλ εποχής, που πλησιάζει. Οχι τυχαία, άλλωστε, ο Θακσίν επέλεξε αυτή τη χρονική στιγμή για να σπάσει τη σιωπή του, την ώρα δηλαδή που η παλιά ελίτ επιχειρεί -με την παρασκηνιακή στήριξη του στρατού κατά πώς λέγεται- να ξαναπάρει το «πάνω χέρι».
«Η πολιτική στη χώρα μου είναι πολύ βάρβαρη», διεμήνυσε μέσω facebook. «Με έχει μεταχειριστεί σκληρά, κυρίως με κατηγορίες για απιστία έναντι του μονάρχη. Το να με αγαπούν ή να με μισούν κάποιοι είναι δικαίωμά τους. Ομως δεν πρέπει να οδηγούνται από ανθρώπους που διαδίδουν ψεύδη ή ισχυρίζονται ότι έχω φιλοδοξίες να γίνω πρόεδρος της χώρας» συμπλήρωσε αινιγματικά…