16/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Παραλλαγές θανάτου» στο θέατρο «Πορεία»

Ο έρωτας σαν δοκιμασία της νιότης

Μετά τη θητεία του στο Εθνικό Θέατρο, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιστρέφει στον Φόσε, αλλά και σε μια γνώριμη καλλιτεχνική παρέα. Πέντε-δέκα πιστοί συνεργάτες, ένα κείμενο για λάξευμα, αγωνία και μετεωρισμός. Από το θαυμάσιο επιτελείο ηθοποιών ξεχωρίζουν η Αλκηστις Πουλοπούλου και ο Χρήστος Λούλης, ενώ τα σκηνικά της Μάρως Μιχαλακάκου είναι.
      Pin It

Μετά τη θητεία του στο Εθνικό Θέατρο, ο Γιάννης Χουβαρδάς επιστρέφει στον Φόσε, αλλά και σε μια γνώριμη καλλιτεχνική παρέα. Πέντε-δέκα πιστοί συνεργάτες, ένα κείμενο για λάξευμα, αγωνία και μετεωρισμός. Από το θαυμάσιο επιτελείο ηθοποιών ξεχωρίζουν η Αλκηστις Πουλοπούλου και ο Χρήστος Λούλης, ενώ τα σκηνικά της Μάρως Μιχαλακάκου είναι για βραβείο

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

theatro-parallages-thanatouΟ Χουβαρδάς επιστρέφει στον Φόσε έπειτα από χρόνια και αρκετό νερό στο αυλάκι. Μετά τη θητεία του στο Εθνικό και ύστερα από μια παράσταση σαν το «Πένθος» -εργασία δηλαδή μεγάλης κλίμακας από κάθε άποψη-, ο σκηνοθέτης επιλέγει να ικανοποιήσει ένα παλιό απωθημένο (αυτό είναι ο Φόσε για τον Χουβαρδά) κι ένα παλιό, σταθερό μέτρο αξιών.

 

Γενικά, επιστρέφει. Πίσω σε μια καλλιτεχνική παρέα, από την αρχή πάλι, πίσω στα βασικά. Πέντε-δέκα πιστοί συνεργάτες, ένα κείμενο για λάξευμα, αγωνία και μετεωρισμός. Το «Αμόρε» –το πνεύμα και το στιλ του- μεταφέρονται στο «Πορεία» και εκπέμπουν από εκεί στις παλιές συχνότητες. Θα μπορούσαν οι «Παραλλαγές θανάτου» να ήταν δέκα φορές καλύτερες απ’ ό,τι είναι (που είναι ήδη πολύ καλές) –και πάλι, το ελληνικό θέατρο δεν θα έβγαινε πολύ περισσότερο κερδισμένο από το ίδιο το παράδειγμα του καλλιτέχνη.

 

Αυτά για τον πρόλογο. Στο ίδιο το έργο, οι «Παραλλαγές» ανήκουν σε εκείνο το είδος θεάτρου που εκτοπίζει τη φιλοσοφία από τον παλιό ρόλο της «μελέτης θανάτου». Εδώ ένας μεγάλος συγγραφέας οδηγείται στα όρια, στο σημείο όπου ο θάνατος υπάρχει κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην κυριολεξία των λέξεων και τη μεταφορά τους. Για τον Φόσε έτσι κι αλλιώς οι λέξεις δεν είναι το μέσον αλλά το εμπόδιο. Και όμως, πρέπει με αυτές, μία μία, να τρυπήσει το τείχος που χωρίζει το «να μιλάς για ένα πράγμα σαν τον θάνατο» από το να ζεις τον θάνατο.

 

Γι’ αυτό ακριβώς μην περιμένετε πολλά λόγια παρηγοριάς, ούτε καν πολλά λόγια. Το έργο στη σκηνοθεσία του Χουβαρδά είναι εμβαπτισμένο σε ένα ενυδρείο σιωπής, στο κράτημα ενός νου που του συμβαίνει το αποκαλυπτικό κενό. Μέσα σε αυτό το υγρό, σαν τη φορμόλη της γλώσσας, κινούνται τα σώματα των δύο γονιών που έχασαν τη μονάκριβη κόρη τους. Εδώ ζουν οι μνήμες και οι μορφές του παρελθόντος, όπως οι σκιές. Και εδώ η ζωή κυκλώνεται σε αντίτυπα που συνυπάρχουν στον γύρο του θανάτου.

 

Μοιάζει δύσκολο όλο αυτό, κι όμως αληθινά δεν υπάρχει τίποτα φυσικότερο στον Φόσε από τη ζωή που βρίσκεται μπροστά στον χαμό και το τέλος. Είναι μια αληθινή ζωή η ζωή στις «Παραλλαγές», ζωή που ξεφεύγει από το θέατρο και το αρνείται. Και αν τα πρόσωπα μιλούν με αντιφάσεις και μοιάζουν γλιστερά και φευγαλέα σαν τα ψάρια στο ενυδρείο, είναι γιατί έτσι μιλούν οι άνθρωποι όταν δεν παίζουν θέατρο.

 

Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το θέατρο του Φόσε μοιάζει, και από μια άποψη είναι στ’ αλήθεια, ανιαρό. Δεν έχει να προσφέρει πολλά, ούτε ως υπόθεση, ούτε έστω σαν παρουσίαση μιας ενδιαφέρουσας ματιάς σε ένα παλιό ζήτημα. Είναι μια ποιητική υπενθύμιση της σπασμωδικής και τεμαχισμένης φύσης μας, που κάποια στιγμή συναντά το μοιραίο και μαζί του γνωρίζει βαθιά τον εαυτό της.

 

Δεν είναι καν «απαισιόδοξος», παρά το βαρύ κλίμα του, ο Φόσε. Αντίθετα, αν προσέξουμε καλά, θα δούμε πως ο θάνατος διαβάζεται και αντίστροφα. Μήπως η νωχελική κόρη, η σκεπασμένη με πολλά στρώματα συμπλέγματος, η απονεκρωμένη, μυωπική και άσχημη, δεν αρχίζει να ζει όταν συναντά τον μοιραίο, ρομαντικό έρωτά της στο πρόσωπο του μυστηριώδους νέου; Δεν είναι ο έρωτας που κάνει το σώμα της να ξυπνήσει πριν το βυθίσει για πάντα στη λυτρωτική θάλασσα; Καθώς ο Φόσε συναντά τον Νικ Κέιβ, βλέπουμε τον έρωτα όχι σαν ευτυχία, αλλά σαν μια δοκιμασία της νιότης που τολμά να διεκδικήσει τη δική της ζωή μέχρι το τέλος.

 

Το μόνο που έχω να παρατηρήσω στην απόδοση του Χουβαρδά, είναι αυτό που παρατηρώ σταθερά σε ανάλογες παραστάσεις. Συγγραφείς με ισχυρό ίχνος, όπως ο Φόσε, διατρέχουν τον κίνδυνο να γίνουν «-ισμοί». Να παίζονται δηλαδή σαν ειδικός τρόπος θεάτρου. Αυτή η «φοσική» ερμηνεία του Φόσε, μια παραισθητική απόδοση, δεν είναι κατ’ ανάγκην ο μόνος τρόπος για να αποδώσεις την ατμόσφαιρά του. Και θέλει κι άλλη κουβέντα για το αν οφείλεις να δώσεις τη μεταφορική ανία μετατρέποντάς την ενώπιον των θεατών σε κυριολεκτική.

 

Από το θαυμάσιο επιτελείο ηθοποιών θα μου επιτραπεί να διακρίνω δύο: την Αλκηστι Πουλοπούλου, πρώτα, που ανθίζει και μαραίνεται μπροστά μας. Και κυρίως τον Χρήστο Λούλη στη σπουδαία του μεταμόρφωση: σαν ένα πλάσμα αρχικά ξένο προς τη νόρμα, αντιφατικό, και γι’ αυτό αληθινά ζωντανό. Και ύστερα σαν θαυμάσιο σώμα, ερωτικό και σαγηνευτικό, παρηγορητικό και από μια άποψη σωτήριο. Νίκος Καραθάνος και Λυδία Φωτοπούλου παίζουν σπαρακτικά τους δύο γονείς, που μένουν άλαλοι μπροστά στο γεγονός του θανάτου και το μετατρέπουν –πώς αλλιώς να επιβιώσουν;- σε μη γεγονός της μη ζωής. Κάπως αμήχανος ο Γιάννος Περλέγκας αυτή τη φορά, όπως και η Μαρία Πρωτόπαππα. Ισως το ζευγάρι τους, οι γονείς στα νιάτα τους, δεν βρήκε τα κατάλληλα πατήματα ανάμεσα στην αφωνία και την κραυγή που γεννά το μέλλον τους.

 

Τα σκηνικά της Μάρως Μιχαλακάκου είναι βέβαια για βραβείο: Πέρα από την ατμόσφαιρα της βορινής αποξένωσης, το ίδιο το παγοδρόμιο, η επιφάνεια πάγου όπου γλιστρούν τα σώματα, είναι ίσως η πιο πυκνή σκηνική πράξη που είδα φέτος στο θέατρό μας. Ολος ο Φόσε σε μια στάση. Θαυμάσια, για ακόμη μια φορά, η μετάφραση της Εριδος Κύργια. Και τι μεταφράζει! Οχι τις λέξεις αλλά την ηχώ τους καθώς αναπηδούν στο τοιχώματα του νου. Κι άλλοτε χάνονται στο ρέμα του, άλλοτε αλλάζουν τη ροή του.

 

Scroll to top