Του Δημήτρη Αρβανιτάκη*
Τον Νοέμβριο του 1987, ο Ανδρέας Παπανδρέου επισκεπτόταν την Πολωνία: ήταν ο πρώτος, νομίζω, ηγέτης δυτικής χώρας που με την επίσκεψή του νομιμοποιούσε τη δικτατορία του Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι. Ο ανατρεπτικός Γιάννης Ιωάννου, στο «Ποντίκι», αποτύπωνε έτσι τη σκηνή: ο Γιαρουζέλσκι, ένας «μπετονένιος» στρατηγός με καπέλο, μακρύ στρατιωτικό παλτό, μαύρα γυαλιά, ανέκφραστο πρόσωπο, ένα τσιμεντένιο τέρας, έτεινε το χέρι στον επισκέπτη. Και ο Παπανδρέου αναρωτιόταν: «Μα, κουνιέται αυτό το πράγμα;» Αλλά, εκείνο το «πράγμα», στ’ αλήθεια, δεν κουνιόταν: ήταν προ πολλού ακίνητο, καρφωμένο πάνω στο πτώμα του σοσιαλισμού, εξουσιαστικό και καταστροφικό, αφεντικό και υπηρέτης μιας ιστορίας που είχε τελειώσει συνθλίβοντας εκατομμύρια ψυχές. Εκείνο το «πράγμα» δεν κουνιόταν: ήταν ένα τέρας, ένας δολοφονικός Βούδας.
Γιατί όλα αυτά; Τα θυμήθηκα πριν από λίγες μέρες, βλέποντας πρωτοσέλιδο στα «Νέα» τον γραμματέα του ΚΚΕ να διατυμπανίζει όχι μόνο το πόσο αφερέγγυος είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πόσο «λάθος στρατηγικής» ήταν η δημιουργία του Συνασπισμού. Δεν χωράει αμφιβολία: ήταν λάθος, λάθος μεγάλο, καθώς έβαλε σε δοκιμασία τη σεχταριστική πολιτική ενός απολιθώματος της ιστορίας. Καθώς έβαλε σε δοκιμασία τις «μαραγκιασμένες ψυχές» μιας ηγεσίας που κράζει το σκοτάδι στο υπερώον του Περισσού. Η παγωμένη, μεταλλική και αντιιστορική φωνή του γραμματέα δεν ηχεί καθόλου παράφωνα: με τον ίδιο τρόπο η ηγεσία του ΚΚΕ υπονόμευσε την ΕΔΑ, με τον ίδιο τρόπο θα ήθελε να πει πως το ΕΑΜ ήτανε λάθος: γιατί -λογικά- ως λάθος το φαντάζεται.
Δεν είναι η πρώτη φορά που λέγονται αυτά και ίσως, θα πεις, είναι πλεονασμός η επανάληψή τους. Στο επίπεδο των συμβόλων, όμως, τα πράγματα έχουν τη σημασία τους. Η παραδοχή ότι το ΚΚΕ αδυνατεί να αναλύσει, να κατανοήσει την πραγματικότητα, ότι έχει χάσει οποιαδήποτε επαφή μαζί της, σημαίνει ότι έχει μετατραπεί από χρόνια σε έναν μηχανισμό που στηρίζει εκείνο που δήθεν εχθρεύεται: το μερίδιο εξουσίας του εντός του αστικού κράτους. Αλλά σημαίνει επίσης κατ’ ανάγκην ότι την κοινωνία που πια δεν καταλαβαίνει τη φοβάται.
Μέρες που είναι, μια άλλη μνήμη τριγυρνάει στο μυαλό μου. Δεκέμβρης του 2008: η πρώτη στιγμή που η κοινωνία βρέθηκε αντιμέτωπη με τριγμούς πρωτόγνωρους για τη μεταπολιτευτική μας εμπειρία. Τότε που μεγάλο μέρος της νεολαίας αντέδρασε στον αυταρχισμό ενός κράτους, η όλο και πιο ταξική πολιτική του οποίου της έφραζε τον δρόμο για το μέλλον: τις άλλες πράξεις του δράματος τις ζούμε μέρα τη μέρα από τότε, όλο και πιο τραγικές, μέχρι και σήμερα. Εκείνες τις μέρες, λοιπόν, η μόνη δήλωση που βρήκε να κάνει η γραμματέας του ΚΚΕ ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «χαϊδεύει τους κουκουλοφόρους». Το θυμόμαστε. Οπωσδήποτε όλοι μας, βεβαίως και ο ΣΥΡΙΖΑ, βρεθήκαμε απροετοίμαστοι απέναντι στην έκρηξη της οργής. Οι από χρόνια διαρρηγμένες σχέσεις της κοινωνίας, κυρίως της νεολαίας, με την πολιτική, με την εφησυχασμένη και παραδομένη Αριστερά, ήταν ολοφάνερες, αφού καμία πολιτική δύναμη δεν μπόρεσε να ηγεμονεύσει, να «μεταφράσει» πολιτικά το αυθόρμητο εκείνο κίνημα. Οι καταστροφές που προκλήθηκαν μέσα στην ένταση των ημερών, προϊόν της δράσης συγκεκριμένων ομάδων, χρεώθηκαν στο σύνολο όσων κατέβηκαν στον δρόμο και έδωσαν επιχείρημα στην εξουσία για να ρίξει λάσπη σε ολόκληρη τη νεολαία.
Μόνο στην εξουσία; Το ΚΚΕ, αδύναμο να κατανοήσει, φοβισμένο απέναντι σε μια δυναμική που το ξεπερνούσε, που δεν την έλεγχε, απέναντι στο θολό ποτάμι της έκρηξης, περιχαρακώθηκε μέσα στην ασφάλεια των καθαγιασμένων σχημάτων, δίνοντας χέρι βοηθείας στον τυφλωμένο αυταρχισμό του κράτους. Ο ΣΥΡΙΖΑ ακολούθησε άλλον δρόμο, επιλέγοντας να συγκρουστεί με όλο το πολιτικό σύστημα. Εκείνο το δειλό «αφουγκραζόμαστε τη νεολαία», που τόσο μυκτηρίστηκε, τόσο κατηγορήθηκε, σχεδόν ποινικοποιήθηκε, έδειχνε τουλάχιστον ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτραβιόταν από την προσπάθεια να καταλάβει την κοινωνία, τις τροπές των πραγμάτων, τον λόγο της ύπαρξής του. Το πόσα κατάφερε, το πώς αντέδρασε η κοινωνία στις πολιτικές του είναι ζητούμενο: κυρίως σήμερα. Ομως, με όσες αντιρρήσεις, με όσες επιφυλάξεις, με όσες διαφωνίες, αυτό υπήρξε μια «περιουσία» για μεγάλο μέρος της κοινωνίας.
Σχηματοποιώ, βεβαίως, επιλέγοντας μία μόνο στιγμή μιας σύνθετης και όχι ευθύγραμμης πορείας. Αλλά, αν στα μεταπολιτευτικά χρόνια, χρόνια εφησυχασμού, το ΚΚΕ μπορούσε να ηγεμονεύει στον χώρο της Αριστεράς, σήμερα, μέσα στις δραματικές συνθήκες που απειλούν να καταστρέψουν ολοκληρωτικά τις ζωές μας, αδυνατώντας να κατανοήσει τις ριζικές κοινωνικές και νοοτροπικές αλλαγές, αρνούμενο να αναρωτηθεί για τα ίδια τα θεωρητικά του εργαλεία, επιλέγει την ασφαλή τρομοκρατία του Απόλυτου: σηκώνει το λάβαρο μιας επανάστασης-καρικατούρας, εκσφενδονίζει αφορισμούς και ξαπλώνει την Αριστερά και τους αριστερούς, την κοινωνία ολόκληρη, στο κρεβάτι του Προκρούστη μιας ξέσαρκης ιδεολογικής καθαρότητας: και όλοι βρισκόμαστε λειψοί. Τα τελευταία, όμως χρόνια, με ιδιαίτερη έξαρση μετά το Μνημόνιο και τις περυσινές εκλογές, βρέθηκε απρόσμενα και για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία με έναν ισχυρό αντίπαλο (η αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ της πρώτης Μεταπολίτευσης ήταν άλλης τάξεως), ο οποίος όχι μόνο αμφισβήτησε την κυριαρχία του στον χώρο της Αριστεράς, αλλά απέδειξε ότι μια αριστερή πολιτική μπορεί να παραχθεί μόνο μέσα στην κοινωνία, δίχως να φοβηθούμε να αμφισβητήσουμε το αποστεωμένο Κοράνι μας. Παρήγαγε αυτή την πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ; Δίχως αμφιβολία, οι ενδογενείς αντιφάσεις του είναι ακόμα ισχυρές. Αλλά, επίσης δίχως αμφιβολία, είναι μια Αριστερά που δεν φοβήθηκε και δεν φοβάται να δοκιμάσει, μαζί με την κοινωνία.
Ομως το κράτος δεν ξεχνά: ούτε τους αντιπάλους ούτε τους φίλους του. Για τούτο, οι καθεστωτικοί δημοσιογράφοι εκφράζουν χρόνια τώρα τον «σεβασμό» τους στο ΚΚΕ για τη «συνέπεια» και την «καθαρότητα» των θέσεών του. Για τούτο και ο ακροδεξιός υπουργός Υγείας, πριν από λίγες μέρες στη Βουλή, απευθυνόμενος στη συντρόφισσα Παπαρρήγα, έλεγε ότι «τιμάει και σέβεται το ΚΚΕ ως ιδεολογικό αντίπαλο». Τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη. Ναι, το κράτος δεν ξεχνά. Δεν ξεχνά ότι οι επιλογές της ηγεσίας του ΚΚΕ σήμερα λειτουργούν απολύτως διασπαστικά. Για τούτο, το ΚΚΕ θέλει και πρέπει να τιμήσει αυτή τη «συμφωνία»: άλλον δρόμο ύπαρξης δεν έχει. Για τούτο και η συντρόφισσα Λιάνα Κανέλλη, τις προάλλες, σε ένα πάνελ μεγάλου καναλιού, αλυχτούσε απευθυνόμενη στον Σκουρλέτη: «Εχετε γίνει σαν τη Χρυσή Αυγή!»
Ο Βούδας, από τον φόβο του πόνου, αρνιέται τη ζωή και είναι ευτυχισμένος.
* Ιστορικός