23/12/13 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

«Φλαντρώ», Εθνικό Θέατρο – Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»

Ο γυναικείος βυθός πίσω από τις κοινωνικές συμβάσεις

Η Λυδία Κονιόρδου, σκηνοθέτρια και πρωταγωνίστρια σε ένα ξεχασμένο έργο του Παντελή Χορν, μας άφησε με το στόμα ανοιχτό. Το ανέσυρε από τη μουσειακή αδράνεια και το ξανάδωσε στο Εθνικό αστραφτερό και κοφτερό.
      Pin It

Η Λυδία Κονιόρδου, σκηνοθέτρια και πρωταγωνίστρια σε ένα ξεχασμένο έργο του Παντελή Χορν, μας άφησε με το στόμα ανοιχτό. Το ανέσυρε από τη μουσειακή αδράνεια και το ξανάδωσε στο Εθνικό αστραφτερό και κοφτερό

 

Του Γρηγόρη Ιωαννίδη

 

flantro-ethnikoΟ καλύτερος τρόπος για να εκτιμήσουμε το παρελθόν, είναι να το αφήσουμε κάποτε να μας αιφνιδιάσει. Μέχρι σήμερα, μέχρι αυτήν την παράσταση του Εθνικού, η «Φλαντρώ» του Παντελή Χορν άνηκε στη γνωστή, πλην σπάνια, επισκέψιμη πτέρυγα του ελληνικού θεάτρου, στην πρόσφατα ανατέλλουσα για τις θεατρικές σπουδές εποχή του Μεσοπολέμου. Οχι πως τα όσα εκθέματά της ήταν ποτέ άγνωστα. Είτε όμως σκεπάστηκαν από νεότερα επιτεύγματα της σκηνικής μας ιθαγένειας, είτε βρέθηκαν εκτός ενδιαφέροντος, καθώς συνδέονταν με όρους της θεατρικής πράξης που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έμοιαζαν ξεπερασμένοι, αν όχι νεκροί. Γραμμένα τα περισσότερα στο πλαίσιο του βεντετισμού και της ηθογραφίας, ακόμα και της ψυχολογικής ρεαλιστικής σχολής, τα έργα αυτά σκεπάστηκαν γρήγορα από τη λήθη της επόμενης «εποχής θεάτρου», πολύ νέας ακόμα για να βγάλει ψύχραιμα και δίκαια συμπεράσματα.

 

Το Εθνικό και η Λυδία Κονιόρδου έβαλαν σκοπό να μας αφήσουν με ανοιχτό το στόμα. Ανέσυραν από τη μουσειακή αδράνεια ένα από τα πιο στιβαρά έργα εκείνου του καιρού, απόμακρο όχι όσο μακρινός λογίζεται σήμερα ο Χορν, αλλά όσο μακρινή φαντάζει στις μέρες μας η υποκριτική τής Κοτοπούλη. Και το ξανάδωσαν πίσω στο Εθνικό, όπου ανήκει, χωρίς την ανάγκη της βεντετίστικης οφειλής στη μεγάλη πρωταγωνίστρια, αστραφτερό και κοφτερό κάτω από το θηκάρι της οξειδωμένης ηθογραφικής του όψης. Επεισαν πέρα για πέρα: πως ο Παντελής Χορν κατάφερε με τη «Φλαντρώ» να δημιουργήσει όχι ακόμα ένα ξενοπουλικό αντίβαρο, αλλά ένα παραμυθόδραμα μεσογειακού ταμπεραμέντου και τραγικότητας, μια υπαρξιακή μελέτη του γυναικείου βυθού, που αναβράζει πίσω από τη στασιμότητα της κοινωνικής σύμβασης. Δημιούργησε μια γυναίκα ένοχη με τα μέτρα μιας εποχής, δικαιωμένη με τα μέτρα της αιωνιότητας.

 

Στο κέντρο βρίσκεται πάντα η γυναίκα, και σε αυτό το μεστό της Αφροδίτης έργο του, ο Χορν μελετά τις ανακλάσεις του δικού της πόθου. Η Φλαντρώ είναι μια αρχοντογυναίκα, άτυχη στους δύο γάμους της, διπλά χήρα και διπλά στερημένη: της λείπει η μητρική αγάπη και η γυναικεία ολοκλήρωση. Ακολουθώντας λοιπόν το άνομο πάθος της Φαίδρας, στρέφεται εναντίον του γόνου της, που εδώ είναι η κόρη της, και διεκδικεί για λογαριασμό της με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο τον έρωτα του όμορφου Νότη, γόη και «σκανδάλου» της περιοχής.

 

Το έργο συντίθεται, λοιπόν, ουσιαστικά ανάμεσα στις τέσσερις γυναίκες, τη Φλαντρώ, τη Χρύσω, την άλλη κόρη της, Μυρτώ, καθώς και την υπηρέτρια Γαρουφαλιά (πρόσωπο διόλου ασήμαντο, αν και προερχόμενο από το τυπικό παραγέμισμα της ηθογραφίας με λαϊκά, κωμικά στοιχεία). Η καθεμιά μοιάζει να διαθέτει ό,τι ακριβώς στερείται η επόμενη: πλούτο, ομορφιά, μόρφωση, ελευθερία. Οι στρουκτρουραλιστές λοιπόν μπορούν αληθινά να κάνουν χρυσές δουλειές με τη «Φλαντρώ», μαζί με όσους ζητούν στη μορφή της υπόγεια γεμάτα με το ένστικτο και το πάθος μιας πληθωρικής κι ακόρεστης λίμπιντο. Ο ίδιος ο Χορν πρόβαλε με ζέση το ψυχαναλυτικό υπόβαθρο σαν βασικό επιχείρημα του έργου του -προσωπικά πιστεύω πως δικαιολογούσε με αυτό μια υπόθεση που στην εποχή του θα φάνταζε εξαιρετικά αμφιλεγόμενη.

 

Οπως εντούτοις φαίνεται σήμερα, το ζήτημα του έργου δεν είναι μόνο ζήτημα ήθους. Το ηθογραφικό περίβλημα πίεζε ασφυκτικά τον Χορν, σαν στενός κορσές. Υπάρχει στο έργο μια τραγική φύση, που εκμαιεύει από τον «Ιππόλυτο» και τις παραλογές τη μορφή της Φλαντρώς. Πιστεύοντας σε αυτό η Λυδία Κονιόρδου απομακρύνει από το έργο κάθε ίχνος εξωτερικού ρεαλισμού, κάθε ίχνος ηθογραφικού ναρκισσισμού, και εμβολιάζει την παράσταση με τα στοιχεία ενός μινιμαλιστικού θεάτρου σε φόρμα και λόγο. Συντάσσει δηλαδή ένα θέατρο «ενισχυμένης θεατρικότητας» με ζωντανή διαλεκτική μουσική, με στοιχεία ανατολίτικου κώδικα, με πόζα και θέρμη μεσογειακή. Ενα θέατρο που επικεντρώνει στον λόγο και την εκφορά, στις λέξεις όπως αυτές εκστομίζονται και όπως αποσιωπούνται. Με άλλα λόγια, η Κονιόρδου ζητάει να μεταφέρει από τη Φλαντρώ την ουσία και το απόσταγμα της τραγικής της φύσης.

 

Δεν είναι αυτό κανένας ακραίος νεωτερισμός, δεν ξέρω αν είναι καν νεωτερισμός. Από μια άποψη, η εικόνα αυτού του θεάτρου είναι το ίδιο παλιά όσο και η πρώτη «Φλαντρώ» του Χορν. Εδώ όμως η φόρμα καταφέρνει πράγματι να αναδείξει το έργο και να εκπλήξει. Δεν νομίζω να υπάρχει θεατής που να φεύγει από το Εθνικό χωρίς τη δική μου απορία: Πώς και τόση αμηχανία τύλιγε μέχρι σήμερα ένα τέτοιο έργο;

 

Οι ερμηνείες είναι συντονισμένες σε αυτήν την αρμονική. Ως Φλαντρώ η Κονιόρδου ρίχνει βαριά σκιά στη σκηνή –διαθέτει εκτόπισμα σχεδόν κανιβαλικό για τους άλλους ηθοποιούς. Κι είναι προς τιμήν της ότι η παράσταση προβάλλει και τους άλλους ρόλους δίπλα στον κεντρικό, πλέκει ένα θέατρο πολλών και τρισδιάστατων μορφών. Η Μυρτώ της Ελεάνας Στραβοδήμου κατορθώνει να ξιφουλκήσει, έχοντας τα νιάτα σαν διαχρονικό επιχείρημα στη σύγκρουση των γενεών. Η Σεβίλλη Παντελίδου, από την άλλη, παρουσιάζει μια ίσια, απλή και όμορφη Χρύσω, με χάρη και πειθώ. Ο Νότης του Μιχάλη Σαράντη είναι δουλεμένος πάνω στο παλιό υλικό του θεάτρου: τη μελοδραματική στόφα του γόη και μετανοημένου πρώην εκμαυλιστή. Ισως η αποκάλυψη –όχι μόνο της παράστασης, αλλά και του έργου- είναι η Γαρουφαλιά της Μαρίας Διακοπαναγιώτου. Η φαρσική νότα οδηγείται στις παρυφές της τραγικής ζωής. Ο Φαίδων Καστρής απόλυτα επαρκής σαν Λευτέρης Ζατούνης.

 

Η επιτυχία του εγχειρήματος δεν είναι πως «εκμοντέρνισε» το έργο του Χορν. Ούτε ο Μεσοπόλεμος έρχεται στο σήμερα, ούτε εμείς πηγαίνουμε πίσω σε αυτόν. Συναντιόμαστε κάπου στο μέσον, στον αίθριο χώρο του ποιητικού θεάτρου. Το Εθνικό διασώζει τη «Φλαντρώ». Και η «Φλαντρώ» το Εθνικό.

 

Scroll to top