Του Γιάννη Τσίρμπα
Ο κόσμος δεν είναι πολύς στην καφετέρια που την περιμένω. Εχω πιάσει πόρτα. Εχει καθυστερήσει πάλι και αυτό αυξάνει τη νευρικότητά μου. Ο σερβιτόρος αφήνει ακόμα τη μουσική να παίζει πολύ χαμηλά και κάνει δουλειές. Οι αγουροξυπνημένοι πελάτες μιλούν χαμηλόφωνα. Μυρίζει φρέσκο καφέ, μαζί με χλωρίνη.
Μπαίνει μέσα ένας καμπούρης γκριζομάλλης. Κουνιέται ολόκληρος, κυρίως το κεφάλι του, πάνω κάτω, πέρα δώθε, πάνω κάτω, πέρα δώθε. Περπατάει με μικρά γρήγορα βηματάκια. Σαν να δουλεύει μέσα του ένα κομπρεσέρ ή σαν να δούλευε κάποτε κομπρεσέρ και να του 'μεινε αμανάτι η δόνηση. Φοράει χακί μπουφάν, παντελόνι μέχρι τους αστραγάλους και γκρι πετσετέ αθλητικές κάλτσες, μέσα σε μαύρα σκαρπίνια. Είναι καθαρός και κολλαριστός. Τα σκαρπίνια καθρέφτης. Στο ένα χέρι κρατάει ένα μάτσο ορθογώνια χαρτιά, πιασμένα με μανταλάκι. Στο άλλο κρατάει τσιγάρο, αλλά ανάποδα, με την κάφτρα γυρισμένη προς τη χούφτα και το φίλτρο να εξέχει μέσα από τα λυγισμένα δάχτυλα. Προχωράει και αφήνει μια ουρά καπνού. Μόνο έτσι καταλαβαίνεις ότι καπνίζει. Γιατί κρατάει το τσιγάρο σαν να θέλει να το κρύψει. Αυτός, κάπου, κάποτε κάπνιζε κρυφά.
Πηγαίνει καρφωτός προς ένα συγκεκριμένο τραπέζι, κάπου στη μέση. Μέχρι να φτάσει στο τραπέζι-στόχος, κάνει σλάλομ ανάμεσα σε ανθρώπους και καρέκλες, σκοντάφτει σε μια τσάντα και παρά τρίχα γκρεμίζει το σερβιτόρο με το δίσκο.
«Πενταράκια εξαράκια παιδιά, πενταράκια εξαράκια. Ωραία νουμεράκια». Οι τρεις κουστουμάτοι σταματούν να μιλάνε και τον κοιτούν μόνο για μια στιγμή. Τον κοιτώ κι εγώ, απορημένος. Μετά συνεχίζουν τη συζήτησή τους. «Πάρτε κάνα λαχείο ρε παιδιά. Κανείς δεν παίρνει πια χάρτινα λαχεία. Πάρτε κάνα πρωτοχρονιάτικο. Πενταράκια εξαράκια, ωραία νουμεράκια». Κάποιος του νεύει αδιόρατα ότι δεν ενδιαφέρονται, λένε κάτι ακόμα και ο ένας γελάει δυνατά. Αυτός όμως τώρα τα αφήνει πάνω στο τραπέζι τους. «Πεντακόσια δύο τριάντα πέντε. Ωραίο νουμεράκι. Δεν έχει βγει ποτέ». Ακούγεται ένα «Ανθρωπέ μου!». Τους κοιτάει σιωπηλός. Ρίχνει με την ησυχία του από ένα βλέμμα στον καθένα τους. Για κάθε βλέμμα, κεφάλι και σώμα ακινητοποιούνται πλήρως. Παγώνει. Ούτε πάνω, ούτε κάτω, ούτε πέρα, ούτε δώθε. Τραβάει αργά μια τζούρα από το τσιγάρο του, βγάζοντάς το ταχυδακτυλουργικά μέσα από τη χούφτα του για να το ξανακρύψει αμέσως. Σχεδόν ταυτόχρονα εκπνέει χωρίς δύναμη, έτσι που το κεφάλι του στιγμιαία περιβάλλεται από ένα σύννεφο καπνού. Μετά κάνει μεταβολή και ξεκινάει προς την έξοδο με το γνωστό αδιάκοπο κούνημα σαν να ανακατεύει το περιεχόμενο του κρανίου του για να μην κόψει. Η ουρά του καπνού από την κλειστή χούφτα τον ακολουθεί κατά πόδας. Προσπερνάει πάλι τα υπόλοιπα τραπέζια με σπασίματα μέσης και σκουντουφλήματα και κατευθύνεται σκυφτός προς την πόρτα μονολογώντας «Πενταράκια, εξαράκια, τόσο ωραία νουμεράκια».
Αμέσως πριν βγει στο δρόμο γυρίζει και με κοιτάζει κατευθείαν στα μάτια, «Κανείς δεν παίρνει πια χάρτινα λαχεία». Την ίδια στιγμή περνάει δίπλα του εκείνη. Φοράει ένα πολύχρωμο μίνι. Αυτός παγώνει και πάλι πλήρως το κρανίο και το σώμα του, τραβάει μια τζούρα και κοιτάει καμπούρικα τον κώλο της. «Κανείς».
«Χρόνια πολλά!», εκείνη με φιλάει με ανυποψίαστη αυταρέσκεια. Ο σερβιτόρος έχει ήδη ανεβάσει την ένταση της μουσικής. «Δεν θα αργήσω» της λέω και φεύγω τρέχοντας να αγοράσω όλα τα λαχεία στο πέντε και στο έξι, ενώ η τυχαία σκέψη να μην ξαναγυρίσω σφηνώνεται στο μυαλό μου.