Ανύπαρκτοι για τον νόμο παραμένουν οι μετανάστες χωρίς ταυτότητα, που κινούνται μέσα στα όρια της Ε.Ε. χωρίς βασικά δικαιώματα, χωρίς τη δυνατότητα να επιστρέψουν στις πατρίδες τους
Της Ελλης Πάνου
Είναι άγνωστος ο αριθμός τους. Μετανάστες χωρίς ταυτότητα, που κινούνται μέσα στα όρια της Ε.Ε., ανύπαρκτοι για τον νόμο, ξεχασμένοι επί χρόνια από όλους, στην ουσία χωρίς τόπο διαμονής, χωρίς βασικά δικαιώματα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες και χωρίς τη δυνατότητα να επιστρέψουν στις πατρίδες τους. Μερικοί, στην απελπισία τους, προσπαθούν να γυρίσουν, αλλά συλλαμβάνονται στα σύνορα της πατρίδας τους κι εξαναγκάζονται να ταξιδέψουν πίσω στη χώρα από όπου δραπέτευσαν. Εκεί εξακολουθούν να ζουν σε ένα φαύλο κύκλο απελπισίας, αφού δεν διαθέτουν νόμιμα «χαρτιά».
«Η ζωή μου είναι μια ιστορία καταστροφής», λέει στον Νικολάι Νίλσεν της ευρωπαϊκής ενημερωτικής ιστοσελίδας euobserver ο 29χρονος Χαγκόπ, που έφτασε στο Βέλγιο με τη μητέρα του και την αδελφή του από την Τουρκία, όταν ήταν 13 ετών. Αρμενικής καταγωγής ο Χαγκόπ, υποστηρίζει ότι τόσο η πατρίδα του, η Τουρκία, όσο και το Βέλγιο αρνούνται να αναγνωρίσουν την ύπαρξή του. «Δεν μου έχουν δώσει καμία ευκαιρία, καμία ευκαιρία…», λέει.
Ολη η οικογένεια υπέβαλε αίτημα για χορήγηση ασύλου, ο Χαγκόπ άρχισε να πηγαίνει σχολείο, προσπάθησε να χτίσει μια «φυσιολογική» ζωή. Το 2008 η μητέρα του πέθανε στο Βέλγιο, χωρίς να εγκριθεί το αίτημα για άσυλο. Η οικογένεια διαλύθηκε, ο Χαγκόπ βρέθηκε άστεγος, χωρίς ζωή και χωρίς κανένα μέλλον. Μετά από 16 χρόνια στο Βέλγιο, ο Χαγκόπ είναι «αόρατος»: ούτε οι Αρχές στις Βρυξέλλες τον αναγνωρίζουν, ούτε η Τουρκία τον δέχεται πίσω, αφού «δεν υπάρχει πουθενά στα αρχεία τους».
Η έκθεση -102 σελίδων- οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα από τη Βρετανία, την Ουγγαρία, το Βέλγιο και τη Γαλλία, σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προσφύγων και Εξορίστων, καταγράφει πολλές τέτοιες μαρτυρίες, αναδεικνύοντας μια διαφορετική κατηγορία προσφύγων, τους οποίους ονομάζει «unreturnable», δηλαδή «αυτοί που δεν μπορούν να επιστρέψουν» ή κάτι σαν οι «μη επιστρέψιμοι».
Ο όρος αναφέρεται σε αυτούς που δεν έχουν χώρα, δεν έχουν πατρίδα, δεν έχουν ταυτότητα, κανείς δεν τους αναγνωρίζει. Για διάφορους λόγους: γραφειοκρατικούς, νομικούς, ιατρικούς, πολιτικούς, επειδή στις χώρες προέλευσής τους επικρατεί χάος από εμφύλιες συρράξεις ή απολυταρχικά καθεστώτα. Αυτοί οι «μη επιστρέψιμοι» ζουν επί χρόνια πολλές φορές στο πουθενά, αντιμετωπίζοντας τη συνεχή απειλή της απέλασης ή της κράτησης -σε ορισμένες χώρες επ' αόριστον- χωρίς προοπτική να χτίσουν μια κανονική ζωή, χωρίς δουλειά, χωρίς φαγητό για τους ίδιους και τα παιδιά τους, χωρίς περίθαλψη και, πολλές φορές, χωρίς βασικά δικαιώματα.
Σε λίστα «ανεκτής διαμονής»
Οι «μη επιστρέψιμοι» δεν αναγνωρίζονται επίσημα από την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Και παρ' ότι σε ορισμένες χώρες μερικοί από αυτούς εντάσσονται στη λίστα της «ανεκτής διαμονής» -πράγμα που σημαίνει ότι αναβάλλεται η απέλασή τους ή ότι τους δίνεται προσωρινά άδεια να μείνουν, με μπόνους ορισμένα πρόσθετα δικαιώματα, μέχρι να δοθεί η εντολή απέλασής τους- σε άλλες γι' αυτούς τους ανθρώπους δεν ισχύει απολύτως τίποτε.
Στη Βρετανία, για παράδειγμα, μετανάστες χωρίς ταυτότητα μπορεί να παραμείνουν επ' αόριστον υπό καθεστώς κράτησης, ενώ οι λιγότερο «τυχεροί» απελαύνονται τάχιστα, ακόμα και σε χώρες που θεωρούνται εμπόλεμες ζώνες.
Με καταγωγή από τη Σομαλία, ο 34χρονος Τζέικομπ αφέθηκε ελεύθερος πριν από περίπου ένα μήνα από το κέντρο κράτησης Harmondsworth, που βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο του Χίθροου, είναι ίσως το μεγαλύτερο στην Ευρώπη και έχει αναλάβει να το διαχειρίζεται η αμερικανική ιδιωτική εταιρεία GEO. Στην ουσία είναι σαν μια φυλακή υψίστης ασφαλείας, που έχει τη δυνατότητα να «φιλοξενεί» 615 μετανάστες, μόνο άνδρες.
Ο Τζέικομπ έζησε δύο χρόνια εκεί και υποστηρίζει ότι έγινε μάρτυρας της απόπειρας πολλών εγκλείστων μεταναστών να δώσουν τέλος στη ζωή τους. «Μου στέρησαν την ελευθερία μου για δύο χρόνια και δύο μήνες», λέει «και ακόμα δεν καταλαβαίνω γιατί έμεινα εκεί κρατούμενος τόσο καιρό». Η περιπέτεια της ζωής του βέβαια είχε ξεκινήσει χρόνια πριν φτάσει ως μετανάστης στη Βρετανία, το 1994. Χωρίς να διαθέτει χαρτιά, παγιδεύτηκε εκεί λόγω του πολέμου στη Σομαλία.
Αλλά τον Απρίλιο του 2008 συμφώνησε να επιστρέψει στο Μογκαντίσου, έχοντας ήδη ζήσει 10 μήνες στο κέντρο κράτησης και απέλασης Colnbrook, το οποίο επίσης βρίσκεται κοντά στο αεροδρόμιο Χίθροου. Οι Αρχές τον ενημέρωσαν ότι το ταξίδι του πίσω στην κόλαση θα ήταν ασφαλές, καθώς θα τον συνόδευαν δύο άνδρες της ιδιωτικής αμερικανικής εταιρείας ασφαλείας G4S. Στον ενδιάμεσο σταθμό, στο Ναϊρόμπι, όμως, οι «σωματοφύλακές» του τον εγκατέλειψαν επειδή θεώρησαν ότι το υπόλοιπο ταξίδι είναι πολύ επικίνδυνο γι' αυτούς.
Οι μεταναστευτικές Αρχές της Κένυας επιβίβασαν τον Τζέικομπ σε ένα μικρό αεροπλάνο κι έπεσε θύμα ληστείας μόλις πάτησε στο έδαφος της Σομαλίας. Στη συνέχεια τον εντόπισαν στρατιώτες στο αεροδρόμιο, που τον διέταξαν να επιβιβαστεί πάλι στο ίδιο αεροπλάνο για να επιστρέψει πίσω στην Κένυα. Η πτήση, όμως, στην επιστροφή δεν είχε προορισμό το Ναϊρόμπι, αλλά το λιμάνι Μπερμπέρα στον Κόλπο του Αντεν, όπου κάποιοι τον απήγαγαν.
Προσφυγή στη Δικαιοσύνη
Κατόρθωσε να δραπετεύσει, βρήκε με περιπετειώδη τρόπο τον δρόμο για το Ναϊρόμπι, όπου ο Βρετανός αρμοστής μαθαίνοντας την ιστορία του τού έδωσε ένα εισιτήριο πίσω για το Χίθροου. Τρία χρόνια αργότερα, ο Τζέικομπ βρέθηκε πάλι έγκλειστος σε κέντρο κράτησης. Αυτή τη φορά, όμως, αποφάσισε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη.
Ο κουρδικής καταγωγής Μαζίμ, 29 ετών, κατέφυγε από το Ιράκ στην Ουγγαρία το 2011. Ούτε οι Ιρακινοί, ούτε οι Ούγγροι τον αναγνωρίζουν, αφού δεν έχει κανένα έγγραφο που να αποδεικνύει την ύπαρξή του. Εκανε αίτηση για άσυλο κι έκτοτε περιφέρεται από τα κέντρα κράτησης στις φυλακές, χωρίς κανένα μέλλον. Δώδεκα χρόνια ζει χωρίς ταυτότητα και ο 44χρονος Καμπάλε στην Ουγγαρία. Δραπέτευσε από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διάρκεια του εμφυλίου με την Αγκόλα, τη χώρα καταγωγής του, και κατέληξε το 2001 στην Ουγγαρία.
Η ζωή του εκεί πορεύεται με διαλείμματα: πότε σε κέντρα κράτησης, πότε σε καταυλισμούς μεταναστών, πότε σε κέντρα αστέγων. «Δούλεψα», λέει, «για οκτώ χρόνια, προσπάθησα να νοικιάσω διαμέρισμα». Αλλά μπροστά του έβρισκε συνεχώς την Υπηρεσία Μετανάστευσης. «Θέλουν να με στείλουν πίσω», υποστηρίζει ο Καμπάλε, «αλλά για πού; Δεν είμαι από το Κονγκό, είμαι από την Αγκόλα και η Αγκόλα δεν με θεωρεί πολίτη δικό της».