20/01/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Σημειώσεις ενός μετανάστη Επιμέλεια: Χάλεντ Τάχερ

Εφτασα πολύ κοντά στον θάνατο

Εφυγα με την αδερφή μου, τη μητέρα μου και κάποιους άλλους και κατευθυνθήκαμε στα σύνορα προς την Αγκόλα. Υπήρχαν στρατιώτες παντού, έγινε μεγάλη καταδίωξη.
      Pin It

Εφυγα με την αδερφή μου, τη μητέρα μου και κάποιους άλλους και κατευθυνθήκαμε στα σύνορα προς την Αγκόλα. Υπήρχαν στρατιώτες παντού, έγινε μεγάλη καταδίωξη

 

Ο πατέρας μου ήταν πάστορας σε μια εκκλησία τοπική κοντά στα σύνορα με την Αγκόλα. Οσοι συμμετείχαν ήταν και αρκετά πολιτικοποιημένοι. Ετσι το 2007 κατέβασαν έναν υποψήφιο στις εκλογές. Θα έβγαινε, αλλά το καθεστώς, καθώς είναι στρατιωτικό, νόθευσε τις εκλογές. Βγήκαμε πολλοί στους δρόμους να διαμαρτυρηθούμε για τα αποτελέσματα. Οταν κάνεις κάτι τέτοιο, σίγουρα οι συνέπειες θα είναι πολύ άσχημες. Και αυτό έγινε.

 

Ηρθαν στρατιώτες και άρχισαν να μας πυροβολούν. Εγώ έτρεξα γρήγορα στο σπίτι και κρύφτηκα. Την επομένη μάθαμε τα δυσάρεστα. Αρκετοί άνθρωποι σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, ανάμεσά τους και ο πατέρας μου. Αμέσως, μέλη της εκκλησίας και της οικογένειάς μου πήραν την απόφαση ότι κάποιοι από την κοινότητα πρέπει να φύγουν από τη χώρα διότι κινδυνεύουν. Εφυγα με την αδερφή μου, τη μητέρα μου και κάποιους άλλους και κατευθυνθήκαμε στα σύνορα προς την Αγκόλα. Υπήρχαν στρατιώτες παντού, έγινε μεγάλη καταδίωξη. Αρχισαν πάλι να μας πυροβολούν. Κατάφερα με την αδερφή μου να περάσουμε τα σύνορα, αλλά έχασα τη μητέρα μου μες στο χάος και ακόμα δεν ξέρω τι έχει απογίνει. Ημουν 15 χρονώ τότε.

 

Μες στην ομάδα ήταν ένας κύριος που ήξερε μια οικογένεια που θα μπορούσε να μας φιλοξενήσει και αυτό έγινε. Στην Αφρική όμως αρκετά καθεστώτα, ιδίως τα δικτατορικά, συνεργάζονται μεταξύ τους και πάντα υπάρχει ο φόβος να σε βρουν ακόμη και αν έχεις περάσει τα σύνορα. Κάθε τόσο ακούγαμε ότι μας ψάχνουν. Για δύο χρόνια ζούσαμε κρυφά. Μέχρι που μια μέρα δολοφόνησαν την αδερφή μου. Η οικογένεια που με φιλοξενούσε αναγκάστηκε να με διώξει διότι φοβούνταν και αυτοί τις συνέπειες.

 

Για αρκετά χρόνια ζούσα στους δρόμους. Ξεκίνησα να δουλεύω, αλλά τα χρήματα που έπαιρνα δεν έφταναν ούτε για φαγητό. Εκείνες τις στιγμές για μένα η μόνη διαφυγή ήταν ο θάνατος. Ομως ως εκ θαύματος, με πλησίασε κάποιος που με έβλεπε συχνά εκεί στις αγορές όπου κοιμόμουν και τριγυρνούσα. Του είπα την ιστορία μου και δέχτηκε να με βοηθήσει. Θέλησε και πλήρωσε για να με στείλει στην Ευρώπη – ίσως εκεί να είχα περισσότερη προστασία. Εγώ δεν ήξερα τίποτα. Απλά τον ακολούθησα. Αυτός ο άνθρωπος ήταν η τελευταία μου ελπίδα. Αν δεν ήταν αυτός, μάλλον δεν θα ερχόμουν ποτέ στην Ευρώπη…

 

Μ. (Κονγκό)

 

Scroll to top