Ρεπορτάζ του «Spiegel» προσθέτει νέα στοιχεία και επιβεβαιώνει τη γνησιότητα των καταγγελιών του Σύρου αποστάτη, με το ψευδώνυμο «Καίσαρας», για βασανιστήρια και φρικτούς θανάτους κρατουμένων στις φυλακές του Μπασάρ αλ Ασαντ
Της Ελλης Πάνου
Οι 55.000 φωτογραφίες και η σχετική έκθεση δόθηκαν στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα και περιέγραφαν καταγγελίες για βασανιστήρια και φρικτούς θανάτους κρατουμένων στις φυλακές του Μπασάρ αλ Ασαντ. Το υλικό βγήκε λαθραία από τη Συρία και παραδόθηκε σε επιτροπή Βρετανών δικηγόρων -πρώην εισαγγελέων του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης-, εγκληματολόγων και ιατροδικαστών από Σύρο αποστάτη, με το ψευδώνυμο «Καίσαρας». Στην έκθεσή τους, οι δικηγόροι καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία και η κατάθεση του «Καίσαρα» είναι αυθεντικά και αποδεικνύουν «συστηματικά βασανιστήρια και μαζικές δολοφονίες» από το καθεστώς, που πιθανώς να συνιστούν και «ευρήματα εγκλημάτων πολέμου». Μπορεί η έρευνα αυτή -σημειώνει το περιοδικό «Spiegel»- να χρηματοδοτήθηκε από το Κατάρ, το οποίο είναι γνωστό ότι στηρίζει αναφανδόν τις αντικαθεστωτικές δυνάμεις, δεν αποδυναμώνει, όμως, τις φοβερές εικόνες.
Αν και ο «Καίσαρας» ήταν το τελευταίο γρανάζι στη μηχανή του Ασαντ, οι φωτογραφίες του μπορεί να είναι αποφασιστικής σημασίας για τη στοιχειοθέτηση κατηγοριών για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Και είναι απόλυτα ευθυγραμμισμένες με αδημοσίευτες μέχρι τώρα μαρτυρίες, που έχει στη διάθεσή του το γερμανικό περιοδικό.
Μαρτυρίες – σοκ
Οταν ο 19χρονος στρατιώτης Αχμεντ από το Χαλέπι εμφανίστηκε για να αναλάβει καθήκοντα στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Χομς, στις 11 Μαρτίου του 2012 -γράφει το «Spiegel»- είδε ένα σωρό από στοιβαγμένα πτώματα στην εσωτερική αυλή, κοντά στο νεκροτομείο, «μήκους δεκάδων μέτρων και μεγάλου ύψους». Η δουλειά που του ανέθεσαν ήταν να βάζει τις σορούς, μετά τη φωτογράφιση και την καταγραφή τους, σε λευκές σακούλες. Οι περισσότεροι από τους νεκρούς ήταν μη αναγνωρίσιμοι, είπε, «μερικές φορές ήταν μόνο ανθρώπινα μέλη, γι’ αυτό και φροντίζαμε να βάζουμε σε κάθε σακούλα από ένα κεφάλι, δυο χέρια και δυο πόδια. Μερικοί φορούσαν ακόμα τα ρούχα τους και είχαν επάνω τους κινητά τηλέφωνα ή χρήματα. Στην αρχή δεν σκεφτόμουν τι έκανα, αλλά αργότερα άρχισα να παραμιλάω στον ύπνο μου και να λέω: Δώσε μου εκείνο το κεφάλι! Πάρε αυτό το πόδι! Δηλαδή, ό,τι έλεγα το πρωί στη δουλειά μου».
Κάθε πτώμα, λέει ο Αχμεντ, το φωτογράφιζαν τρεις ή τέσσερις φορές, «κάθε τραύμα από σφαίρα καταγραφόταν από δύο ομάδες των 15 ατόμων που δούλευαν σε δύο βάρδιες. Ενας λιποθύμησε την πρώτη ημέρα που έφτασε και ξυλοκοπήθηκε. Οι άλλοι στοίβαζαν τα πτώματα κι έλεγαν ανέκδοτα». Επικεφαλής τους ήταν στρατιωτικός γιατρός. «Εφευγε κάθε μισή ώρα», λέει ο Αχμεντ, «με τη δικαιολογία ότι είχε πονοκέφαλο. Ελεγε ότι δεν είχε δει ποτέ κάτι τέτοιο στα 30 χρόνια της καριέρας του».
Κάθε ημέρα υπήρχαν «νέες αφίξεις [...] από διαφορετικές συνοικίες και προάστια της Χομς». Και δύο φορές την εβδομάδα ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο χωρίς πινακίδες παραλάμβανε τις άσπρες σακούλες. Κανείς δεν ήξερε πού τις πήγαινε. «Δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε ερωτήσεις», λέει ο Αχμεντ, ο οποίος δύο μήνες μετά τη λήξη της θητείας του, στις 23 Μαρτίου 2013, έφυγε για την Τουρκία.
Οι «λευκές σακούλες»
Στα μέσα Μαρτίου του 2012 αποσπασμένος στο νοσοκομείο της Χομς ήταν κι ένας στρατιωτικός γιατρός από την πόλη Ραστάν. Κι αυτός μίλησε με λεπτομέρειες για το σημείο συλλογής και διακομιδής πτωμάτων, που ήταν στην ίδια αυλή. «Εμεινα εκεί για λίγο διάστημα», είπε, «αλλά ήταν εκατοντάδες οι νεκροί. Δεν είναι δυνατόν να είχαν πεθάνει όλοι αυτοί στο νοσοκομείο!».
Ο γιατρός δεν είδε διακομιδή νεκρών. Είδε, όμως, στρατιώτες να βάζουν τα πτώματα στις σακούλες.
Οι άνδρες όμως, των οποίων τις σορούς είδε και ο Αχμεντ και ο γιατρός στην αυλή του νοσοκομείου, δεν έφεραν σημάδια συστηματικής λιμοκτονίας, όπως έδειχναν πολλές φωτογραφίες του «Καίσαρα». Αυτή η τακτική βασανιστηρίου φαίνεται ότι ξεκίνησε αργότερα, σημειώνει το «Spiegel», από το 2013. Ο Βρετανός γιατρός Αμπάς Χαν, που έφτασε στη Συρία στα τέλη του 2012 για να προσφέρει βοήθεια στα νοσοκομεία, συνελήφθη από τον στρατό και βασανίστηκε, όπως φαίνεται, μέχρι θανάτου σε μια φυλακή που ανήκει στις στρατιωτικές μυστικές υπηρεσίες. Για έναν ολόκληρο χρόνο η οικογένειά του αγωνιζόταν να πετύχει την απελευθέρωσή του. Η μητέρα του ταξίδεψε από το Λονδίνο μέχρι τη Δαμασκό και κατάφερε να τον δει στη φυλακή, με τη βοήθεια διπλωματών, δικηγόρων και μεσαζόντων. Αργότερα είπε ότι ο γιος της είχε βασανιστεί, έφερε σημάδια από ηλεκτροσόκ και εγκαύματα από τσιγάρα και ήταν φανερό ότι λιμοκτονούσε, αφού «ήταν σαν σκελετός» και ζύγιζε κάτι περισσότερο από 30 κιλά. Στις 17 Δεκεμβρίου ανακοινώθηκε στην οικογένειά του επίσημα ότι ο γιατρός… βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του. Το καθεστώς υποστήριξε ότι ο Αμπάς Χαν «αυτοκτόνησε».
Η αναζήτηση του «αριθμού 417»
Σημεία συλλογής πτωμάτων είχαν οριστεί και στη Δαμασκό. Ενας Σύρος μεσίτης πέρασε πέντε ημέρες στην κόλαση, ψάχνοντας εκεί τον «χαμένο» αδελφό του. Είχε δολοφονηθεί από το καθεστώς -προφανώς από λάθος- τον Νοέμβριο του 2012. «Είχαμε πολύ καλές διασυνδέσεις. Υψηλού επιπέδου. Γνωρίζαμε και τον επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών της Αεροπορίας» είπε ο ίδιος δίνοντας τη δική του μαρτυρία τον περασμένο Απρίλιο. «Γι’ αυτό και είχα επίσημη βοήθεια στην αναζήτηση της σορού του αδελφού μου». Πρώτα πήγε στο Τμήμα 601 των μυστικών υπηρεσιών, δυτικά της Δαμασκού, και μετά στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Χαράστα, ανατολικά της πόλης. «Οι νεκροί», είπε, «ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, σε οκτώ ή εννέα στρώματα. Κείτονταν στα υπόγεια, στην αυλή, στις αίθουσες υποδοχής, ήταν παντού. Και συνεχώς κατέφθαναν κι άλλοι.
Ολες οι υπηρεσίες μετέφεραν εκεί τους νεκρούς». Λόγω των γνωριμιών του, οι αρμόδιοι του παραχώρησαν 10 στρατιώτες για να τον βοηθήσουν. «Για πέντε ημέρες, πέταγαν τα πτώματα από τη μια στοίβα στην άλλη ψάχνοντας τον αδελφό μου που είχε τον αριθμό 417 (…) αλλά φαίνεται ότι είχαν ήδη πάρει τη σορό».
Οι Αρχές εκεί του είπαν ότι μπορεί να κοιτάξει και τις φωτογραφίες των 1.550 ανθρώπων από τη Δαμασκό και τα περίχωρά της, που είχαν δολοφονηθεί τους τελευταίους δύο μήνες, μήπως και αναγνωρίσει τον αδελφό του. «Αλλά, όπως μου εξήγησαν με λύπη τους», είπε ο Σύρος μεσίτης, «αυτοί οι 1.550 ήταν μόνο όσοι είχαν αναλάβει οι άνδρες της δικής τους υπηρεσίας. Δεν είχαν εκεί φωτογραφίες των θυμάτων άλλων υπηρεσιών»!
Ο «αριθμός 417», πάντως, δεν ήταν εκεί.