17/02/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΜΕΙΣ ΚΙ ΑΥΤΑ

      Pin It

Toυ Σούρτα*

 

Κυρίες και κύριοι, χαίρετε. Είμαι ο Σούρτας, το νέο μέλος της αγέλης της Αλλοπάρ και θεώρησα σκόπιμο, ως νεοσύλλεκτος, να σας συστηθώ ώστε να με γνωρίσετε καλύτερα. Είμαι, λοιπόν, σκύλος, περίπου -όπως λένε, βλέποντας τα δόντια και τα ούλα μου- πέντε έως έξι χρόνων. Ζυγίζω 16 κιλά, είμαι ξανθοκόκκινος και μακρυμάλλης και καθόλου πολεμοχαρής. Αγαπάω τους πάντες -ανθρώπους, σκύλους, γάτες- γι' αυτό και μ' αγαπάνε όλοι. Δεν θυμάμαι πώς ακριβώς βρέθηκα στην περιοχή -έχουν περάσει άλλωστε 3-4 χρόνια από τότε. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι σ' όποιο σπίτι κάθισα απ' έξω, άνοιξαν και μου έδωσαν νερό και φαΐ. Κανένας, όμως, δεν με πήρε μόνιμα στο σπίτι του.

 

Αυτό είχε και τα καλά του: όποτε έλειπε ο ένας απ' το σπίτι του, πήγαινα στον άλλον. Ετσι, αντί για ένα μόνιμο που να με φροντίζει, εγώ είχα τρεις-τέσσερις. Και πλήρη ελευθερία να αλωνίζω και να αλητεύω. Το κακό ήταν πως με τις βροχές και τις παγωνιές είχα πρόβλημα, παρά το πολύ μακρύ μου τρίχωμα.

 

Ακριβώς μια τέτοια στιγμή, με βοριάδες και χιονόνερο, αποφάσισε ο δικός μου να με βάλει μέσα -στην αυλή του, αρχικά και, γρήγορα, στο ίδιο του το σπίτι. Καλά, μιλάμε για πρωτόγνωρη κατάσταση: να είμαι ξαπλωμένος σε χαλί, μπροστά στο τζάκι, και έξω να γίνεται της κακομοίρας απ' το κρύο και τη βροχή! Πού 'σαι μάνα μου να δεις τον γιο σου!

 

Βέβαια, η υποδοχή που μου επιφύλαξαν η Αλλοπάρ και ο ζουμπάς -η Κάρμεν- δεν ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «μετά βαΐων και κλάδων». Μάλλον με υποδοχή νεοσύλλεκτου ΕΣΑτζή έμοιαζε: μου την πέσανε άγρια, μου 'ριξαν ένα βρομόξυλο -η Αλλοπάρ με πάταγε στο στήθος και η Κάρμεν μού μασούλαγε το πόδι- έτσι, για το «καλώς όρισες». Η πλάκα είναι ότι μετά απ' αυτό το επεισόδιο -που έληξε με την παρέμβαση του δικού μου- όλα έγιναν μέλι-γάλα: τα κορίτσια δεν με ξανάδειραν, ενώ κι εγώ έμαθα ότι κουμάντο στην αυλή κάνει η Αλλοπάρ, έχοντας κολαούζο της την Κάρμεν. Οπως και να 'χει, πάντως, το γεγονός ότι ο δικός μας εμένα με βάζει να κοιμάμαι μέσα στο σπίτι, στο χαλάκι μου, τα βράδια, ενώ η Αλλοπάρ και η Κάρμεν τη βγάζουν στην αποθήκη της πίσω αυλής, ήταν κάτι που δεν μπορούσα να καταλάβω. Προσπάθησα, λοιπόν, να μάθω τους λόγους αυτής της προνομιακής μεταχείρισής μου. Εμαθα ότι, στην αρχή, μόλις είχε έρθει η Αλλοπάρ, ο δικός μας την έβαζε μέσα κι αυτήν. Αλλά, αλλοπαρμένη και κροτοφοβική καθώς είναι, μόλις άκουγε μπουμπουνητό άρχιζε να κλαίει και να ουρλιάζει. Τον κόσμο χάλαγε. Ε, μια, δυο, τρεις, ο δικός μου βαρέθηκε να ξυπνάει μες στα άγρια μεσάνυχτα για να καθησυχάζει την Αλλοπάρ και την πήγε στον πίσω κήπο να φωνάζει όσο θέλει. Εβαλε και την Κάρμεν μέσα, αλλά το μετάνιωσε γρήγορα: το τρισάθλιο σκυλί δεν καταλάβαινε τη διαφορά τού «μέσα» απ' το «έξω» και κατούραγε όπου να 'ναι…

 

Εγώ, αντίθετα, ούτε τις βροντές φοβάμαι -καλά, είμαι σωστός Βούδας- ούτε κάνω τις ανάγκες μου όπου βρω, αλλά μόνο στη βόλτα. Ούτε καν στην αυλή! Γι' αυτό κι έχει πάθει την πλάκα του με μένα ο δικός μου και «τέλειο» με ανεβάζει και «ιδανικό» με κατεβάζει.

* Ο Σούρτας, ναι, είναι Ο σκύλος για σπίτι! Ο Αρης μας, παλιά, μάς έτρωγε τα έπιπλα και τα βιβλία των κάτω κάτω ραφιών. Η Φέη μάς γέμιζε τρίχες. Ο Μένιος, όταν ήταν έξω ήθελε να μπει και όταν ήταν μέσα ήθελε να βγει απ' το σπίτι. Η Μαρίκα, τα βράδια, ανέβαινε στον καναπέ ή στην πολυθρόνα μου -η μούρη της! Η Κιττάρα ήθελε να κοιμάται κάτω απ' τα σεντόνια, μαζί μας, και μας δάγκωνε τα πόδια έτσι και τη σπρώχναμε στον ύπνο μας. Ο Σούρτας δεν κάνει τίποτα απ' αυτά: κοιμάται ήσυχα ήσυχα στο χαλί του μέχρι να ξυπνήσω και να του ανοίξω να βγει!

 

Scroll to top