Pin It

ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΣ ποιητής. Ελληνα Ρεμπώ τον αποκάλεσαν. Γεννήθηκε στο Κιάτο στα 1888 και πέθανε στο Δρομοκαΐτειο το 1942, έπειτα από δεκαπέντε χρόνια συνεχούς και οικειοθελούς εγκλεισμού. Ορισμένοι από τους διάπυρους στίχους του Ρώμου Φιλύρα γράφτηκαν σε συνταγόχαρτα τρελογιατρών.

 

Η ΣΕΛΗΝΗ. «Ως πότε θα γυρνάς στ’ ουρανού τα πλάτη αργυρή,/ πασίφαη, πλησίφαη, γεμάτη, μισή σα δρεπάνι,/ σα μαγεία φωτεινή, δέσμη φώτων, σφυρί/ που αργάζει, χρυσή, μια φεγγόρροη στεφάνη;/ Προαιώνια, πρόκοσμη, προκατακλυσμιαία,/ νύμφη ωραία, τροπικών μαγεμένη φροντίδα,/κεκαυμένων ζωνών αφοσίωση ακμαία,/ φλογερών, μαύρων πλασμάτων αχτίδα./ Βεδουίνων, Αφρικάνων θρησκεία/ και λατρεία υψωμένων καρδιών και τραχήλων/ στο ανέσπερο φέγγος που πλέει σα σχεδία/ στα ωκεάνια πλάτη και στα μήκη των θρύλων./ Εκπαγλη, θεία, γλυκιά και καλή, φωτισμένη/ σα μετέωρο θέλγητρο, σα μέγα μπαλόνι,/ φάρε, κόσμημα και τιάρα γλυμμένη/ σ’ ένα πρότυπο λίθων, ερώτων ακόνι./ Οπτασία, φευγαλέα ομορφιά, Οφηλία,/ γοητεία των άστρων, Σαλώμη, κραιπάλη,/ των ηρώων μυθική ερωμένη, ομιλία,/ Ηρα, Λήδα, Σεμέλη, Κλεοπάτρα, Ομφάλη».

 

ΜΠΟΡΑ ΤΟΥ ΜΑΗ. «Μέσα στον Μάη αλάλαζεν ο θρίαμβος του χειμώνα/ και της βροχής το σύθαμπον εβρόντα ο κεραυνός/ και το χαλάζι μάραινε τη τροφαντή ανεμώνα/ και τα μπουμπούκια π' άνοιγαν ματάκια προς το φως./ Και μέσα στο τρισκόταδο δεν έλαμψεν η μέρα/ και δεν ακούσαμε γλυκό τραγούδημα πουλιών,/ μα να βογγά απόκοσμα τον καταλύτη αγέρα/ στα τρίστρατα των λιβαδιών και των περιβολιών./ Και τ' όνειρό μας που 'λεγε να λουλουδίσει τώρα/ προσμένοντας τόσον καιρό του Μάη το λαύρο φως,/ αλίμονο! η απάντεχη το πρόφτασεν η μπόρα/ και σα μπουμπούκι το 'καψεν ο μέγας κεραυνός».

 

ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ. «Στο δρόμο, που το πλήθος τρέχει αδιάφορο/ για κάθε ωραίο, αγάλι επερπατούσες,/έμοιαζες σα να σε ύψωνε πνοή/ και τίποτα σα να μην εμισούσες./ Το βήμα σου απαλό σαν Απολύτρωση/ κι η όψη σου ολόασπρη σαν κρίνο/ κι έπεφτε η λάμψη της ματιάς κι εφάνταζε/το γαληνό χαμόγελό σου εκείνο!/ Ενας ιερεύς κάποιας θρησκείας απόκοσμης/ ή απ' του Βελασκέζ το θείο χρωστήρα/ ζωγραφισμένος Ανδαλούσιος άρχοντας,/ πρόβαινες μέσ’ την ανθρωποπλημμύρα./ Στον πολυθόρυβο το δρόμο ένα πρωί σ’ αντίκρυσα/ όραμα πράο, άυλο, της αγιωσύνης/ και στην ψυχή μου απόμεινες σαν είδωλο/ μιας αιθερίας, ονειρευτής γαλήνης».

 

ΣΤΟΝ ΑΔΗ. «Μια μέρα θα μισέψουμε στα σκότη/ κι αν δεν το ήπιαμε όλο το ποτήρι./ Κι αν δεν εμείναμε σε θεία αγνότη,/ το κορμί μας στον τάφο θ’ απογείρει./ Στερνή αγάπη θε να μοιάζει πρώτη,/ τόση λαχτάρα μες στο πανηγύρι/ της ζωής μας ανάρπαζε κι η νιότη/ μας φούντωνε του αίματος τη πύρη./ Οι κοπέλες μονάχα θα εικονίζουν/ κάθε χαρά που πέρασε και πάει/ και θα στέκουν εμπρός μας σε παράτα./ Κι ούτε κι ο νους θα ξέρει όταν θα σχίζουν,/ σαν άγγελοι των ουρανών τα χάη,/ ποια πιο πολύ μας χρύσωνε τα νιάτα».

 

Η χειμερινή ευδία θριαμβεύει.

 

Μετέωρος  [email protected]

 

Scroll to top