Pin It

«ΔΕΝ ΞΕΘΥΜΩΝΩ με την ποίηση/ αν ηρεμώ αυτό να φοβηθείς». Υποστηρίζω ανέκαθεν ότι ο Τύπος, εκτός από τύπος και υπογραμμός, οφείλει ενίοτε να γίνεται τυπάκος φευγάτος. Να ενημερώνει, να προβληματίζει, να κινητοποιεί, να χαλαρώνει, να παρηγορεί και να εκ-παιδεύει τους αναγνώστες. Χαίρομαι που ενθαρρύνετε την ιδιοτροπία μου να αγραναπαυθώ με αγαπημένους στίχους. Διότι η ποίηση, σε καιρούς τόσο χαλεπούς, μετατρέπεται αυτόχρημα σε φυσικό λιμάνι· όρμος· καταφύγιο, αγκυροβόλιο και ορμητήριο μαζί. Σήμερα ανοίγει πανιά ο ιδιόρρυθμος όσο και ιδιοφυής Μιχάλης Κατσαρός.

 

ΤΑ ΛΥΡΙΚΑ. «Τα λυρικά δεν είναι/ τα αγαπητά και λιγωμένα./ Είναι σπαθιά πύρινα/ στον ύπνο που χαράζουν/ τον μισητό τον άνθρωπο οπού τον καίνε».

 

3 ΙΟΥΝΙΟΥ 1951. «Θα περιμένω το αποτέλεσμα/ κάπου εδώ μπορεί να υπάρχω./ Η συντριβή, ο θάνατος,/ η απουσία ή τo φριχτό ξαναζωντάνεμα;/ Ο,τι κι αν είναι,/ γέφυρα, έπαλξη-/ εγώ τώρα υπάρχω./ Αυτή τη στιγμή υπάρχω./ Υπάρχω παντού./ Η μορφή μου πάνω στο πρόσωπό σου./ Η μορφή μου ξανασυνθεμένη στο πρόσωπό σου./ Ο χρόνος μου,/ οι μέρες μου,/ ήσαν γυμναί και ενεδύθησαν,/ τυφλαί και ανέβλεψαν./ Απουσιάζουν τώρα τα σκοτεινά ποτάμια του στήθους μου./ Αυτές οι επιστροφές της φωνής μου χάθηκαν./ Εγώ χωρίς το αδιαπέραστο τείχος μου,/ χωρίς το παγωμένο μου γέλιο./ Η κίνηση κυρίαρχη./ Τα δεσμά μου,/ εγώ,/ εσύ,/ η γέφυρα./ Κάποτε θα μιλήσουν για μας./ Σε ονομάζω παντοκράτορα./ Σε ονομάζω διοικητή επαρχιακής πόλεως./ Αγάπη – τίποτα άλλο».

 

Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΜΕΡΑ. «Κατσαρός λέγομαι επίθετον παραληφθέν/ από ετών/ ποιητής το επάγγελμα στίχων/ κι ακόμα ποιητής/ ωδών και τραγουδιών./ Ας πω και για μένα όπως ρήτωρ για την Μαρία/ από άμβωνα κρητικόν./ Οχι ποιος είμαι και τι ζητώ/ αλλά τι κάνω μία μέρα./ Πιστέψατέ με ξυπνώ/ σε σεντόνια όπου τα υφαίναν/ ειδικώς για ηδονή/ και πλένω το πρόσωπό μου./ Μετά περπατώ σε αλλέες/ πάρκα δρόμους καφετηρίες/ μετά μπαίνω σε τρόλεϋ/ λεωφορεία τραίνα και/ εστιατόρια/ θαυμάζω κότες ψητές/ ίστερ λαμ/ πομ ντε τερ/ βόδια/ αρνιά/ αρακά/ κατάλογοι μαγειρείων ρεστωράν/ και γράφω:/ 0 + 0 = 0./ Πιστέψατέ με γράφω ποιήματα/ όπως αυτό το βιβλίο και το άλλο/ και πάω στο σινεμά/ βλέπω το έργο/ βλέπω το γήπεδο/ βλέπω τη σκηνή θεάτρου./ Το βράδυ πάντα γράφω επιστολές/ σε φίλους εραστές και γυναίκες/ με χρυσά φύλλα συκής ντροπής/ και αργά τα μεσάνυκτα κοιμάμαι/ τέλειωσε η ημέρα έζησα και/ διηγούμαι/ σαν ποιητής και γω για μένα./ Τι να προσθέσω, ότι όλη η μέρα/ είχε από μένα κατέβει/ ότι ο ήλιος έλαμπε και ότι/ έζησα σαν Ντενίσοβιτς μια μέρα;/ Αν είναι περίεργη τότε/ φορέστε μια κάπα/ και όλοι, ας κατεβείτε επιτέλους/ να ζήσετε πάλι/ αυτή τη δική μου μέρα./ Κατσαρός λέγομαι/ Πιστέψτέ με, δεν θα με συναντήσετε».

 

Αραιές κι αργότερα πυκνότερες συννεφιές εξαγνίζουν τους γαλανούς ουρανούς μας.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top