Pin It

H Λου πήγε να βρει τον Αρη και τη Φέη

 

Τα νέα είναι καλά και κακά. Πρώτα τα καλά: η αγέλη μας που βρίσκεται ψηλά στον ουρανό απέκτησε ακόμα ένα μέλος, τη Λου μας. Που πλήρης ημερών -3 μήνες πριν κλείσει τα 17- πήγε να βρει τον Αρη, τη Φέη, τον Μένιο, την Κιττάρα, το διποδάκι, τη Λούνα, την Αλμα, τη Μαρίκα, τον «Χηνοφώτη» και τον «γύπα» – οι δύο τελευταίες ήταν κοριτσάκια. Τα κακά νέα: το Λούκι μας, η αγάπη μας, είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο αδυναμίας, κατάρρευσης και γενικής εξάντλησης, που -με πολύ βαριά καρδιά- αποφασίσαμε να τη λυτρώσουμε.

 

Η απόφαση να «κοιμίσουμε» ένα πλασματάκι, που επί 17 χρόνια ήταν συνεχώς μαζί μας, πάρθηκε με φοβερή δυσκολία, μετά από πολλές αναβολές αλλά και καβγάδες. Το τελευταίο εξάμηνο βρισκόταν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας: τη μια μέρα έδινε την εντύπωση πως πάει, πεθαίνει. Και, ξαφνικά, την επομένη έπαιρνε τα πάνω της. Αυτές οι αναλαμπές όλο και λιγόστευαν, μέχρι που, τελευταία, την πήρε η κάτω βόλτα. Ηρθαν και οι επιληπτικές κρίσεις κι έδεσε το πράγμα…

 

Τη Λου την αγοράσαμε το 1997 – ήταν το πρώτο και το τελευταίο σκυλάκι που αγοράσαμε ποτέ, μιας και προτιμάμε να υιοθετούμε αδεσποτάκια. Τότε θέλαμε ένα μικρόσωμο σκυλάκι ντε και καλά. Οταν την είδαμε -μια άσπρη μπαλίτσα, 500 γραμμάρια όλη κι όλη- τρελαθήκαμε. Αγάπη απ’ την πρώτη ματιά! Μια αγάπη που μεγάλωνε όσο περνούσαν τα χρόνια. Κι έγινε λατρεία, όταν η Λου άρχισε να γερνάει: πρώτα έχασε τα δόντια της, εμφανίστηκε «φύσημα» στην καρδούλα της, παραμορφώθηκαν λόγω αρθριτικών τα ποδαράκια της, θόλωσαν απ' τον «καταρράκτη» τα ματάκια της, έχασε την ακοή της. Αλλά το πάλευε. Τουλάχιστον είχε όρεξη, το εντεράκι της δούλευε καλά και αν και έβλεπε ελάχιστα, μπορούσε να μετακινηθεί, κούτσα κούτσα, στο σπίτι, μιας και ήξερε απέξω τον δρόμο για την κουζίνα ή το μπαλκόνι.

 

Τον τελευταίο μήνα όλα χειροτέρεψαν: δεν έτρωγε, δεν περπατούσε, μόνο κοιμόταν. Το ’χε πάρει απόφαση. Εμενε να το πάρουμε κι εμείς. Και τελικά το πήραμε. Αντίο Λουλάκι μας, και καλό σου ταξίδι. Σ’ ευχαριστούμε για τα όμορφα χρόνια που μας χάρισες.

 

………………………………………………………………………….

 

H Μάγια έφυγε για το μεγάλο ρεπορτάζ

 

Του Νίκου Φωτόπουλου

 

Στο συνάφι μας λέμε «λαγωνικά» τους νεαρούς ρεπόρτερ που ψάχνουν μανιασμένα μια καλή είδηση. Το δικό μου λαγωνικό όμως ήταν αληθινό! Δέκα χρόνια αχώριστοι με τη Μάγια. Από κουτάβι μαζί, όλη μέρα στο ρεπορτάζ. Και πού δεν είχε βρεθεί αυτό το σκυλί… Πρώτη πρώτη ακολουθούσε τις πορείες, κάθε μέρα καθόταν και με περίμενε στα σκαλιά του δικαστικού μεγάρου. Της μιλούσαν οι πάντες, την ήξεραν δικηγόροι, δικαστές, αστυνομικοί και κατηγορούμενοι. «Καλημέρα, Μάγια…» της λέγανε κι εκείνη τους κούναγε την ουρά. Οι φωτορεπόρτερ τη φωτογράφιζαν συνέχεια. Ηταν η ατραξιόν τους. Ο Νώντας Στυλιανίδης, ο Νίκος Αρβανιτίδης, ο Παύλος Μακρίδης. Κι εκείνη στηνόταν αυτάρεσκα, πάντα χαμογελώντας. Τακτικά επισκεπτόταν το νέο δημαρχείο, όπου την κέρναγε μπισκοτάκια στο γραφείο του ο αγαπημένος της πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου, Παναγιώτης Αβραμόπουλος. Την αγαπούσε πολύ και της έδινε καμιά είδηση. Αλλά η Μάγια δεν ήταν του σαλονιού. Λάτρευε το έξω. Τη θυμάμαι να περπατά αγέρωχη ανάμεσα στις φωτιές από σκασμένες μολότοφ στα επεισόδια του ΑΠΘ, Σεπτέμβριο μήνα, μετά τα εγκαίνια της ΔΕΘ. Αγαπούσε το ραδιόφωνο. Για περισσότερα από πέντε χρόνια βόλταρε πάνω κάτω στην Αγγελάκη, από τα γραφεία της παλιάς «Ελευθεροτυπίας» ώς τον FM-100 όπου κάναμε εκπομπή και πίσω. Είχε το γραφείο της, αλλά ήταν πολύ κοινωνική με τους πάντες. Είχε αναλάβει πρωτοβουλία να μάθει τον κόσμο ν’ αγαπάει τους σκύλους. Και τα κατάφερνε. Παρότι μεγαλόσωμη (και λιχούδα), μ’ έναν μαγικό τρόπο σε πλησίαζε και σ’ έπειθε να τη χαϊδέψεις, ακόμη κι αν φοβόσουν…

 

Στις καφετέριες «έκοβε φάτσες» κι όταν εντόπιζε κάποιον ευαίσθητο πήγαινε και του έτρωγε το κουλουράκι του. Μετά του κούναγε την ουρά. Αυτό το κούνημα της ουράς δεν το ’χω δει σε άλλο σκύλο. Κουνιόταν ολόκληρη από τη μέση και πίσω λες και της έδινες ολόκληρη τυρόπιτα. Κι ας είχε πάρει απλώς ένα χάδι.

 

Της άρεσαν τα ταξίδια με αυτοκίνητο. Με υπομονή διέσχιζε την Ελλάδα από τη Θεσσαλονίκη ώς την Πελοπόννησο, αρκεί να ήταν λίγο ανοιχτό το παράθυρο για να της χαϊδεύει ο αέρας το μουτράκι. Αλλά το καλύτερό της ήταν η μηχανή. Χειμώνα-καλοκαίρι, η Μάγια λάτρευε να πηγαίνει στη δουλειά με τη μηχανή. Μόλις άκουγε τη μίζα να βάζει μπρος, με ό,τι κι αν ασχολούνταν το εγκατέλειπε και πηδούσε απάνω. Στον δρόμο τη βλέπανε και τη χάζευαν. Κι εκείνη καμάρωνε αυτάρεσκα το επίτευγμά της, ένας σκύλος να κυκλοφορεί με μηχανή και σοφέρ…

 

Εννοείται ότι δεν υπάρχει δημοσιογράφος στη Θεσσαλονίκη που να μη γνωρίζει τη Μάγια. Ηταν πάντα παρούσα στις εκλογές της Ενωσης Συντακτών κι επί ώρες περίμενε εναγωνίως τα αποτέλεσματα. Αλλά και στις γενικές συνελεύσεις καθόταν υπομονετικά και άκουγε τις απόψεις όλων. Η μεγάλη αδυναμία της όμως ήταν τα μικρά παιδάκια. Ηθελε να ασχολείται και να παίζει μαζί τους. Γινόταν χαλί να την πατήσουν κυριολεκτικά. Ισως γιατί ήταν στο ύψος της και δεν χρειαζόταν να σηκώσει το κεφάλι. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα πέρασαν δέκα χρόνια σαν νεράκι, κάθε μέρα μαζί στο ρεπορτάζ. Αυτοκόλλητοι. Ωσπου πριν από μια βδομάδα, ένα πρωί, μού είπε «είμαι κουρασμένη, θα κάτσω σπίτι σήμερα». Στην πραγματικότητα όμως ήταν άρρωστη. Στην κτηνιατρική κλινική του ΑΠΘ την έβαλαν στην εντατική. Ο ίδιος ο πρύτανης το ’μαθε κι ενδιαφέρθηκε. Ηταν «συγκρατημένα αισιόδοξοι», αν και δεν μπορούσαν να πουν τι ακριβώς έχει… Και κάπως έτσι, το Σάββατο 15/2, η Μάγια αποφάσισε να φύγει μόνη της για το μεγάλο ρεπορτάζ. Χωρίς εμένα, τον βοηθό της. Μ’ άφησε πίσω αυτή τη φορά. Ισως εκεί που πάει να κάνει κι άλλους ανθρώπους καλύτερους, να μοιράσει κι άλλη ευτυχία… Καλή επιτυχία, Μάγια. Θα είσαι πάντα το λαγωνικό μου.

 

Scroll to top