«ΜΑΖΕΨΑ ΤΙΣ ΕΦΗΜΕΙΔΕΣ με τον «καιρό»-ποίηση και τον διάβαζα στη γυναίκα μου, που τύλιγε τα γιαλαντζί ντολμαδάκια» με πληροφορεί αναγνώστης, ζητώντας να συνεχίσω το «ύφος». Aυθαδιάζω λοιπόν, φίλε Αλέξανδρε, σκορπίζοντας τα ακατέργαστα μπαχάρια μου, με την ελπίδα να νοστιμίσει και το χταποδομακάρονο:
NEPTUNE. «Το Neptune/ αναχωρεί πάντοτε την ίδια ώρα/ Δευτέρα, Πέμπτη και Σάββατο/ απ’ το λιμάνι της Παλαιοχώρας,/ της Νεοχώρας, της Ενδοχώρας/ της χώρας χωρίς χώρο και χωρίσματα./ Είναι παλιό, γερό σκαρί/ το Neptune/ ατράνταχτο επιχείρημα αρμολογημένο/ με ανθισμένους κλώνους καρυδιάς,/ θροΐσματα πλατάνου και φτερουγίσματα/ υψιπετούς και υψιπέτη γλάρου./ Οργώνει αιώνες τώρα τα κύματα/ τον Εύξεινο, το Αιγαίο, τη Μεσόγειο/ το Neptune/ διάπυρο υνί η καρένα του αυλακώνει/ την κρυστάλλινη συνοχή των υδάτων/ αρμέγοντας τα εύφορα κοιτάσματα της αρμύρας./ Ζωγραφισμένη με κρεμεζί ανεξίτηλο/ η κουπαστή γονιμοποιεί τους αφρούς του πελάγους/ απελευθερώνει εξωτικά πουλιά/ το Neptune/ που συνοδεύουν τα ταξίδια του σιγοψιθυρίζοντας/ το μακρόσυρτο σκοπό των Σειρήνων./ Προορισμός του η γη της Καλυψούς/ απατηλή, φευγαλέα, απροσπέλαστη/ αχνοτρέμοντας στα ωκεάνια μάκρη,/ αναζωπυρώνει του βυθού/ το Neptune/ τις φωτιές που συντρίβουν τα σκότη./ Στις φουσκονεριές ο Θεόφιλος/ θαλασσόλυκος καπετάνιος ατάραχος/ ατενίζοντας την οθόνη των οριζόντων/ συμπαρασύρει στην κουβέρτα τους επιβάτες/ σε ευφραδείς, ακόλαστες ερωτικές περιπτύξεις/ το Neptune».
ΣΤΙΛΕΤΑ. «Σαν βέλη να εκτοξεύονται οι λέξεις/ να τρυπούν/ να στήνουνε στη μοίρα καραούλι/ μπας και ξεσηκωθούν μια μέρα οι δούλοι/ συνηθισμένοι αιώνες να σιωπούν/ στενάζοντας «ωχ αδελφέ» και «ου μπλέξεις»./ Τα ποιήματα φωτιές παντού ν’ ανάβουν/ πυρκαγιές/ στάχτη να κάνουν τ’ ανομήματα του κόσμου/ ήλιο τη σκοτεινιά που απλώνει εντός μου/ και νικηφόρες ιαχές τις οιμωγές/ φως στους απόκληρους να μεταλάβουν./ Κι οι ποιητές ν’ αδράξουν τη γραφίδα/ σαν σπαθί/ να ενσταλάξουν στις καρδιές μέθη νηφάλια/ και να τις πάρουν με τα μαϊστράλια/ σε πέλαγο κι ωκεανό βαθύ/ να πυρπολήσουν τ’ άδικου τη ναυαρχίδα».
ΔΙΕΓΕΡΣΗ. «Σημερνό, αχνιστό/ σαν το ζεστό ψωμί/ ένα ποίημα/ αφυπνίζει/ την επίγευση/ της ειμαρμένης».
ΣΕΜΕΛΗ. «Ανεκπλήρωτοι πόθοι/ στη μυστική σπηλιά των ακροάσεων/ εξαντλημένοι απ’ την απραξία/ λικνίζονται νωχελικά, σχεδόν ραχάτικα/ κι ανταλλάσσοντας εμπύρετες ματιές/ λύνουν την άκρη του κουβαριού/ απ’ το βράχο./ [...] Ακροπατώντας από αύρα σε αύρα/ σαν καραβάνια γεμάτα έξαψη/ σαν τα σούρτα-φέρτα των καραβιών/ διυλίζουν αρχέγονες προκαταλήψεις/ στην παχιά, ξανθή, πεντακάθαρη άμμο/ και στα γαλανά, διάφανα νερά/ του πελάγους./ Εδώ υπάρχει μια γωνιά για τον καθένα/ μια αίσθηση λυτρωτικής ελευθερίας/ μπροστά στα τραπεζάκια της ταβέρνας/ και να οι ρακές για το καλωσόρισμα/ και να οι ντάκοι και οι μαρίδες/ στους νεοφερμένους επισκέπτες/ που μαγεύονται αντικρίζοντας/ την καινούργια τους πατρίδα./ Τίποτα δεν μπορεί να κηλιδώσει/ τα ελευθεριακά εγχειρήματα/ που βαδίζουν ακατάπαυστα/ στα φαρδιά στενά της ιστορίας/ απ’ το χθες, στο σήμερα, ως το επέκεινα/ με αδιαπραγμάτευτους υπαινιγμούς/ σαν ουλές που στιγματίζουν αμετάκλητα/ την πατίνα του χρόνου». Σοροκάδα με πολλά νερά πελαγοδρομεί στο Αιγαίο.
Μετέωρος [email protected]