09/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μισέλ Φάις

Ο ποιητής και ο λαός των λυπημένων

Αλέξανδρος Ισαρης «Εγώ ένας ξένος. Ποιήματα 1967-2011» Κίχλη, 2013, σελ. .
      Pin It

Αλέξανδρος Ισαρης
«Εγώ ένας ξένος. Ποιήματα 1967-2011»
Κίχλη, 2013, σελ. 260

 

Του Χαράλαμπου Γιαννακόπουλου

 

Με δυσκολία εντάσσεται ο Αλέξανδρος Ισαρης στο ευρύ έστω πλαίσιο της ποιητικής γενιάς του ’70, στην οποία γραμματολογικά τον τοποθετεί ο χρόνος της πρώτης του εμφάνισης στα γράμματά μας. Στην πραγματικότητα δεν διαφοροποιείται τόσο έντονα, ούτε ιδεολογικά ούτε θεματικά ούτε και μορφικά από τους συνομηλίκους του ποιητές, τουλάχιστον σ’ εκείνα τα πρώτα τους βήματα· απ’ την αρχή όμως έμοιαζε ν’ ανήκει και συγχρόνως να μην ανήκει στον καιρό του, να χωράει και να μη χωράει μεταξύ των ομοίων του. Ισως να φταίει η αναγεννησιακή πολυπραγμοσύνη του, καθώς έχει εκφραστεί ως ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, ζωγράφος, γραφίστας, φωτογράφος, αρχιτέκτονας, πολεοδόμος, ραδιοφωνικός παραγωγός, σκηνογράφος. Ισως να φταίει η κεντροευρωπαϊκή κατεύθυνση των ενδιαφερόντων του, όπως φανερώνεται και από το μεταφραστικό του έργο. Ισως να φταίει η προσήλωσή του στον Μότσαρτ, στον Μπαχ και τον Μάλερ, όταν η γενιά του ανακάλυπτε με ενθουσιασμό τη ροκ μουσική. Πιθανότατα όλα αυτά μαζί.

 

Ο τίτλος ωστόσο που διάλεξε ο Αλέξανδρος Ισαρης για τη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, «Εγώ ένας ξένος», αφήνει να φανεί ότι αυτή η αίσθηση της μοναξιάς και της απόστασης από τους άλλους, η αίσθηση ότι είναι ξένος, είναι ένα βαθύ χαρακτηριστικό του και ένα διαρκώς παρόν βίωμα γι’ αυτόν: «Γλιστρώντας από πόρτα σε πόρτα / Ξόδεψα τον ήλιο και τον ουρανό / Και ποτέ κανένας δεν ρώτησε / Για τ’ όνομά μου». Ξένος καμιά φορά και από τον ίδιο του τον εαυτό δείχνει να αισθάνεται ο ποιητής και να απορεί ποιος να ’ναι τάχα μες στις πολυάριθμες μεταμορφώσεις που έχει βιώσει: «Αλλαξα σχήματα, καρδιές, μυαλό / Μίλησα τόσες γλώσσες». Δύο μόνο φαίνεται να είναι οι συνθήκες που το αίσθημα της αποξένωσης τον εγκαταλείπει: οι στιγμές της (ερωτικής κυρίως) επαφής με ζωντανούς ανθρώπους και οι στιγμές της συνάντησής του με τα έργα των δημιουργών που αγαπάει.

 

Γεμάτη είναι η ποίηση του Αλέξανδρου Ισαρη με κάθε είδους, έκτασης και θερμότητας αναφορές σε συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς ή ακόμα και σε πρόσωπα της μυθοπλασίας. Στην ποιητική ενότητα «Οι Τριστάνοι», η οποία είχε δώσει και τον γενικό τίτλο στην προηγούμενη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του, ο Ισαρης καταγράφει τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά των προσώπων αυτών, καθώς και τη συγγένεια που τον συνδέει μαζί τους: «Θέλω να γράψω ένα βιβλίο για τους Τριστάνους, το λαό των λυπημένων, που σκορπίστηκε μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο στα τέσσερα σημεία της γης. Η χώρα τους μοιράστηκε στα δυο και κατοικήθηκε από βάρβαρες φυλές, αλλά τους συναντάς σχεδόν παντού. […] Αναφέρω τον Βερθέρο, τον Γκέοργκ Τρακλ, τον Αντονέν Αρτό, τον Γαβριήλ Φορέ, την Σύλβια Πλαθ, τον Σάμιουελ Μπέκετ, τον Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, την Μαργαρίτα Γκοτιέ, τον Αντον Τσέχοφ, τον Γεώργιο Βιζυηνό, την Εμιλυ Μπροντέ, τον Αντρέι Ταρκόφσκι, τον Χάινριχ φον Κλάιστ, τον Πάουλ Τσέλαν και τον πρίγκιπα Μίσκιν». Στην ποιητική σειρά «Προσωπογραφίες» εννέα ακόμη πρόσωπα προστίθενται σε αυτόν τον μακρύ κατάλογο, ενώ ολόκληρη η τελευταία συλλογή είναι ένα μοιρολόι του Αχιλλέα για τον χαμένο του φίλο, τον Πάτροκλο.

 

Αυτού του είδους η ανθρώπινη επαφή, που μπορεί να είναι είτε δριμύς έρωτας είτε βαθιά αγάπη (και η οποία αποτελεί την αφετηρία για τον θρήνο του ομηρικού Αχιλλέα), είναι η άλλη διέξοδος του ποιητή από την ανεστιότητα και τη μοναξιά που τον διακατέχει. Ολο και συχνότερα επανέρχονται στους στίχους του Ισαρη οι εκκλήσεις για μια ζωντανή επαφή, διαφορετική από αυτή με τα καλλιτεχνικά έργα και τους δημιουργούς τους, για «ένα χέρι ζεστό / Μια ελάχιστη δόνηση», για έναν άνθρωπο με σάρκα και οστά: «Να είναι κάποιος εκεί στη γωνία / με μια αναπνοή ανθρώπου να κάθεται / με όλο του το αίμα / χωρίς να μιλά να κάθεται / στη γωνία, να καπνίζει». Αφού χωρίς αγάπη για τους ζωντανούς ανθρώπους η ψυχή πετρώνει, η ζωή σαν να ’ναι φτιαγμένη από πηλό ραγίζει και κομματιάζεται, η τέχνη το ίδιο: «Με κούρασε αυτή η άνυδρη καρέκλα. / Κι έπειτα δίχως αγάπη τι να πεις; / Ακόμα και οι στίχοι μας μοιάζουν από πηλό».

 

Scroll to top