Του Φάνη Λυσιφάνη
Η συμφωνία κλείδωσε! Θα πάρουμε τη δόση!
Τέτοια χαρά πολύ καιρό δεν είχαμ’ άλλη νιώσει…
Πρωτογενές πλεόνασμα μοιράζουμε στ’ αλήθεια!
Δεν ήτανε της Χαλιμάς μονάχα παραμύθια…
Αρχίσανε τα τύμπανα και οι εξαγγελίες
πού θα μοιράσουν τα λεφτά, πότε, σε ποιους παρίες.
Ενα εκατομμύριο φτωχοί θα ευφρανθούνε
ένα πεντακοσάρικο θα πάρουν να σωθούνε.
Λένε πως θα τους δώσουνε φλουρί κωνσταντινάτο
καυχώμενοι πως γέμισαν βαρέλι δίχως πάτο…
Μέχρι και για τους άνεργους δείχνουν ευαισθησία
δώδεκα ώρες δωρεάν θα μπαίνουν στα μουσεία…
Ακούγομαι πικρόχολος, ειρωνικός, στριμμένος;
Και το γιαούρτι πια φυσώ, τόσες φορές καμένος…
Θαρρώ πως πριν τις εκλογές σε άλλη χώρα ζούμε.
Πώς να πιστέψουμ’ οι φτωχοί τι βλέπουμε κι ακούμε;
Θυμίζουνε τα κύματα της αισιοδοξίας
των τελευταίων ημερών έργα οδοποιίας:
Σπεύδουν όλοι οι δήμαρχοι, μπαλώνουν τις λακκούβες
τρέμοντας μην τους στείλουμε να πάν’ να μάσουν βρούβες.
Και η αντιπολίτευση χολή μονάχα χύνει
χωρίς λύση καλύτερη να έχει να προτείνει…
Πλησιάζουνε οι εκλογές κι απ’ τις δημοσκοπήσεις
δεν βγάζουμε συμπέρασμα, λαέ, τι θα ψηφίσεις.
Κι εγώ ανήκω σταθερά σ’ αυτό το πρώτο κόμμα
όσων τι θα ψηφίσουνε δεν ξέρουνε ακόμα.
Βαστώ την ψήφο μου σφιχτά, δώρο πού να την κάνω;
Στη Σκύλλα ή στη Χάρυβδη να τηνε ρίξω πάνω;
Ρίχ’ τη, μου λεν, στον ποταμό που γάργαρος κυλάει.
Μα πώς, αφού δεν μολογά πούθ’ έρχεται, πού πάει;