23/03/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Μια άνοιξη σκληρή

      Pin It

Της Αρχοντίας Κάτσουρα

 

Φοβάμαι την παράλογη επιθετικότητα των ανθρώπων, αυτή που (φαίνεται ότι) δεν έχει προφανή αιτία, που το χρώμα και η έντασή της κρύβουν κάτι βαθύ και ίσως επικίνδυνο – για τους ίδιους, ενδεχομένως και για τους άλλους.

 

Αυτός ο ιδιόμορφος πρόλογος προκλήθηκε από ένα γεγονός που βίωσα πριν από λίγες ημέρες, ενώ οδηγούσα στον δρόμο. Ανοιξιάτικο απόγευμα στην Κηφισιά, σε έναν όχι και τόσο πολυσύχναστο δρόμο, χωρίς καταστήματα, και με την άνοιξη να ξεδιπλώνει τα πρώτα αρώματά της, μαζί με ήχους από πουλιά και μια γλυκιά θερμοκρασία που σε παρακινεί να φορέσεις κοντομάνικα και να βγεις βόλτα.

 

Στον δρόμο περπατούν αργά κουβεντιάζοντας δυο κορίτσια στην εφηβεία, όμορφα και καλοβαλμένα, ντυμένα σχεδόν καλοκαιρινά, δροσερά σαν την ανοιξιάτικη ημέρα. Περπατούν όμως χαλαρά στη μέση του δρόμου και είναι τόσο απορροφημένα από τη συζήτησή τους που δεν καταλαβαίνουν ότι πίσω τους κινείται το αυτοκίνητό μου. Τις καταλαβαίνω λίγο και μου ’ρχονται στον νου τα «Ψάθινα καπέλα» της Λυμπεράκη.

 

Πηγαίνω πολύ αργά και, για να μην τις τρομάξω, δεν κορνάρω, απλώς μαρσάρω ελαφρά, ώστε να με αντιληφθούν και να κάνουν στην άκρη ή να ανεβούν στο πεζοδρόμιο. Για ελάχιστα δευτερόλεπτα σκέφτομαι ότι δεν με κατάλαβαν και μαρσάρω δεύτερη φορά, λίγο πιο έντονα – το αυτοκίνητό μου είναι αρκετά παλιό, λίγων κυβικών και ο κινητήρας του σχετικά αθόρυβος.

 

Γυρίζουν και με κοιτάζουν. Τους χαμογελώ διακριτικά, και περιμένω. Εκείνη τη στιγμή συμβαίνει κάτι που, ακόμη και τώρα που γράφω αυτές τις λέξεις, το θυμάμαι με συναισθήματα ανάμεσα σε οργή και απογοήτευση: η μία από τις δύο, με οργισμένο ύφος, μου φωνάζει: «Αντε γ….». Αμέσως μετά ανεβαίνει στο πεζοδρόμιο τραβώντας τη φίλη της και συνεχίζουν τον δρόμο και την κουβέντα τους.

 

Η σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα που έβλεπα μέχρι τότε διαλύεται σαν καπνός. Αφωνη και ακινητοποιημένη για κάποια δευτερόλεπτα δεν μπορώ να αντιδράσω. Οχι γιατί είμαι υπερβολικά ευαίσθητη ή λεπτεπίλεπτη – στα 15 και πλέον χρόνια που οδηγώ, έχω ακούσει και απευθύνει κάποιες «φιλοφρονήσεις». Εναν αγενή οδηγό, που συμπεριφέρεται σαν ο δρόμος να ήταν δικός του, μπορεί κι εγώ να τον είχα βρίσει. Αν ήμουν δε πολύ βιαστική ή απρόσεκτη ή επιθετική οδηγός, θα μου κακοφαινόταν να με βρίσουν, αλλά μέσα μου θα ήξερα ότι έχουν δίκιο. Ομως, αυτή η επίθεση ήταν κάτι τόσο κατάφωρα καταχρηστικό που δεν μπορώ ακόμη να την εξηγήσω.

 

Ανθρωποι μιας-δυο γενεών μεγαλύτερων από τη δική μου πιθανόν να έλεγαν ότι «η σημερινή νεολαία είναι τόσο κακομαθημένη που δεν σέβεται τίποτα», ότι «ποιος ξέρει από τι σπίτια έχουν βγει» ή, με ύφος αυστηρό, «τς, τς, τς, τι γλώσσα είναι αυτή από παιδιά πράματα». Τίποτα από όλα αυτά. Θλίψη, ανάμικτη με φόβο και αγωνία μόνο με γέμισαν, καθώς καταλάγιαζαν οι πρώτες εντυπώσεις.

 

Πώς γίνεται δυο νέα παιδιά να θρέφουν τόσο θυμό; Πού θα ήθελαν να τον απευθύνουν, αλλά δεν μπορούν; Τι είναι αυτό που τα έχει πληγώσει τόσο βαθιά ώστε προσπαθούν να τραυματίσουν τους γύρω τους με γλώσσα σκληρή και αγενή συμπεριφορά; Είναι απλώς «κακομαθημένα» και αναίσθητα; Ηταν απλώς ένδειξη θράσους; Δεν διαπαιδαγωγήθηκαν σωστά; Συμπεριφέρονται έτσι και στους δικούς τους; Φταίει η εφηβεία; (Αλλος ένας μύθος – δεν μπορεί για όλα να ευθύνεται η έκρηξη των ορμονών.) Δεν έχω απαντήσεις. Και βέβαια δεν είναι όλα τα παιδιά ίδια.

 

Κατά πάσα πιθανότητα δεν θα τις συναντήσω ξανά, αλλά και να τις ξαναέβλεπα, τι θα μπορούσα να τους πω; Δεν θέλω να τους ζητήσω τον λόγο, ξέρω πως δεν τις πείραξα εγώ. Εγινα απλώς ο πρόσφορος στόχος της οργής τους – και να ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να με πληγώσουν. Οι πληγές που μετράνε είναι αυτές που προκαλούν οι δικοί μας άνθρωποι, έστω και αθέλητα. Ομως ανησυχώ. Οταν οι πραγματικοί λόγοι μιας επιθετικής συμπεριφοράς δεν είναι διαυγείς, τότε κάποιοι δεν κάνουν σωστά τη δουλειά τους, είτε είναι γονείς, είτε δάσκαλοι, είτε είναι η κοινωνία στο σύνολό της που απέτυχε. Τι από όλα αυτά φταίει;

 

[email protected]

 

Scroll to top