Pin It

Ισχνός και καντοστούπης, μια σπιθαμή άνθρωπος να μην τον πιάνει το μάτι σου. Κι ασθενικός επιπροσθέτως· τον τρώει η φθίση από πολύ νωρίς. Μούλος μιας καλογριάς, απροστάτευτος. Δεν έφαγε ψωμί να χορτάσει στα μικράτα του. Αν τον προσέξεις όμως καλά, τρεμοπαίζει μια φλόγα στα μάτια του· η πυρκαγιά μιας μεγάλης ψυχής κι ενός μυαλού κοφτερού σα λεπίδι. Την διέκρινε ο Κατσαντώνης και δεν λάθεψε: τον πήρε μαζί του κι ανάμεσα σ' εκείνα τ' ανήμερα θεριά τα παλικάρια του, γρήγορα έγινε ο πρώτος των πρώτων.

 

Στον Αλή Πασά καταφεύγει έπειτα. Διαγιγνώσκει κι αυτός την αξία του μπάσταρδου· του τρέφει αδυναμία. Χορεύει μια φορά στα κλαρίνα ο Γιώργης Καραϊσκάκης όταν εμφανίζεται το φορείο του Βελή, δευτερότοκου γιου του Αλή. Αμέσως τα όργανα σταματούν αφού λογίζεται μεγάλη προσβολή να γλεντούν οι ραγιάδες μπροστά στους αφέντες τους. Ο μούλος γνέφει να συνεχίσουν και σέρνει ο ίδιος το χορό. Ο Βελής βγάζει την γκλάβα απ' την άμαξα για να δει τον ασεβή, που, όλως τυχαίως, εκείνη την ώρα παίρνει ένα περίτεχνο καβάδι.

 

Καθώς είναι καλοκαίρι και δεν φοράει βρακιά κάτω απ' τη φουστανέλα, σηκώνεται απότομα μοστράροντας στη μάπα του Τουρκαλβανού τα κολοκύθια του, κατά πώς τα λεν στα Γιάννενα. Εξαλλος εκείνος ζητάει απ' τον πατέρα του το κεφάλι του βλάσφημου. Τον καλεί ο Αλή διά τα περαιτέρω. «Τι του 'φτιασες και θέλει να σε φάει ζωντανό;» τον ρωτά. «Να, παρεξήγησε μάλλον ένα κόλπο την ώρα που χόρευα». Επαναλαμβάνει τη φιγούρα, δείχνοντας τα κολοκύθια του και στον πασά. «Αφερίμ ωρέ Γύφτο. Μ' έκανες και γέλασα» αποκρίνεται.

 

Ο βίος και η πολιτεία του Καραϊσκάκη είναι γνωστά. Μέρα που 'ναι, θα αναδείξω μια παρεξηγημένη αρετή του· τον «παραληρηματικό βωμολοχικό λόγο του» όπως τον χαρακτηρίζουν ορισμένοι ιστορικοί. «Στο Κομπότι από βρισιά σε βρισιά με τους Τούρκους, ανεβαίνει σ' ένα βράχο, κατεβάζει τα βρακιά του και τους φωνάζει: “Σταθείτε ωρέ ν' ακούσετε τι κρένει ο πισινός μας”! Ωσπου κάποιος κρυμμένος Αρβανίτης τού τραβάει μια μπιστολιά σε πίζουλο μέρος» αναφέρει ο Φωτιάδης.

 

Σε εχθρό που του ζητά να παραδοθεί απαντά σύμφωνα με τον Γαζή: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω/ μα εγώ, πασιά μου, ρώτησα τον μπούτζον μου τον ίδιον/ κι αυτός μού αποκρίθηκε ευθύς να πολεμήσω»! Τον περνούν κάποτε προς συνετισμό από δίκη οι προύχοντες του Αγρινίου. «Γιατί βρίζεις, ωρέ Καραΐσκο;» του κάνει ο γηραιότερος. «Το 'χω χούι» απολογιέται. «Σαράντα χρονών άντρας και δεν μπορείς να κάνεις ζάφτι το χούι σου» ανταπαντά εκείνος. «Κι εσύ κοντεύεις ογδόντα κυρ-Πάνο και το χούι να γκαστρώνεις τσούπρες δεν το 'κοψες» τον αποσβολώνει. Το βόλι στο Φάληρο τον λάβωσε από πίσω και τα τελευταία του λόγια αποκαλύπτουν την κοσμοαντίληψή του: «Γνωρίζω τον αίτιον κι αν ζήσω παίρνομεν όλοι το χάκι (εκδίκη­ση), ειδέ και πεθάνω, θα μου κλάσει τον μπούτζον». Τα μετέωρα επιστρέφουν με συννεφιά και νερά στα κεντρικά και τα βόρεια.

 

Μετέωρος [email protected]

 

Scroll to top