ΟΥΓΓΑΡΙΑ – Την απόλυτη πλειοψηφία απέσπασε το δεξιοεθνικιστικό κόμμα Ενωση Νεαρών Δημοκρατών, ενώ εντυπωσιακή ενίσχυση 5% καταγράφει το ακροδεξιό «Γιόμπικ». Στη δεύτερη θέση η Αριστερή Συμμαχία με ποσοστό 25%
Βιέννη Tου Δημήτρη Δημητρακούδη
Αν και με ελαφρές απώλειες σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές τον Απρίλιο του 2010, αλλά επιβεβαιώνοντας όλες τις δημοσκοπήσεις των τελευταίων μηνών για μια νέα εντυπωσιακή νίκη του, με πολύ μεγάλη διαφορά από το δεύτερο κόμμα, ο πρωθυπουργός Βίκτορ Ορμπάν αναδείχθηκε θριαμβευτής των χθεσινών βουλευτικών εκλογών στην Ουγγαρία.
Το δεξιοεθνικιστικό κόμμα Ενωση Νεαρών Δημοκρατών (Fidesz) τού Ορμπάν απέσπασε όχι μόνο την απόλυτη πλειοψηφία, αλλά τη λεγόμενη συνταγματική πλειοψηφία των δύο τρίτων, όπως είχε συμβεί και στις εκλογές πριν από τέσσερα χρόνια, που του δίνει τη δυνατότητα να συνεχίσει να είναι για μία ακόμη τετραετία ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στη χώρα του.
Σύμφωνα με τα πρώτα επίσημα αποτελέσματα, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα -καθώς το κλείσιμο των εκλογικών κέντρων είχε παραταθεί αρκετά μετά το αρχικά προβλεπόμενο για τις 20.00 ώρα Ελλάδας λόγω χαοτικών καταστάσεων στα εκλογικά τμήματα, όπου σχηματίζονταν μέχρι αργά τη νύχτα ουρές ψηφοφόρων- το Fidesz αποσπά ποσοστό 45% με καταμετρημένο το 80% των ψήφων.
Πλειοψηφία δύο τρίτων
Το ποσοστό αυτό του δίνει πλειοψηφία δύο τρίτων στο σύνολο των 199 εδρών που διαθέτει πλέον η ουγγρική Βουλή, αντί των 386 που ήταν έως τώρα, μετά την υιοθέτηση του νέου εκλογικού νόμου που προώθησε ο Ορμπάν, ο οποίος ευνόησε το κόμμα του, προβλέποντας πλειοψηφία δύο τρίτων, με ποσοστό μόλις 45% και διαφορά 15 μονάδων από το δεύτερο κόμμα.
Στη δεύτερη θέση, αλλά με απόσταση 20 μονάδων και ποσοστό 25%, βρέθηκε ο συνασπισμός «Αριστερή Συμμαχία» πέντε κεντροαριστερών κομμάτων, τα οποία είχαν συμφωνήσει πριν από λίγους μήνες σε μια από κοινού κάθοδό τους στις εκλογές, με κεντρικό υποψήφιο τον αρχηγό του Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ατίλα Μέστερχαζι. Αξιοσημείωτο είναι πως σε δύο από αυτά τα κόμματα, που αποσχίστηκαν από τους Σοσιαλιστές, ηγούνται οι πρώην πρωθυπουργοί των σοσιαλιστικών κυβερνήσεων 2002-2010, Φέρεντς Τζιούρτσιαν και Γκόρντον Μπαϊνάι.
Τρίτο και βελτιωμένο σε σχέση με τις εκλογές του Απριλίου του 2010 και ποσοστό 21% ήλθε το διαβόητο για τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και την ξενοφοβία του, ακροδεξιό κόμμα «Γιόμπικ», το οποίο επιτρέπεται κανείς να αποκαλεί «νεοναζιστικό», σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση ουγγρικού δικαστηρίου, ενώ τέταρτο κόμμα στην ουγγρική Βουλή φαίνεται ότι θα είναι το μικρό οικολογικό–εναλλακτικό «Για μια άλλη πολιτική», εάν κατορθώσει τελικά να ξεπεράσει το εκλογικό όριο του 5%.
Την πλειοψηφία των δύο τρίτων που είχε ήδη στην ουγγρική Βουλή εκμεταλλεύτηκε ο Βίκτορ Ορμπάν μέσα στην προηγούμενη τετραετία του κατά κόρον για την οικοδόμηση αυταρχικών κρατικών δομών, επικρινόμενος από διεθνείς οργανισμούς και θεσμούς και ερχόμενος επανειλημμένα σε σύγκρουση ακόμη και με αυτή την ίδια την κυριαρχούμενη από αδελφά δεξιά κόμματα Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία απείλησε ακόμη και με επιβολή κυρώσεων εναντίον της Ουγγαρίας.
Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρονται, μεταξύ άλλων, ο εξαιρετικά αμφιλεγόμενος νόμος για τα ΜΜΕ, με τον οποίο περιορίστηκε έντονα η ελευθερία του Τύπου, η αλλαγή του Συντάγματος, ο περιορισμός των αρμοδιοτήτων του συνταγματικού Δικαστηρίου, η απομάκρυνση επικριτών της κυβέρνησης από δημόσια αξιώματα, υπηρεσίες και πανεπιστήμια.
Πλήρωσαν τη λιτότητα
Ομως ο κύριος λόγος της εκ νέου απόλυτης επικράτησης του Βίκτορ Ορμπάν φαίνεται να βρίσκεται στο γεγονός της πλήρους αποτυχίας της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων, αλλά και των συνδικάτων, που συνολικά δεν βρίσκουν ερείσματα στον πληθυσμό, ενώ το Σοσιαλιστικό κόμμα θεωρείται υπεύθυνο για τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας που είχαν επιβληθεί την τελευταία διετία της διακυβέρνησής του και που είχαν πλήξει τα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα.
Βέβαια επί διακυβέρνησης Ορμπάν υπήρξε δραματική όξυνση της κοινωνικής κατάστασης στην Ουγγαρία, καθώς με το πρόσχημα της οικονομικής κρίσης συνεχίστηκε η ανηλεής πολιτική λιτότητας, με τον ίδιο να επαίρεται πως η χώρα εγκατέλειψε την «ευρωπαϊκή κουλτούρα του κοινωνικού κράτους» και εξελίχθηκε «ανταγωνιστικότερα» από ό,τι το υπόλοιπο της Ευρώπης.