17/04/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Παρά θίν’ απόλαυση

      Pin It

Του Πέτρου Μανταίου

 

Σε παραλία του ευρύτερου Φαλήρου, από το Τροκαντερό μέχρι τον Αλιμο. Κυριακή, οχτώ παρά δέκα το πρωί. Κυριακάτικος περίπατος που τον έκανα συχνά και στον οποίο επανήλθα, πιο συντηρητικά, μόλις μπόρεσα να ξαναπερπατήσω, μετά το δυστύχημα, που έκοψε τη ζωή μου στα δύο και τη σακάτεψε. Χειμερινοί κολυμβητές και κολυμβήτριες. Μία, κάπως προχωρημένης ηλικίας και με αρκετά προχωρημένο βάρος, γδύνεται σε μιαν άκρη, εντελώς ακομπλεξάριστα και χωρίς –δεν είχε λόγο– να με προσέξει. Δυο άλλες, που ήδη κολυμπούν, φωνάζουν πρόσχαρα σε κύριο που πλησιάζει, συντροφιά με κάποιον άλλο κύριο: «Καλώς τον κύριο Αριστείδη με την παρέα του!».

 

Συμβαίνουν αυτές οι οικειότητες με τους χειμερινούς κολυμβητές. Είναι λίγοι, ανταμώνουν τακτικά, άρα γνωρίζονται μεταξύ τους, αν ορισμένοι δεν έχουν με τα χρόνια αναπτύξει και προσωπικές, ακόμα και οικογενειακές, σχέσεις. Αποτελούν μια κάποια άτυπη οργάνωση, όμως πολύ πιο ουσιαστική από τις τυπικές με τα καταστατικά και τα συνέδρια! Κι εκεί λοιπόν, στη χαρά και το κέφι των κολυμβητών, στη θάλασσα που η μαγεία της είναι σαν μάνα μας που μας κάνει, ώρες ώρες, να νιώθουμε παιδιά, τον είδα: Πλάτη, καθισμένο σε πολυθρόνα στη μέση της παραλίας, με άλλη μία πολυθρόνα πλάι του κι ένα τραπεζάκι μπροστά του, ντυμένο (μόνος ντυμένος σ’ όλη την παραλία) ν’ αγναντεύει, μακριά απ’ όλους, το πέλαγο.

 

Φορούσε καφέ παντελόνι, μουσταρδί μπουφάν κι ήταν τα αραιά μαλλιά του, καθώς τα είδα σε προφίλ ό,τι που πρόβαλλε από τον Υμηττό ο ήλιος, σε χρώμα σκωπτικά λεγόμενο προς «κομοδινί». Ακουγε, από κασετοφωνάκι, τις γρήγορες πενιές από το «Δεν θέλω πια» του Μανώλη Χιώτη. Και (εκεί ήταν η εκπληξάρα!), οχτώ παρά δέκα το πρωί, Κυριακή των Βαΐων, παρά θίν’ αλός, ο άνθρωπος αυτός θυμίαζε τους λουόμενους, τα Φάληρα και το σύμπαν με ναργιλέ και χρόνια μας πολλά!

 

Scroll to top