«Ανήκω στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου», δήλωσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών, Δημήτρης Δρούτσας, ενώ επιτέθηκε και στην κυβέρνηση Σαμαρά που «αμφισβητεί τους δημοκρατικούς θεσμούς» – Απαξιωτική η Χαρ. Τρικούπη
Του Δημήτρη Κουκλουμπέρη
Ποικίλα ερωτήματα και εύλογες απορίες για τους λόγους και τη σκοπιμότητά της προκαλεί η χθεσινή ηχηρότατη παρέμβαση του πρώην υπουργού Εξωτερικών και νυν ευρωβουλευτή του ΠΑΣΟΚ, Δημήτρη Δρούτσα, εναντίον της κυβέρνησης, «που δεν θα έπρεπε πλέον να είναι στην εξουσία», αλλά και κατά του ΠΑΣΟΚ και του Ευάγγελου Βενιζέλου.
Μάλιστα, πρόσθετους συνειρμούς -εσωκομματικού ενδιαφέροντος- δημιουργεί η εμφατική του αναφορά ότι είναι «ταυτισμένος με τον Γιώργο Παπανδρέου» και ανήκει «στο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου», σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία, πρώτον, είναι πολύ πρόσφατη η οξύτατη αντιπαράθεση που είχε ο πρώην πρωθυπουργός με τον κ. Βενιζέλο, μετά την καταψήφιση του άρθρου για τις τράπεζες, ενώ, δεύτερον, εξίσου νωπή είναι η έμμεση προτροπή του για αποχώρηση της Χαριλάου Τρικούπη από τη δικομματική με αφορμή την υπόθεση Μπαλτάκου.
«Δεν ασχολούμαστε»
Με απαξίωση και αδιαφορία σχολίασε πάντως η Χαριλάου Τρικούπη τις «ρουκέτες» Δρούτσα για την «κατάντια» και την «κατρακύλα» του ΠΑΣΟΚ. «Αυτό το οποίο βλέπουμε σήμερα δεν ξέρω αν πραγματικά κανείς μπορεί να το αποκαλέσει ΠΑΣΟΚ», δήλωσε στον Ρ/Σ «Στο Κόκκινο» ο (εξωκοινοβουλευτικός) πρώην υπουργός Εξωτερικών, τον οποίον υποτιμητικά, έχουν αποκαλέσει «κηπουρό», μαζί με άλλα στελέχη του περιβάλλοντος του Γιώργου Παπανδρέου, χωρίς κυβερνητικά ένσημα και πρότερη πολιτική εμπειρία. «Οταν βλέπει κανείς την κατρακύλα του ΠΑΣΟΚ, πώς έχει καταντήσει, βεβαίως είναι μια πονεμένη ιστορία και αυτό πονάει», σημείωσε.
«Κανείς δεν δίνει σημασία στον κ. Δρούτσα και εννοείται δεν ασχολούμαστε με όσα είπε», έλεγαν λακωνικά στην «Εφ.Συν.» κορυφαίες πηγές που πρόσκεινται στον Ευάγγελο Βενιζέλο. Από την πλευρά τους, στενοί συνεργάτες του πρώην πρωθυπουργού με κατηγορηματικό τρόπο απέρριπταν κάθε σενάριο και «πονηρή» σκέψη ότι τον παρακινεί ή ασπάζεται τα λεγόμενά του. «Ο Παπανδρέου ό,τι θέλει να πει το λέει μόνος του», τόνιζαν χαρακτηριστικά και απέκρουαν θεωρίες περί «αντεπίθεσης των παπανδρεϊκών».
Ο ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ στην ίδια συνέντευξή του, έχοντας πλέξει το εγκώμιο του κ. Παπανδρέου, αναφερόμενος στην ταραχώδη περίοδο του φθινοπώρου του 2011 έκανε ανοιχτά «και πολύ συνειδητά» λόγο για «ανατροπή» από την πρωθυπουργία, δηλώνοντας παράλληλα προβληματισμένος για τη στάση και τον ρόλο «πολλών υψηλόβαθμων στελεχών και στην κυβέρνηση και στο ΠΑΣΟΚ».
Σχετικά -δε- με την κυβέρνηση Σαμαρά, ήταν εξαιρετικά δηκτικός, αφήνοντας αιχμές για ακροδεξιά ροπή και αντιδημοκρατικές πρακτικές και ζητώντας ευθέως την παραίτησή της. «Δεν νομίζω ότι μπορεί να αποκαλέσει κανείς αυτή την κυβέρνηση μόνο συντηρητική. Νομίζω ότι σε πολλά θέματα είναι ακραίες οι απόψεις. Εχει αποδείξει ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα θέματα που καίνε την Ελλάδα με τον σωστό τρόπο. Ιδιαίτερα έχει διολισθήσει σε μια πρακτική μέσα στην κρίση να αμφισβητήσει ή να θέσει εκτός λειτουργίας τους δημοκρατικούς θεσμούς. Κινδυνεύει η ίδια η δημοκρατία στην Ελλάδα και γι’ αυτό πιστεύω ότι αυτός είναι ο βασικός λόγος, για τον οποίο δεν θα έπρεπε πλέον να είναι στην εξουσία», εκτίμησε ο πρώην υπουργός.
Τροχιοδεικτικές βολές
Ο κ. Δρούτσας, ο οποίος -κατά δήλωσή του- «δεν έχει καμία επαφή από την πρώτη στιγμή με τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ», ωστόσο είχε αποφύγει κάθε είδους κριτική ή σχόλιο το προηγούμενο διάστημα, τόσο για τις επιλογές της Χαριλάου Τρικούπη όσο και για την κυβερνητική πολιτική, μόλις την περασμένη Παρασκευή έριξε τις πρώτες τροχιοδεικτικές βολές του, χαρακτηρίζοντας στο γερμανικό ραδιόφωνο SWR την επίσκεψη Μέρκελ στην Αθήνα «προεκλογική παράσταση για τις ευρωεκλογές με καθαρά πολιτικά κίνητρα», προκειμένου να στηριχθεί ο Αντώνης Σαμαράς, προσθέτοντας ότι απέχει πολύ από αυτό που χρειάζονται οι Ελληνες πολίτες.
Στο μεταξύ χθες, το ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθειά του να κρατήσει ζωντανή την εικόνα εξωραϊσμού της οικονομικής πορείας της χώρας και του κυβερνητικού success story, σε ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου σχετικά με τη διανομή του κοινωνικού μερίσματος, διαπίστωνε «θετικές εξελίξεις στην ελληνική οικονομία» και «ορατή προοπτική εξόδου από την κρίση», που δίνουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να διανείμει κοινωνικό μέρισμα σε 600.000 νοικοκυριά.