Υπό τον έλεγχο των αντικαθεστωτικών παραμένει το Αλ Ουαέρ, ένας μικρός θύλακας στα δυτικά προάστια της Χομς
Του Νικόλα Ζηργάνου
Αρχισε χθες η αποχώρηση των 1.500-1.900 ανταρτών και αμάχων από το ιστορικό κέντρο της πόλης Χομς, μετά από συμφωνία με τις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας. Στην πόλη παραμένει τώρα υπό τον έλεγχο των αντικαθεστωτικών μόνο ένας μικρός θύλακας, το Αλ Ουαέρ, στα δυτικά προάστια, και αναμένεται να αρχίσουν σύντομα συνομιλίες για την εκκένωση και αυτής της περιοχής.
Μετά από σχεδόν δύο χρόνια σκληρής πολιορκίας, αποκομμένοι από τον έξω κόσμο, χωρίς τρόφιμα και εφόδια, χωρίς φάρμακα και γιατρούς, οι αντικαθεστωτικοί αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας, που εθεωρείτο η «πρωτεύουσα της επανάστασης» και σήμερα έχει μεταβληθεί σε έναν σωρό ερειπίων. Η ανακατάληψη της Χομς από τον στρατό αποτελεί σημαντικό πλήγμα στο ηθικό των αντικαθεστωτικών, που τους τελευταίους μήνες χάνουν συνεχώς εδάφη προς όφελος των κυβερνητικών δυνάμεων, ενώ συνεχίζουν να είναι πολιτικά διχασμένοι και συχνά να πολεμούν μεταξύ τους.
Το πρώτο κομβόι, με τρία λεωφορεία και ένα όχημα του ΟΗΕ, αναχώρησε χθες το πρωί από τη Χομς, μετέφερε τα πρώτα 150 άτομα, πολλά από τα οποία έφεραν τον ατομικό τους οπλισμό, και έφτασε στην Νταρ αλ Καμπίρα, μια κωμόπολη 20 χιλιόμετρα βορειότερα, που είναι υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Εκεί θα φτάσουν και οι υπόλοιποι (μεταξύ των οποίων και εκατοντάδες τραυματίες) σε μια επιχείρηση που αναμένεται να ολοκληρωθεί σήμερα. Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν οι δύο πλευρές περιλαμβάνει την απελευθέρωση αιχμαλώτων (μεταξύ των οποίων πολλά παιδιά) που κρατούν ισλαμικές οργανώσεις στη βόρεια Συρία, στο Χαλέπι και τη Λατάκια, και τον ανεφοδιασμό της Νουμπλ και της Ζάχρα, δύο σιιτικών κωμοπόλεων που βρίσκονται υπό κυβερνητικό έλεγχο, αλλά είναι περικυκλωμένες από τους αντάρτες.
Τις τελευταίες εβδομάδες έχουν ενταθεί οι μάχες και στο Χαλέπι, όπου ο κυβερνητικός στρατός καταλαμβάνει εδάφη αργά αλλά σταθερά, με στόχο την περικύκλωση των ανταρτών που εξακολουθούν να κατέχουν το ρημαγμένο ιστορικό κέντρο της άλλοτε πόλης-κόσμημα, η οποία είχε χαρακτηριστεί μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς.
Οι μάχες προκαλούν νέα κύματα προσφύγων προς τις γειτονικές χώρες, που αντιμετωπίζουν μεγάλες πιέσεις -οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές- λόγω της αλματώδους αύξησης των προσφύγων που περιθάλπουν. Χθες, οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας, του Λιβάνου, του Ιράκ και της Ιορδανίας (δηλαδή από όλες τις χώρες με τις οποίες συνορεύει η Συρία) συναντήθηκαν με τον Αντόνιο Γκουτιέρες, ύπατο αρμοστή του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, στο στρατόπεδο Ζαατάρι της Ιορδανίας, το οποίο φιλοξενεί πάνω από 150.000 εκτοπισμένους Σύρους.
Πάνω από τρία εκατομμύρια Σύροι έχουν βρει προσωρινό καταφύγιο στις τέσσερις γειτονικές χώρες, ενώ άλλα 6,5 εκατομμύρια έχουν εκτοπιστεί στο εσωτερικό της χώρας.
Ο Γκουτιέρες έκανε λόγο μετά τη σύσκεψη με τους υπουργούς για ανθρωπιστική καταστροφή χειρότερη από τη Ρουάντα και ζήτησε να πιεστεί η Δαμασκός ώστε να επιτρέψει τη διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας στο εσωτερικό της Συρίας. Οι υπουργοί ζήτησαν επίσης από τη διεθνή κοινότητα να αυξηθούν οι δωρεές προς τις χώρες υποδοχής προσφύγων, που αντιμετωπίζουν πολύ μεγάλες προκλήσεις τόσο στον προϋπολογισμό τους όσο και σχετικά με την εσωτερική τους σταθερότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρόσφυγες αποτελούν πλέον σχεδόν το ένα τέταρτο του πληθυσμού του Λιβάνου (χωρίς να συνυπολογίζονται οι Παλαιστίνιοι πρόσφυγες) και έφτασαν το 1,3 εκατομμύριο στην Ιορδανία, η οποία έχει επτά εκατομμύρια κατοίκους.
Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, ζήτησε να δημιουργηθούν ανθρωπιστικοί διάδρομοι εντός της Συρίας για να γίνει η διανομή ανθρωπιστικής βοήθειας, αλλά η πρότασή του, που ενέχει τον κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής ξένων χωρών στον πόλεμο της Συρίας, δεν βρήκε ανταπόκριση από τους ομολόγους του. Επίσης, ο Νταβούτογλου ζήτησε να δημιουργηθούν προσφυγικά στρατόπεδα εντός της Συρίας, υπό διεθνή έλεγχο, πρόταση που επίσης απορρίφθηκε.