Σαν έμαθε τη λέξη καλησπέρα
ο παπαγάλος, είπε ξαφνικά:
«Είμαι σοφός, γνωρίζω ελληνικά
τι κάθομαι εδώ πέρα!»
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
«Ο παπαγάλος»
Του Μ. Θερσίτη
Χαρά Θεού η μέρα με τον ήλιο της κι ένα μεσημεράκι μούρλια, αράζεις έξω στο μικρό καφέ, να πιεις κάτι, να χαλαρώσεις. Αυτά τα μαγαζιά λοιπόν είναι μια παρηγοριά. Οχι γιατί ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και μας οδηγούν σε… παραισθητικές οδούς ανάπτυξης, αυτές που επαγγέλλονται οι επαγγελματίες της εκποίησης κυβερνώντες, οι «γενική διάλυση – πωλείται το εμπόρευμα σε τιμή ευκαιρίας – προλάβετε – πληροφορίες εντός». Δείγματα ξηρασίας είναι μάλλον σ’ ένα τοπίο αυχμηρό, κάκτοι στην έρημο, που προσφέρουν κάποιες στιγμές τον χυμό τους στους περαστικούς διψώντες, κοπιώντες και πεφορτισμένους. Από την άλλη, τώρα που η άνοιξη βασιλεύει, κυριαρχεί θέλω να πω, μέσα σε ανθούς κι αρώματα, δίνουν την αίσθηση στο πολύβουο μελισσολόι των θαμώνων τους -ανάμεσά τους σίγουρα και πολλοί στενεμένοι, άνεργοι ή χρεώστες και απογοητευμένοι- ότι έχουν κι αυτοί… στον ήλιο μοίρα, δεν είναι μόνοι κι έρημοι με τα προβλήματά τους, κάποιοι πάσχουν μαζί τους.
Αυτά περνούν απ’ το μυαλό μου, έχω χαθεί σε λαβυρίνθους σκέψεων και τα βλέφαρά μου βαραίνουν νυσταλέα την ίδια στιγμή που η γκαρσόνα πλησιάζει χαμογελαστή -κάτι καλύτερο, νομίζω, από επαγγελματικό στεγνό καθάρισμα μεταφέρει το χαμόγελό της- κι όπως κάθομαι ανυποψίαστος, μου… κοπανάει στο δόξα πατρί μια «καλησπέρα». Α, όχι, σας παρακαλώ, δεν φέρονται έτσι απότομα σε ανήξερους, αθώους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας και μάλιστα πελάτες του μαγαζιού, ε, καλά, πελάτες της πρώτης φοράς έστω.
Κι ό,τι το ’χεις ξεχάσει, το ξεπέρασες και σου ’φυγε η τρομάρα, κάποια άλλη μέρα φωτεινή, λίγο μετά το μεσημέρι, περνάς από το συνεταιριστικό καφενείο της πλατείας παύλα ρακάδικο παύλα ουζερί για μια μπίρα ή και περισσότερες, ένα ούζο με μεζέ, γενικώς της αιθρίας γευστικούς παραστάτες κι ακολούθους. Ο εκ των συνεταιριστών ευγενικός νεαρός από μακριά σε χαιρετάει κι από κοντά σου λέει: «καλησπέρα σας»!
Βοηθάτε χριστιανοί, πόθεν ενέσκηψε ο εκτός τόπου και χρόνου χαιρετισμός; Εκ της Εσπερίας υποθέτω -τρόπος χορήγησης, δοσολογία, γράφε: bonjour μόνον έως της δωδεκάτης μεσημβρινής αυστηρώς και ακολούθως bonsoir, όταν ο λεπτοδείκτης δείξει και ένα και δύο και τρία-, αλλιώς δεν εξηγείται πώς κάνει κατάληψη εσχάτως μια χαμηλοτάβανη νεφοσκεπής εσπέρα στην επικράτεια του ήλιου.
Μήπως είναι κι αυτό, αναρωτιέμαι, ένα προαπαιτούμενο -αν μη τι άλλο, λέξεις υπάρχουν…- μια δοκιμασία που πρέπει να την περάσουμε τώρα που γίναμε χώρα κανονική όπως όλες οι άλλες στη Δύση τους. Σαν βαθιά υπόκλιση στους δανειστές μού μοιάζει κι ένα χειροφίλημα… στης ζωής μας ύστερα το ηλιοβασίλεμα. Σερ Μπιθί παρεμπιπτόντως ελαφρώς παραφρασμένος. Ωραία λοιπόν, και τώρα ποια είναι η θέση μας; Τι κάνουμε; Μιλήστε. Ποτέ δεν είναι αργά να πούμε σε όλα των ημερών τα σκιάχτρα «καληνύχτα», να βγούμε να στραγγίξουμε το φως, ένθεοι και ανέσπεροι ηλιοπότες…