12/05/14 ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Η μαύρη μουριά

      Pin It

Του Πέτρου Μανταίου

 

Πέρασα και πάλι προχθές από τη μαύρη μουριά του περιπάτου. Ξαφνιάστηκα. Ηταν φορτωμένη και πολλά από τα μούρα είχαν πρώιμα ωριμάσει. Ο φετινός γλυκός χειμώνας έκανε το θαύμα του. Εφερε τη μουριά (μου) πιο κοντά στο καλοκαίρι. Ασυναίσθητα σήκωσα το χέρι. Το κάνω κάθε χρόνο. Μόλις δω τα πρώτα ώριμα μαύρα μούρα, βάζω στη φούχτα μου καμπόσα, κι έτσι, με τα μούρα να λιώνουν στο στόμα και την παλάμη κόκκινη από το βάμμα, περπατώντας προγευματίζω καλοκαίρι. Αλλά και κάνω γέφυρα, το τώρα με τα παιδικά μου χρόνια και τα παιδικά μου όνειρα. Τότε που με τη συμμορία σκαρφαλώναμε μάντρες των Αμπελοκήπων για ώριμα μούρα και άγουρα κορόμηλα.

 

Αυτό πήγα να κάνω και προχθές. Σήκωσα, όπως κάθε χρόνο, το χέρι, να γευτώ, όπως κάθε χρόνο, το καλωσόρισμα του καλοκαιριού. Σήκωσα το χέρι. Αλλά αυτό έμεινε υψωμένο για λίγο, αμήχανο. Κι έπειτα έπεσε μόνο του. Αδειο. Φέτος, δεν ήταν όπως κάθε χρόνο. Ερχονται φορές στη ζωή του καθενός που τα πράγματα δεν είναι πια όπως άλλοτε. Ούτε τα παιδικά χρόνια γεφυρώνονται με το τώρα, ούτε τα παιδικά όνειρα μπορούν να αναπαρασταθούν. Μονάχα οι μνήμες ταξιδεύουν και αγκαλιάζουν απουσίες. Κι όσο ταξιδεύουν και αγκαλιάζουν απουσίες, τόσο πληγώνουν.

 

Και πού ν’ απαγκιάσει το παιδικό όνειρο, να μη χαθεί. Οταν ο ίδιος δεν βρίσκεις πού ν’ απαγκιάσεις και χάνεσαι με το χέρι αμήχανα σηκωμένο κάτω από μια μαύρη μουριά που σβήνει τα μούρα στον χρόνο. Κι αν μένουν κάποια πράγματα να γίνουν ακόμα, μπροστά σ’ αυτό το μυστήριο της ζωής, που επιμένει να συνεχίζει, σαν παράπλευρη κυκλοφορία μετά από έμφραγμα, είναι κάποια «σ’ αγαπώ» και κάποια «σ’ έχω ανάγκη», που πρέπει έγκαιρα να ελευθερώνονται, πριν τα φτερά τους ατροφήσουν στην αιχμαλωσία της μη εξομολόγησης και δεν μπορούν πια να πετάξουν.

 

Scroll to top