Του Γιώργου Σταματόπουλου
Το παιδί και το παιχνίδι είναι συνώνυμα του μεγαλείου και του νοήματος· συναντιούνται με τους μεγαλύτερους προορισμούς του ανθρώπου, λένε το μεγάλο Ναι στη Ζωή, έξω από πλήξη, μοναξιά, δυσθυμία, κατσούφικο ύφος, δυσκαμψία σώματος και άλλα που ταλανίζουν τους ενήλικους. Μικρή η διάρκειά τους αλλά δοξαστική· αγγέλλουν τη χαρά και το ωραίον, τη δύναμη της ειρήνης.
Σήμερα μόνο η βιολογία μάς αναγκάζει να βλέπουμε τα παιδιά διότι παιδιά δεν υπάρχουν, τα κατέστρεψαν η πείνα και ο φόβος των γονέων, η ανασφάλεια και ο πανικός των δασκάλων, η άρρωστη τροφή, το τσιμέντο, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Με τους τελευταίους έχουν ταυτιστεί κακώς ή όχι τα παιδιά, χάνοντας την εμπειρία και τη μεταρσίωση που αυτή θα τους επέφερε από την ανταλλαγή βλεμμάτων, τις κοντινές ανάσες, τις κινήσεις των σωμάτων, τον χορό, τον έρωτα και λοιπά μικρά καθημερινά αλλά τόσο πολύτιμα. Κακό αίμα ρέει στις φλέβες των παιδιών και τα δηλητηριάζει, μεταβάλλοντάς τα σε ενήλικη καρικατούρα, διακόπτοντάς τα από τις μεγάλες εξερευνήσεις, απαγορεύοντας το όνειρο και το θαύμα.
Σμικρύνεται το μέσα τους, εξορίζεται η υγεία των σωθικών· μόνα κι έρημα βιώνουν τις συνέπειες του εγκλήματος που διέπραξαν οι κυβερνήτες των γονιών τους, οι αγύρτες της εξουσίας, οι δολοφόνοι της παιδικότητας. Να ‘μαστε όλοι αυτόπτες μάρτυρες του στυγερού τούτου εγκλήματος· αυτόπτες αλλά ανίκανοι να το εμποδίσουμε. Μαραμένοι, αόμματοι λες, πελιδνοί, άβουλοι, άτολμοι· νικημένοι. Αποδεχτήκαμε την ήττα μας, την ήττα της κοινωνίας, του λόγου, των κινημάτων, του ίδιου του γίγνεσθαι. Πώς βγαίνει κανείς από τον πανώλεθρο, από τη βαρβαρότητα, από τη δουλεία; Ελα, ντε. Αυτό θα ‘πρεπε να ‘ναι το ζητούμενο, αλλά μπα. Τόσο ράθυμοι άνθρωποι, τόσο παραιτημένοι δύσκολα θα βρεθούν σε άλλες εποχές. Οι γενναίοι και οι τολμηροί δεν υπάρχουν πια, ακριβώς διότι δεν υπάρχουν παιδιά, διότι τα παιδιά έχασαν τη χαρά των παιχνιδιών, άρα τα ‘χασαν όλα. Και λέγαμε ότι κάθε σοβαρός άνθρωπος ήταν εκείνος που βίωσε μαγευτικά την παιδική του ηλικία, που μάτωνε τα γόνατα και τους αγκώνες, αλλά αυτά γιατρεύονταν αυτομάτως από τον δροσερό ιδρώτα του κορμιού του ή από τα θεραπευτικά δάκρυα.
Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε οι μύες των σωμάτων των παιδιών να κηρύξουν πάλι γιορτές; Πώς θα ιλαρύνουμε την αρτηριοσκλήρυνση των σπλάχνων τους; Πρώτα απ’ όλα έχουμε δικαίωμα για κάτι τέτοιο; Αλλά και να το είχαμε πάλι σαν ηλίθιοι θα στεκόμασταν μπροστά στην απορία των παιδικών βλεμμάτων, διότι τα μεγαλώσαμε με δικές μας «αρχές», καταναλωτικές, ανταγωνιστικές· άθλιες δηλαδή. Ηλθε και η κρίση και η σούπα «έδεσε». Μαλλιά-κουβάρια η απελπισία και η κακία, θεοί και δαίμονες. Πρέπει, όμως, να σφίξουμε τα δόντια και να προσέξουμε λίγο τα παιδιά, μην τ’ αφήσουμε ορφανά να τριγυρίζουν στους δρόμους και σε σκοτεινά σημεία· πρέπει να βγουν στο ξέφωτο της ζωής (τους), χρειάζονται δε για τούτο μια στοργική χειρονομία, έναν λόγο γλυκό, παρηγορητικό, ενθουσιαστικό, να γίνουν αισιόδοξα, ναι.