Του Νίκου Σβέρκου
«Οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για το χρέος και την αντιμετώπιση της κρίσης είναι πλέον κομμάτι του ευρωπαϊκού διαλόγου», έλεγαν χθες συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα μετά τη συνάντησή του με τον επικεφαλής της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, στη Φρανκφούρτη. Το ραντεβού, το οποίο είχε αρχικά συμφωνηθεί να διεξαχθεί τον Ιούλιο, μετατέθηκε τελικά για χθες έπειτα από αίτημα του Μ. Ντράγκι, ενώ συμφωνήθηκε η συνέχιση των επαφών ανάμεσα στις δυο πλευρές.
Ακουγε κι έγραφε
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ, που σύμφωνα με παριστάμενους στη συζήτηση παρακολουθούσε προσεκτικά κρατώντας σημειώσεις, άκουσε τον Αλέξη Τσίπρα να περιγράφει τις σκληρές επιπτώσεις της μνημονιακής πολιτικής στην οικονομία και την κοινωνία.
«Η λιτότητα δεν έχει αντιμετωπίσει τις αιτίες της κρίσης, αλλά τις έχει οξύνει. Αλλωστε συνεχίζει να υπάρχει ισχυρό πελατειακό κράτος, εκτεταμένη φοροδιαφυγή και μια ιδιότυπη ολιγαρχία», είπε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ στον Μάριο Ντράγκι, περιλαμβάνοντας «χτυπητές» περιπτώσεις φοροδιαφυγής που δεν έχουν ακόμα διερευνηθεί.
Επισήμανε, δε, ότι «απαιτούνται γενναίες πολιτικές αποφάσεις και συνεργασία όλων των πλευρών για τη βαθιά αλλαγή πολιτικής». Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επανέλαβε, μάλιστα, ότι το χρέος δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνει βιώσιμο, εξ ου και είναι αναγκαία η διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του και η αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης.
Οσον αφορά, πάντως, το «ζέον» ζήτημα του επόμενου διοικητή της ΤτΕ, ο Αλέξης Τσίπρας, που συνοδευόταν από τον Γιάννη Δραγασάκη και τον Νίκο Παππά, παρέθεσε την πάγια θέση του κόμματος: Απαιτείται ο εκάστοτε επικεφαλής της ελληνικής κεντρικής τράπεζας να είναι πρόσωπο αναγνωρισμένου κύρους και να έχει προκύψει από ευρεία διαβούλευση και με τη μέγιστη δυνατή συναίνεση των πολιτικών δυνάμεων της χώρας.
Ο Αλέξης Τσίπρας δήλωσε ότι «τα νέα μέτρα που έλαβε την προηγούμενη βδομάδα η ΕΚΤ είναι μεν σε θετική κατεύθυνση για την Ευρώπη, αλλά δεν είναι αρκετά, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα δεν θα μπορέσουν να λειτουργήσουν, εξαιτίας του αποπληθωρισμού αλλά και της πολύ άσχημης κατάστασης στην οποία βρίσκονται οι ελληνικές τράπεζες, που δεν μπορούν να παρέχουν εγγυήσεις». Σημείωσε δε την ανάγκη για ένα ευρωπαϊκό New Deal, που θα προκύψει «από τον συνδυασμό δράσεων της ΕΚΤ και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων» και που θα είναι προσανατολισμένο αποκλειστικά σε παραγωγικές επενδύσεις.
Εν τω μεταξύ, πίσω στην Αθήνα, η Κουμουνδούρου εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση στον Αντώνη Σαμαρά. Επιχειρώντας να ανατρέψει τα περί «νέας ημέρας που ξημερώνει για τη χώρα», ο ΣΥΡΙΖΑ σχολίασε ότι θα εφαρμόζεται η ίδια μνημονιακή συνταγή «με τα ίδια φθαρμένα και καταστροφικά υλικά». Επέμεινε δε ότι «τίποτα απολύτως δεν επιβεβαιώνει τις πρωθυπουργικές εξαγγελίες για βιωσιμότητα του χρέους και έξοδο από την κρίση», ενώ ο πρωθυπουργός «συνεχίζει να υπόσχεται τη “Γη της Μνημονιακής Επαγγελίας”, να εξαπατά συνειδητά τον ελληνικό λαό και να υπερασπίζεται ανενδοίαστα τα συμφέροντα των δανειστών».
Στην αξιωματική αντιπολίτευση ρίχνουν ιδιαίτερο βάρος και στην έκθεση του ΔΝΤ, που προαναγγέλλει νέα μέτρα 7,7 δισ. ευρώ για την επόμενη τετραετία.
Σύμφωνα με τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, το ίδιο το Ταμείο ζητά την απελευθέρωση των απολύσεων, τη θεσμοθέτηση δικαιώματος ανταπεργίας των εργοδοτών, την κατάργηση των τριετιών, «περισσότερη ευελιξία σε μια αγορά εργασίας που έχει ήδη καταστεί ζούγκλα», τη συνέχιση της περικοπής των δαπανών και «να αντιμετωπιστεί το “ταμπού” των απολύσεων από το Δημόσιο, όταν ο αριθμός των υπαλλήλων έχει ήδη μειωθεί κατά 20%».
Απόλυτη στράτευση
Γίνεται, λοιπόν, φανερό, επισήμανε ο αρμόδιος για τα οικονομικά βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ότι τόσο οι πιστωτές όσο και η κυβέρνηση «παραμένουν στρατευμένοι στον ίδιο στόχο, με τις ίδιες αναλύσεις και τις ίδιες προτάσεις», ενώ οι όποιες μεταξύ τους διαφωνίες «αφορούν τη δοσολογία των μέτρων, αλλά όχι τη συνταγή», θυμίζοντας «καθημερινές ενδοοικογενειακές τριβές, όπου ο πατέρας επαινεί μεν το παιδί για την πρόοδο που έχει πετύχει, αλλά τονίζει και τους κινδύνους και τους (εκλογικούς) πειρασμούς μπροστά στον κοινό στόχο». Και αυτός ο στόχος «δεν είναι άλλος από το να καθιερωθεί το Μνημόνιο ως καθεστώς στην ελληνική κοινωνία».