Του Θεόδωρου Ανδρεάδη Συγγελλάκη
Η ιταλική προεδρία ξεκινά σε μια εβδομάδα και ο Ματέο Ρέντσι, με την ομιλία του στη Βουλή της Ρώμης, προσπάθησε να παρουσιάσει τις κύριες, κατευθυντήριες γραμμές που πρόκειται να ακολουθήσει. Ο Ιταλός πρωθυπουργός επανέλαβε ουσιαστικά τη γνωστή του προσέγγιση: σεβόμαστε τις δεσμεύσεις μας αλλά, συγχρόνως, καθιστούμε σαφές ότι ή η Ευρώπη αυτή αλλάζει πορεία ή δεν υπάρχει καμία δυνατότητα ανάπτυξης και οικονομικής ανάκαμψης.
Το μήνυμα του Ρέντσι έχει δύο παραλήπτες: Από τη μία την κυβέρνηση της καγκελαρίου Μέρκελ, η οποία δεν έχει ακόμη αποφασίσει ποια ακριβώς στάση θέλει να τηρήσει. Ο εκπρόσωπος της καγκελαρίας τάχθηκε υπέρ μιας κάποιας ελαστικότητας στην εφαρμογή των οικονομικών παραμέτρων των ευρωπαϊκών συνθηκών. Και η Ιταλία, φυσικά, ευελπιστεί ότι πρόκειται για την αρχή μιας ουσιαστικής στροφής. Συγχρόνως, όμως, ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε συνεχίζει να τάσσεται υπέρ της γνωστής, άκαμπτης γραμμής της λιτότητας. Θα διαπιστωθεί, προφανώς, μόνο στην πορεία ποια από τις δυο προσεγγίσεις πρόκειται να υπερισχύσει.
Από την άλλη, ο δεύτερος παραλήπτης αυτού του «ευρωπαϊκού γράμματος» του Ρέντσι είναι οι ίδιοι οι Ιταλοί. Στη χώρα του η ανεργία προσεγγίζει το 14% και το ΑΕΠ φέτος -στην καλύτερη των περιπτώσεων- θα καταφέρει να αυξηθεί κατά μόλις 0,5%.
Ο επικεφαλής της ιταλικής Κεντροαριστεράς, με τις προγραμματικές εξαγγελίες του για την προεδρία της Ενωσης, θέλει να καθησυχάσει τους συμπατριώτες του λέγοντάς τους ότι η χώρα τους δεν θα παίξει τον ρόλο του κακού και άτακτου μαθητή, αλλά θα καταφέρει να αλλάξει, έστω και σε κάποιο βαθμό, τα μέχρι τώρα δεδομένα. Πιο συγκεκριμένα, ο Ματέο Ρέντσι επιθυμεί να σταματήσουν να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό της σχέσης ελλείμματος-ΑΕΠ οι επενδύσεις για τις λεγόμενες «δομικές αλλαγές» και τις μεταρρυθμίσεις. Θα είναι όμως αρκετό; Από τον Σεπτέμβριο πρόκειται να γίνουν πιο αισθητές οι περικοπές σε όλους τους προϋπολογισμούς των ιταλικών υπουργείων. Παράλληλα, εκατομμύρια Ιταλοί θα κληθούν να καταβάλουν τον φόρο ακίνητης περιουσίας, ο οποίος, φέτος, είναι αισθητά αυξημένος.
Με μια πιο αποτελεσματική χρήση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και με τα ογδόντα ευρώ τον μήνα που η κυβέρνηση της Ρώμης «δώρισε» σε όσους κερδίζουν μέχρι 25.000 τον χρόνο θα μπορέσει να ενισχυθεί η αγοραστική δύναμη των οικογενειών και να αυξηθούν σημαντικά τα δημόσια έργα και οι παραγγελίες για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις; Το ερώτημα, φυσικά, δεν αφορά μόνον την Ιταλία, αλλά και την Ισπανία, την Ελλάδα, την Πορτογαλία και σε μεγάλο βαθμό και τη Γαλλία.
Ο επικεφαλής της κυβέρνησης της Ρώμης ποντάρει, κυρίως, στην ελαστικότερη ερμηνεία της υποχρεωτικής αναλογίας ελλείμματος–ΑΕΠ της κάθε χώρας, η οποία δεν πρέπει να ξεπερνά το 3%. Αλλά το κεφάλαιο του δημόσιου χρέους παραμένει ως έχει.
Το στοίχημα είναι πολύ δύσκολο: διαρκής διάλογος με τη Μέρκελ, αλλά και προσπάθεια ερμηνείας και έκφρασης της έντονης δυσαρέσκειας των Ιταλών και όχι μόνο. Σε ένα εξάμηνο στο οποίο προβλέπεται και το εμπόδιο της καθυστέρησης που οφείλεται στην ανανέωση όλων των ευρωπαϊκών θεσμών.
Υπάρχει, τέλος, και το μεταναστευτικό: η ιταλική κυβέρνηση ζητά περισσότερη στήριξη, την ενίσχυση της Frontex και, ενδεχομένως, την «υιοθέτηση» της ανθρωπιστικής αποστολής Μare Nostrum από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Πρέπει να λυθεί, επίσης, το θέμα της παροχής ασύλου στους πρόσφυγες που φτάνουν στη Σικελία από μέρους όλων των χωρών-μελών.
Το δύσκολο, τραγικό αυτό θέμα μπορεί όμως να οδηγήσει τελικά σε πιο αποτελεσματικές λύσεις, σε πιο θαρραλέα βήματα απ’ ό,τι η αντιμετώπιση της βαθύτατης οικονομικής κρίσης που όλοι βιώνουμε την τελευταία πενταετία.