ΡΩΜΗ Του Θεόδωρου Ανδρεάδη Συγγελλάκη
Το ότι δεν ήταν εύκολο για την Καθολική Εκκλησία να γυρίσει πραγματικά σελίδα, ήταν γνωστό σε όλους. Πριν από μόλις δυο εβδομάδες, ο πάπας Φραγκίσκος είπε ξεκάθαρα ότι «οι μαφιόζοι δεν θέλουν το καλό του κοινωνικού συνόλου» και για τον λόγο αυτό «δεν είναι σε κοινωνία με τον Θεό, είναι αφορισμένοι». Παρά ταύτα, κάποιοι έκαναν πως δεν κατάλαβαν τη σημασία και τη βαρύτητα του μηνύματος του Αργεντίνου Ποντίφικα: στην κωμόπολη Οπιντο Μαμερτίνα της Καλαβρίας (που θρηνεί ήδη εκατό νεκρούς από τον εμφύλιο πόλεμο του οργανωμένου εγκλήματος), η τοπική περιφορά του αγάλματος της Παναγίας μετατράπηκε σε «φόρο τιμής» στον αρχιμαφιόζο της περιοχής.
Η πομπή σταμάτησε μπροστά στο σπίτι του 82χρονου Τζουζέπε Ματσαγκάτι, ο οποίος έχει καταδικαστεί σε ισόβια και βρίσκεται σε κατ’ οίκον περιορισμό για λόγους υγείας, και οι πιστοί, με τον τοπικό ιερέα, προσευχήθηκαν «υπέρ της υγείας όλων των ασθενών». Στη συνέχεια η περιφορά προχώρησε, επιστρέφοντας στην τοπική εκκλησία. Οι μόνοι που διαμαρτυρήθηκαν ήταν ο υπαξιωματικός των καραμπινιέρων και οι δυο υφιστάμενοί του, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη θρησκευτική τελετή, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Ολοι οι υπόλοιποι συμμετέχοντες -κάτοικοι, δήμαρχος και τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, ιερείς- δεν ένιωσαν την ανάγκη να υψώσουν τη φωνή τους, να βρουν κάποιο τρόπο για να αντιδράσουν.
Το θέμα, χάρη σε τοπική εφημερίδα της Κάτω Ιταλίας, πήρε μεγάλη, τεράστια διάσταση. Οι εκκλησιαστικές, πολιτικές και δικαστικές αρχές αναγκάστηκαν να πάρουν θέση: η Εισαγγελία κατά της Μαφίας ξεκίνησε έρευνα, ενώ το γεγονός καταδίκασε και η Συνέλευση Καθολικών Επισκόπων της Ιταλίας. Η αρχιεπισκοπή της Καλαβρίας άφησε να διαρρεύσει, επίσης, ότι θα ληφθούν σοβαρά μέτρα.
Οι κάτοικοι του Οπιντο Μαμερτίνα, όμως, ο παπάς της κωμόπολης και ο δήμαρχος, δεν θέλησαν ζητήσουν συγγνώμη, να αναγνωρίσουν το λάθος τους.
Αυτό που προκαλεί εντύπωση -για μια ακόμη φορά- είναι ότι μόλις ξέσπασε το σκάνδαλο οι υπεύθυνοι της τοπικής αυτοδιοίκησης και ο παπάς της συγκεκριμένης ενορίας, σχολίασαν απλώς ότι «πρόκειται για καθορισμένη πορεία που ακολουθείται εδώ και δεκαετίες για την περιφορά του αγάλματος της Παρθένου» και, άρα, «δεν υπάρχει απολύτως τίποτα το περίεργο ή καταδικαστέο».
Η δε κόρη του αρχινονού δήλωσε, φυσικά, ότι «στην πόλη της δεν υπάρχει καμία μαφιόζικη οργάνωση» και ότι «όλα αυτά είναι ανοησίες των δημοσιογράφων».
Η μαφία -σε αυτή την περίπτωση η Ντράγκετα της Καλαβρίας- συνεχίζει να θεωρείται, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, μέρος της ταυτότητας, της παράδοσης, του βαθύτερου κοινωνικού ιστού των πόλεων και χωριών της Νότιας Ιταλίας.
Είναι η μαφία, η οποία σκοτώνει τα παιδιά των μετανιωμένων μελών της και δεν διστάζει να διαλύσει τα πτώματά τους μέσα σε οξύ, η οποία πυρπολεί τα μαγαζιά όσων δεν της καταβάλλουν τον υποχρεωτικό δασμό προστασίας και συνεχίζει να κερδίζει δισεκατομμύρια ευρώ από παρείσφρηση σε κρατικές εργολαβίες και το μονοπώλιο της διακίνησης ναρκωτικών.
Πρόκειται, όμως, και για τη μαφία που δυστυχώς εξασφαλίζει, έμμεσα ή άμεσα, τα προς το ζην σε χιλιάδες οικογένειες, απασχολώντας τα μέλη τους σε παράνομες δραστηριότητες, σε οικοδομές, σε μαγαζιά που λειτουργούν ως πλυντήρια βρόμικου χρήματος. Ο πάπας Φραγκίσκος ζήτησε να σταματήσουν οι έντιμοι πολίτες να στηρίζουν -ή έστω να ανέχονται- τους μαφιόζους. Η αρχιεπισκοπή της Καλαβρίας, χθες, είπε με θάρρος ότι καλό θα είναι να διακόπτονται οι θρησκευτικές περιφορές, σε περίπτωση που μολύνονται από την παρουσία ή την έμμεση επιδοκιμασία των μαφιόζων.
Για να σπάσει, όμως, αυτός ο φαύλος κύκλος της παρανομίας και της ανοχής, θα πρέπει να προσφερθεί, πρώτα απ’ όλα, στους πολίτες της Κάτω Ιταλίας αξιοπρεπής εργασία, με νομιμότητα αλλά και αλληλεγγύη. Διαφορετικά, η συγκάλυψη, τα χειροκροτήματα στις θρησκευτικές τελετές, ή έστω η ένοχη σιωπή, δύσκολα θα εκλείψουν…